Έχουνε κοιμηθεί πια οι λύκοι.
Οι βελόνες των αστεριών
είναι οι δείκτες που μετρούν την απόσταση,
αυτή που χωρίζει εμένα
απ’ τον κόσμο.
Υπάρχει ένας καθρέφτης
στον πυθμένα του διαμερίσματος
κι όταν τον κοιτάω
βλέπω στα μάτια μου ένα καράβι
ή έναν ηλιόσπορο
ή τα ερείπια κάποιας αρχαίας χώρας
κι όταν λείπω ή έχω κλειστές τις κουρτίνες μου
ο καθρέφτης είναι σπασμένα γυαλιά
που κουβαλούν τα μυρμήγκια
για να θρέψουν τη βασίλισσα,
να γεννά νύμφες στην άβυσσο.
Όταν κρυώνω τα πόδια των τραπεζιών
είναι σαν χαραμάδες που ραγίζουν τις πτυχές
ενός αποφυλλίτη -δεν τρέχει αίμα.
Κοιμάται η βάρκα
και φαντάζομαι ένα ποτάμι με πυρετό
ή φαντάζομαι ένα κάρβουνο
να χτυπάει στο μέτωπο κάποιον που ήξερα
μα δε θυμάμαι πια το πρόσωπό του
ή φαντάζομαι μια διάσειση
σ’ ένα μεταλλικό δοκάρι
που στήριζε ένα μανεκέν σε μια βιτρίνα
κι όταν τα φαντάζομαι όλα αυτά
υπάρχει μια σκοτεινή φιγούρα που σέρνεται
και κλαίει στα πλακάκια διψασμένη.
Μην ξεχάσω: η νύχτα δεν έχει φεγγάρι
γιατί αποφάσισα να το βγάλω
και να το καταπιώ.
Μα έχουνε κοιμηθεί πια οι λύκοι
κι η γειτονιά έχει ησυχία,
ένα μακρινό βουητό μόνο
μου θυμίζει να ξεριζώνω τις σανίδες απ’ το πάτωμα
και να σκίζω τα μήλα σε χίλια κομμάτια
να γεμίζω μ’ αυτά σαν χαλίκια στο δρόμο
το κενό
που χωρίζει εμένα
απ’ τον κόσμο.
Σχολιάστε