Morley

Μεταθανάτιο

Βρίσκονται θαμμένοι στο κέντρο του δάσους
δύο μάγοι που έκλεψαν με ξόρκια το φως.
ο πόνος στην τελευταία φιλόξενη άκρη του σεληνόφωτος
περπατάει σκυφτός σαν αιωνόβιος γέρος.

Φθαρμένο, γκρίζο σακάκι, ασθενικός βηματισμός, τσιγάρο.
Μέσα στα μάτια του φυτρώνουν δύο σαραβαλιασμένες πόλεις.
Δέκα τάφοι, ένας νεκρός αδερφός, ένας σκύλος κουτσός
Πέντε πνοές και είμαστε ψηλά στις νεφέλες, πέρα από την μαραμένη πολιτεία.

Στα παλιά της μηχανουργεία οραματίζονται το μέλλον
και φοράνε κατσαρόλες στο κεφάλια.
Με σπάνιες πολεμικές μηχανές και όπλα φτιαγμένα από μάγια
στήνουν τον επόμενο μυστικό πόλεμο.

Φωνάζουν, σκοτώνουν, γιορτάζουν και ένα αιωρούμενο φασματικό
χάδι, χαρακώνει τα μάγουλα των αθανάτων.
Σαν τα τσακάλια που αλυχτάνε στον Άδη, τη δόξα με τόξα
ορμούν και αρπάζουν και φεύγουν μαζί στο σκοτάδι.

Ο μάντης Τειρεσίας κουμπώνει δύο ασπιρίνες, ο πονοκέφαλος
δε συγχωρεί. Φουντώνουν οι μνήμες σαν λάβαρα καρφωμένα σε
σκελετωμένα κορμιά. Αγαπημένε μου φίλε και αδερφέ σε
καλωσορίζουμε στην αυλή του Ερέβους.

Θλιμμένες Μισέλ

Σε κατάπιε η βαρύτητα μιας μυστικής πόλης.
Ένα μπουκάλι μπίρας προσγειώνεται κατακόρυφα πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι, ένα τραπέζι κυκλικό που περιστρέφεται σαν αφηρημένος πίνακας ζωγραφικής.
Ένα λευκό δωμάτιο, φωτισμένο με την ενέργεια εννέα αυτόφωτων φεγγαριών κολυμπάει σαν πληροφορία αθανασίας στους νεκρούς ιστούς ενός πεθαμένου σύμπαντος.
Σε ταρακούνησε πολύ η ιδέα ενός αρχαίου θεού που βάζει φλόγες στα λιβάδια της ασετιλίνης.
Τότε όλοι ζούσαμε σε ένα φωσφορίζοντα παράδεισο που έρρεε από τα μάτια σου.
Τα καλοκαίρια πάντοτε ήταν κόκκινα. Ένας καταστροφικός πίδακας νερού αναβλύζει από το κέντρο της Γης, στοχεύει και παίρνει το κεφάλι ενός μεθυσμένου φοιτητή.
Η δόξα είναι το ακέφαλο κουφάρι κάποιου ποιητή που βουλιάζει στην άμμο καταμεσής της Σαχάρα.

Τα καλοκαίρια πάντοτε ήτανε ζεστά, οι μπαλάντες πάντοτε ήτανε ροκ. Θλιμμένες Μισέλ στήνουν άφθαρτους, φρικτούς χορούς γύρω απ’ τα νερά της Στύγας, ενώ οι δειλοί γείτονες, οι πιτζαμοφορούντες, μαχαιρώνουν με μανία τις θυγατέρες τους. Στα ντουλάπια έχει χάπια, στα βιβλία έχει τις προσευχές των Σοφών, ενώ δάχτυλα – σάρκινα και ανθρώπινα δάχτυλα – γίνονται δορυφόροι ψυχών που τοποθετούνται σε γυάλινα βάζα και εκτοξεύονται στα άστρα για να μπούνε σε τροχιά γύρω απ’ την ξεχασμένη, πυρακτωμένη σφαίρα του Μπράχμαν.

Εγώ προσεύχομαι, οι χλωμές Μισέλ αποκοιμιούνται στην αγκαλιά της Ηούς, τα πουλιά πετώντας ανταλλάζουν συνθήματα με τις ανάσες και τον θάνατο.
Οι ποιητές σκέφτονται, τα πάρκα πενθούν, οι επερχόμενες δολοφονίες είναι καλά κρυμμένες στα ρεβόλβερ των γκάνγκστερς. Εγώ ερωτεύομαι, τα πλουσιόπαιδα βρωμάν αλκοόλ και ρεύονται, εκείνη χορεύει στην ερημιά ενός ακατοίκητου πλανήτη.
Εγώ χαζεύω. Ένα διαστημόπλοιο που φέρει τη σχιζοφρένεια προσκρούει σε έναν εγκέφαλο.
Γυρίζει η σκέψη μου στο τραπέζι που στριφογυρίζει, μια έκρηξη αποθηκεύτηκε στο μπουκάλι, η φλόγα της μεταδίδει θέρμη στα αποβλακωμένα κεφάλια των νέων ποιητών.

Η τελευταία Μισέλ καταβροχθίζει την καρδιά που πετσόκοψε με τις ακτίνες του Ήλιου.

Αγαπημένη από τα στόματα νεκρών παιδιών

Γλυκιά μου είμαι ένας ιεραπόστολος που σέρνει το κουφάρι του ελαφιού της σκοτεινής φύσης.
Κατηφορίζω το δρόμο της Κολάσεως με το απαλό άγγιγμα μιας Θεάς στην πλάτη του.
Οι εικόνες γεμίζουν στενά φιαλίδια
οι σκέψεις σπρώχνονται καθώς φυτεύονται και καταλαμβάνουν θέσεις κάτω απ’ τα τσιμεντένια δέντρα των σκουπιδότοπων.
Γλυκιά μου εσύ και αγαπημένη
φοράς στεφάνι λουλουδιασμένο στα μαλλιά
θυμίζεις Μαγιάτικο Άσμα.
Ολόγυρά σου ο χημικός πόλεμος.
Οι κατάρες των πεθαμένων και μια ενοχλητική μύγα
στριφογυρνούν γύρω από τα κρανία της αμφιβολίας.
Στα λαβωμένα χώματα φυτεύω πνοές, Ήλιους και φώτα.
Στα απάνεμα δάση προσφέρω πόνους φρικτούς και βασανιστικούς.
Στο ηλιοβασίλεμα,
το λιωμένο κερί που καίει τα χέρια μας – ένα απρόσωπο αρπαχτικό παραμονεύει στις σκιές μας.
Για τη μανία που καραδοκεί στα δόντια του δράκου,
για την αποχαύνωση και τη στεναχώρια που πλησιάζουν και είναι σαν σύγκρουση δύο ασθενοφόρων μετωπική στην εθνική οδό.
Οι κόκκινες σειρήνες απογειώνουν την μορφή του αίματος
ενώ ένας κερατοφόρος δαίμονας θεριστής παγιδεύει έναν δρυοκολάπτη στο ξύλινο κουτάκι του.
Το βάζει στην τσέπη του και χάνεται.
Γλυκιά μου ο δρόμος που επιλέξαμε οδηγεί με ακρίβεια στην ζαλάδα ενός σαββατιάτικου ξημερώματος
ή σε ατέλειωτες μουσικές γιορτές
ή δεν ξέρω στις θανατηφόρες εκρήξεις ενός κρύου καταχείμωνου.
Τυχαίε διαβάτη και Αυγερινέ,
εσύ που με μια ανάσα παίρνεις το φως των αστεριών και το κάνεις καρδερίνες και φωνές και τραγούδια,
φύλαξε με την ζωή σου τούτους εδώ τους στίχους.

Αύγουστος

Ο Ήλιος κρέμεται στο κενό από τους λαμπερούς γιους της Σελήνης σε μια ταράτσα των Αθηνών. Τσακίζεται στην άσφαλτο και έτσι ξεκινάει το καλοκαίρι, κάθε χρονιά, κάθε φορά.

Περπατάω σε αυτές τις γειτονιές απορημένος
έχοντας στο νου μου τις γυναικείες μορφές που εμφανίζονται στους τοίχους μου.
Ένα βράδυ είδα τον Χρόνο, ήτανε χρυσαφένιο φως, κυλούσε στον αέρα μέσα σε έναν διαφανή αγωγό. Τον κουβαλούσε ένας κινέζικος δράκος. Πέταξε μακριά μου και χάθηκε.

Μας το ψιθυρίζουνε καθημερινά οι γυναικείες φωνές.
Περπατάμε απορημένοι σε αυτές τις γειτονιές τρακάροντας το πτώμα του καλοκαιριού στην άσφαλτο.

Σε έναν αιωνόβιο γέρο στεκούμενο στο κέντρο της πλατείας έχουν φυτρώσει Ηλίανθοι, Γαρύφαλλα και Λομπέλιες στο κρανίο και στην πέτσα. Σκίζουν το μπλε πουκάμισο ενώ γύρω τους περιφέρονται μέλισσες.

Παίζει κομπολόι και καπνίζει ο αθάνατος Αύγουστος που κοχλάζει στις πλατείες. Στο κεφάλι του στέκονται περιστέρια και διψασμένοι δαίμονες.
Τα αστικά μεταφέρουν ιδρωμένους έφηβους και τον καύσωνα στην πόλη. Το μυαλό μου τινάχτηκε και μέσω μιας μεταφυσικής ροζ πύλης προσγειώθηκε σε μια καταπράσινη πεδιάδα.

Ο αέρας που φύσαγε βύθισε το χέρι και το ποτήρι μου μέσα στο μπαρ. Τελευταία φορά που αγάπησα θυμάμαι πως αφέθηκα ολόκληρος, την άφησα να μου καρφώσει τον εγκέφαλο με έναν σωλήνα που έρρεε ουίσκι.

Τα μάτια αναποδογυρισμένα από το θάνατο ρίχνουν γροθιές στο πάτωμα. Υπάρχει μια γέφυρα που οδηγεί από το ανακατεμένο στομάχι μου σε ένα εκκλησάκι κάτω από τη Γη.

Προσεύχονται για μένα όσο οι ανεμιστήρες χορεύουνε για μένα.
Τα μάτια αναποδογυρισμένα από το θάνατο ρίχνουν γροθιές στο πάτωμα.

Το σπιν, τα ταυτοτικά σωματίδια, τρεις νάνοι σε ένα παράξενο μπαρ, το μπόουλινγκ στον γαλαξία της Ανδρομέδας,
οι λεβέντες με τα σπίρτα στην κατάψυξη ενός βυθισμένου υποβρυχίου.
Υπάρχουν ναυαγισμένα υποβρύχια;

Ευλογημένη Ύαινα

Και ένιωσες αυτή την αλάνθαστη αλλά άγνωστη βοή.
Δονήθηκε συθέμελα η φανταστική αντίληψη πως
ο θεός Πάνας ζει , δοξάζεται και καραδοκεί κάτω από τη μύτη σου.
Οι εμβοές σου μαρτύρησαν πως
μαθήτευσες πιστά στα αμφιθέατρα της παντοδύναμης Αγίας
αλλά δίστασες, αναστατώθηκες και τρόμαξες μπροστά
στο πάτημα από το Θεριό της Αποκάλυψης.
Όπως μετέφερε γλυκά στο μουχλιασμένο
από τις ανοησίες αυτί σου εκείνη εκεί
η παμπόνηρη Θεούσα με τα χρυσά δόντια
μασούσε το λουκούμι της ειλικρίνειας επαναλαμβάνοντας:
«Θα πεθάνεις σαν ευλογημένη ύαινα.»

Μονή στο βαλτό, με την τελευταία σφαίρα ψυχραιμίας
στη θαλάμη
χωμένη στο πιο βρώμικο λιμάνι
εκεί που ο φάρος τυλίχτηκε και κατέρρευσε
από το θαλάσσιο κήτος ενός παραμυθιού
μπροστά στις φευγαλέες ματιές των ταπεινωμένων.
Δε φωτίζει τίποτε πια
και η βολή σου είναι καταδικασμένη σε μοναδικό στόχο
να πετύχει το κεφάλι της ριμάδας της ανυποταξίας
ή έναν τυχαίο περαστικό.
Δε φωτίζει τίποτε πια
όμως η οκτάχρονη κόρη σου τα μεσάνυχτα σε παρακαλά:
«Μη σβήσεις το φως.»

Άνθισε στο πάρκο ένα αλλόκοτο δέντρο
με καρπούς πορφυρένιους λαμπερούς
και γύρω του έστησαν πάμφτωχο τραπέζι
και άτσαλο χορό οι άντρες οι λινάτσες
με τα βρωμερά τα χεριά, τις ταυτότητες μαϊμού
τα άσχημα τατουάζ και τις βροντερές καραμπίνες.
Ζήλεψαν την υπερηφάνεια του όμως
ζήλεψαν και το ξερίζωσαν
κι εσύ όφειλες σαν την Ηρωίδα που βολτάρει
στους δρόμους του σεληνόφωτος
να προστατέψεις την πιο αγνή ομορφιά
με τη τελευταία σου υστερική βολή.
Tρόμαξες, ταράχτηκες, τραβήχτηκες, φώναζες:
«Δε θα πεθάνω σαν ευλογημένη ύαινα»
κι εκείνος σου απάντησε «καλώς».

Έγινες ο πιο βρωμερός υπόνομος
όλες οι μυρωδιές της σαββατιάτικης μέθης
ο πόνος στο λαιμό μετά το ξερατό
και το μολυσμένο σάλιο τριτοκοσμικής υπόστασης.
Γλέντησες μέχρι θανάτου στο καρναβάλι των απλών περαστικών
για χειμώνες και καλοκαιριά
οι κόρες σου μεγάλωσαν και βραχυκύκλωσαν
πέθαναν σα σπασμένα πιάτα
στην απομόνωση κάποιου σκουριασμένου κάδου
στο φτυμένο στενό, στη γαμημένη Αδιέξοδο
πίσω από το κινέζικο ρεστοράν.
Κι όλοι τώρα εμείς εδώ στο μεγάλο φαγοπότι
περιμένοντας και τρέμοντας σαν πεινασμένα κουτάβια
την τελευταία διαδρομή της αόρατης βόμβας
το «θα πεθάνω σαν ευλογημένη ύαινα»
ταΐζουμε μεταξοσκώληκες βουτηγμένους στην αλκοόλη
τον δευτερότοκο γιο της Ζυγού
το σύντροφό σου.

Ερμή Υδράργυρε

Ω ΕΡΜΗ ΣΚΑΤΟΨΥΧΗ ΤΣΟΝΤΟΤΑΙΝΙΑ ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΥΛΩΝΕΙΣ;

Η Kiki Deu Bouazieu παίρνει ένα μεγαλοπρεπέστατο τσιμπούκι στον Γέρο – Ήλιο.
Χώνει με μαεστρία το καυλί του στο στόμα της, όπως ένας σπερματολουσμένος κουβάς βουτάει
στο πηγάδι-νεκροταφείο με τα γυαλιά από όλα τα πιωμένα μπουκάλια μπίρας του Παρισιού.
Τα σπάει, τα σακατεύει, τα κάνει περισσότερο θρύψαλα.
Τη σπάει, τη σακατεύει, την κάνει περισσότερο θρύψαλα.
Τώρα το κεφάλι της έγινε πυρκαγιά, το πρόσωπο της εγκαύματα ηλιακού βαθμού.
Τώρα το καλύπτει από ντροπή και πόνο με τις κιτρινιάρικες γάζες των λεπρών νοσοκομείων.
Ήταν όμορφη κάποτε και νέα, ήταν μεθυσμένη και ηλίθια.
Ήταν μεθυσμένη και ηλίθια στην πόλη του Φωτός.

Ω ΕΡΜΗ ΥΔΡΑΡΓΥΡΕ ΠΑΓΩΜΕΝΕ ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ ΚΑΙ ΓΕΛΑΣ;

Η Emily Hardnosed με την σκληρή τη μύτη.
Ο Άρης ο θεός του Πολέμου, ολίγον τι πιο μπετόβλακας
από ένα ζευγάρι κάλτσες.
Μέθυσε, μαστούρωσε βαριά και έκανε έρωτα στον πιο όμορφο
και εκλεκτό βράχο που μαστίγωσαν ποτέ τα κύματα του Dover.

Γεννήθηκε η Emily με την πέτρινη τη μύτη.
Μεγάλωσε και έζησε η Emily Hardnosed
σαν αλκοολικός τερμίτης, ανώμαλος και άστεγος.
Και γω γουστάρω να βλέπω να της τρέχουν οι μύξες χείμαρρος
από τους λυγμούς όταν τη δουλεύουν οι χολερικοί μεθύστακες
στο μπαρ.
Γουστάρω, γελάω και βρικολακιάζω με την παλαβομάρα του κόσμου
στο μπαρ.
Και την γελοία της τη μύτη φυσικά.

Είναι 3:05 μετά τα μεσάνυχτα, νύχτα βροχερή αν μη τι άλλο.
Κάπου στο Λονδίνο.

Ερμή λεχρίτικη πανούκλα τι βλέπεις και ματώνεις;

Ο πενηντάρης κύριος Στέφανος τα συγκέντρωσε στο κρεβάτι του.
Κάμαρα με άπειρες αφίσες και έρευνες.
Τους πήρε πίτσα και τα ρουθούνια της μάτωσαν από φόβο.
Τους πήρε αναψυκτικά και το κορμί της κοκάλωσε από τα φαντάσματα του.
Όταν ένα ζευγάρι εφήβων κάνει έρωτα στα σκοτάδια των 80’s.
Παιδικά κορμιά πετσοκόβονται και τσακίζονται στις κλίνες των γερόντων του 16.
Ήσασταν δώδεκα χρονών και δώδεκα μείνατε παντοτινά.
Κρυφοκοιτάζοντας από τις τρύπες στο τοίχο τις άλλες σκιές, τα άλλα δωμάτια.
Το φαινόμενο της πεταλούδας κάτω από τα πόδια μου.

«Κεχριμπαρένιο Κεραυνό, αθανασίας φυλακτό
απ’ τον πάτερα σου το Δια και τη μάνα σου τη Μαία
σου κρέμασαν μ’ αλυσίδα στον αθάνατο λαιμό.
Μα εγώ θα στο ξεριζώσω μαζί με το λαρύγγι για να μάθεις να αισθάνεσαι..»

7 μαχαιρώματα

Ο μεθυσμένος λάτρης της Μπουρζουαζίας.
Δούκας και προστάτης των όμορφων παιδιών με τα γυμνά μπούτια
και των αγγέλων που βουτάν στη θάλασσα σαν κυνηγημένοι Βιαστικοί
από κάποιο άγνωστο κακό που βρωμάει και ανασαίνει πίσω στα στενά του λιμανιού.

Προγραμματισμένος έτσι ώστε να κάνει διαλόγους με το κάδρο του νεκρού πατέρα του.
Περήφανος μαφιόζος και ο πιο δυνατός χαζός στο λιμάνι.
Για κάθε πνιγμένο κορμί κρύβει στην παλάμη του ένα πνιχτό γέλιο ανισσοροπίας, γέννημα
κάποιας σπάνιας βλάβης στο κεφάλι και ξεστομίζει ένα μπινελίκι δώρο στον εαυτό του.

Μιλάει με σφαίρες και χάχανα, μπουκέτα και μαχαιρώματα.

Τρέχει σα σημαδεμένος αλητόγατος τα ξημερώματα , σημαδεμένος από τα κανόνια της οργής της.
Μιας οργής σπάνιας και ασυγχώρητης. Τελευταία φορά την είδε στη μέση ενός σκοτεινού μπαρ.
Τα πόδια της κολλημένα στα γυαλιστερά πλακάκια και στο χώρο ανάμεσα τους η ηλεκτρική καρέκλα
που έφτυσε με τις κατάρες της. Μια ηλεκτρική καρέκλα φτιαγμένη για το τομάρι του.
Για το τέλος του.

Από τότε περιφέρεται κυνηγημένος αίλουρος.
Από τους στίχους του Μαργαρίτη και τα βρωμερά καμπαρέ
μέχρι τους σκοτεινούς ήχους των Βοy Harsher στα εφηβικά υπόγεια.
Δεν περιμένει. Βιάζεται και τρέχει.

Πόνος
Ελιξίριο
Πόνος
Ελιξίριο
Πόνος
Ελιξίριο

Τον είδα να τσαμπουκαλεύεται με μια παρέα νεαρών πανκ αλητών και να τους σαπίζει στο ξύλο.
Τον είδα στο τμήμα μετά τη σύλληψη του για τη δολοφονία ενός φτηνιάρη γκόμενου κοκάκια.
Σε παραδίπλα δωμάτιο μια μητέρα θρηνούσε και χτυπιόνταν με μανία.

Στην καρδιά πίσσα, στο μυαλό αλυσίδες και σκουριές, αλλά όταν οι εικόνες αποκτούν επιτέλους μια εγκεφαλική συμμετρία, αυτές τις σπάνιες στιγμές μπορεί κάποιος να διακρίνει εάν παρατηρήσει καλά ένα απαλό γαλήνιο φως στο βλέμμα του.

Ω διάολε, τέσσερα σπασμένα πλευρά και δυο μύτες θρύψαλα, εγκεφαλικά κατάγματα και ένα στήθος κεντημένο με δέκα μαχαιρώματα.
Ω διάολε, όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της οργής της.

Seras Victoria

Και πάλι χάνεται σαν αφηνιασμένη Πηνελόπη κυνηγημένη από σχιζοειδείς Οδυσσέες
μετά το φονικό των μνηστήρων.
Σπασμένη γνάθος χαμογελαστή και δύο παλάμες ακουμπάνε τα λευκά γόνατα.
Σέρας Βικτορία ώρα σου καλή και όμορφη.
Στα νησιά τα ζωντανά των Λαιστρυγόνων βουλιάζουν τα μίζερα καράβια.
Σέρας Βικτορία ώρα σου καλή και όμορφη.

Δέκα δολάρια το τελευταίο μεθύσι, πριν βρεθεί ο νεαρός χλωμός στα χώματα με δύο σφαίρες καρφωμένες στην πλάτη από μπάτσου διαβολική καραμπίνα.
Δέκα ευρώ το τελευταίο του μεθύσι, πριν γεμίσει ο χλωμιάρης, χτικιάρης τενεκές με σκατά και σάλια
την πλατεία Συντάγματος και τα σώβρακα του.

Δέκα φράγκα το τελευταίο του μεθύσι, κρεβάτι τενεκές, σκατένιο σκουπίδι και κάβουρες σπάνε τα ποδοδάχτυλα με τις βρεγμένες τους δαγκάνες έτσι για το ποιητικό μούδιασμα.

“Παλιοσαβούρες επιστρέψαμε στην Κόλαση με το κουτάλι του Παραδείσου χωμένο βαθιά στο λαρύγγι.”

Άλλοι βεβαίως επαγγελματικότεροι από μένα μπορούν να το πουν ξεμούδιασμα.
Και γω θα τους πω: “Παλιολινάτσες δυστυχώς δεν τα κατάφερα και είπα πάλι να κατέβω εδώ μαζί σας.”

Όλο αυτό το ποίημα είναι μια πρόποση.
Μια πρόποση: “Σε μένα και στα βρωμερά μου παντελόνια.”

Αλλά να μη φεύγω από το θέμα.
Σέρας Βικτορία ώρα σου καλή και όμορφη.

Είσαι τόσο περίεργη σαν την ταυτόχρονη εισβολή Ναζί και Καθολικών σταυροφόρων στο Λονδίνο.
Αν μπορούσε να γίνει ποτέ κάτι τόσο περίεργο… κάτι τόσο περίεργο είσαι και εσύ.
Σέρας Βικτορία είσαι τόσο περίεργο κορίτσι όσο ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος στο μυαλό μου
και στα ιαπωνικά μάτια.
Σέρας Βικτορία ώρα σου καλή και όμορφη.

Και για να μη φεύγω πάλι από το ποιητικό λογισμό του επαγγελματικού φιλολογισμού.
Σου γράφω αυτό:“Αναιμικός, το αδύναμο κορμί του δεν είχε διάθεση για οτιδήποτε και ας φανταζόταν αυτός τον Ήλιο και τα χρώματα του Ουρανού. Κατέληξε ξαπλωμένος σε ένα χλωμό πάρκο να περιμένει το ξέσπασμα της χαρούμενης οργής.”

Προφανώς και το τελευταίο του μεθύσι κόστισε δέκα ευρώ πάνω κάτω θα πω εγώ.

Κτήνη 10000

Άνθρωποι βολεψάκηδες των μετρίων σκέψεων σκοτώστε λίγο ακόμα.
Είναι το μυστικό που το φτύνουν οι μπόμπιρες μέσα από τα τηλέφωνα.
Δέκα χιλιάδες κτήνη νευρικά με στόματα μπινελίκια σκουπίζουν τον ιδρώτα
με απαλά χάδια στο πρόσωπό μου.

Άνθρωποι βολεψάκηδες των μετρίων τραγουδιών φωνάχτε λίγο ακόμα.
Είναι το σαξόφωνο που τραντάζει τα τελευταία μου οστά και χτυπάει τα πνευμόνια.
Δέκα χιλιάδες συναυλίες ερχόμενες με ντόρο από το στενό γλείφουν με εκκωφαντικό
σάλιο τα ταραγμένα μου αυτιά.

Άνθρωποι βολεψάκηδες των μετρίων παραλογισμών δείχτε λίγο έλεος ακόμα.
Είναι εκείνος ο καταραμένος συνειρμός του «σα να πες σε όλα ναι» μπροστά
στο δαιμόνιο μαύρο ταύρο που καρφώνει σωθικά μανιωδώς. Τα σωθικά μου.
Δέκα χιλιάδες γυμνές γυναίκες ξαπλωμένες στη μέση της αρένας με το τελευταίο σημάδι
του θανάτου – λίγο αίμα στην κοιλιά.

Πεθαίνει, πάει κι έρχεται το τελευταίο κονσέρτο της αρχαίας λύρας.
Φουσκώνει, κοκκινίζει και ψοφώντας τραγουδά:
«Δέκα χιλιάδες κτήνη νευρικά, σε δέκα χιλιάδες συναυλίες ερχόμενες με ντόρο, ξάπλωσαν
με θάνατο βίαιο και βουβό δέκα χιλιάδες γυναίκες στη μέση της αρένας.»
Αλλά εγώ θα ήμουν εκεί για να μη σου συμβεί τίποτα.

Άνθρωποι βολεψάκηδες των μετρίων σκέψεων σκοτώστε λίγο ακόμα.

Πού είστε βρικόλακες;

Για μια ωδή στα θλιβερά μάτια μιας τριανταοχτάχρονης πόρνης.
Σπάμε τα τζάμια της καθημερινότητας με την καραμπίνα της Κόλασης,
τους αιματηρούς θορύβους, τα μπικίνι,
τις Μπαχάμες και τα ερωτικά νησιά.
Τους αυστηρούς γείτονες,
τα σαπισμένα πρόσωπα στη λασπερή θηλιά της πρώτης ηλιαχτίδας,
τα ταξί που κινούνται στα γυαλιστερά διαμάντια,
τις κουτσουλιές και τα φλέγματα.
Tα παράσιτα που τρώνε μπιφτέκια στη μούχλα πράσινα,
τα χαμόγελα τα ξεπουλημένα για πενήντα λεπτά.
Ορίστε το πρωινό σας, ορίστε το διαιτολόγιό σας
τριανταπέντε τσιγάρα, τρεις καφέδες και δυο σουβλάκια.
Οι υπόνομοι που ζωντάνεψαν και αναπνέουν κάπνα
σα να γιορτάζουν με φωτιά και λάβα τα πλιατσικολογήματα στα μανάβικα.
Η μπόχα (που δεν πηδιέται στα φανερά μπροστά σε όλους, κρυμμένη πικρά ανάμεσα χωμένη στις σκιές).
ΔΕΣΤΕ ΤΗ, ΔΕΙΤΕ ΤΗ. Δείτε τη όταν ανταλλάζει καλημέρα.

Καλημέρα Μπόχα…

Γεννήθηκε η παλαβομάρα από το ξέχειλο μουνί της πιο παρηκμασμένης μητρόπολης του εγκεφάλου ενός νεαρού που γρονθοκοπείται με ηλεκτροπληξία στους δρόμους.
Ύψωσε το χέρι.
Χαιρέτα τον περαστικό.
Τέντωσε το χέρι τόσο όσο να μην μπορείς να υποφέρεις την ύπαρξη των μαστιγωμένων νεύρων και χτύπα το ταβάνι ή χτύπα το κενό που σε χωρίζει από το ταβάνι.
ΕΙΠΑ ΧΤΥΠΑ ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ ΜΕ ΚΛΩΤΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΠΟΥΝΙΕΣ.
Χτύπα το ταβάνι με την αναθεματισμένη σου την κούτρα για να σκάσει,
για να σωπάσει ή για να του ανοίξεις μια τρύπα να αναβλύσουν λέξεις και πίδακες εικόνες ή για να ανοίξεις μια τρύπα στο κεφάλι σου.

*
ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΣΤΕ ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ, ΠΑΡΗΚΜΑΣΜΕΝΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΛΙΩΜΕΝΑ ΣΚΑΤΟΜΟΥΤΡΑ ΤΩΝ ΒΡΩΜΙΚΩΝ ΚΑΖΙΝΟ, ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΚΟΚΚΑΛΟ ΚΟΝΤΟΠΟΥΣΤΗΔΕΣ;
Μα φυσικά στο επόμενο πένθιμο εμβατήριο της πιο αγέλαστης μπάντας τεμπέλικων τζιτζικιών.
Στην επόμενη Άνοιξη, στο επόμενο μπουκάλι.

*
Και φωνάζουν… εξεγείρονται:
ΘΑΨΤΕ ΤΟΥΣ ΧΟΥΛΙΓΚΑΝΣ ΒΑΘΙΑ ΣΤΗ ΓΗ”.

Υποφέρεις και πονάς γκάνγκστα;
Θες να πεθάνεις γκάνγκστα;

Κλέψτε και φέρτε μου πίσω τα κλεμμένα πορτοφόλια,
τα πορτοφόλια που έκλεψαν οι αληταράδες οι πορτοφολάδες.
Aνοίχτε χώρο, υψώστε γέφυρα με τα πιο βαριά μέταλλα της βιομηχανίας
για να γκαζώσουν με τις πολύτιμες Chevrolet τους
μέχρι το βράχο του πρώτου Καιάδα και να σπάσουν.
*
Μας έδωσαν και παραλάβαμε με καμάρι μια ποίηση μέτρια και εύκολη
και μας είπαν να τη διαχειριστούμε και αφού τη βράσουμε να σας τη σερβίρουμε σε μαύρα φλιτζάνια.
Σαν τις λυγερόκορμες σερβιτόρες στα γαμώμανα και μαρμαρωμένα εστιατόρια των αμερικάνικων επαρχιών, που δεν πεθαίνουν μένουν παντοτινά σκαλωμένα και τοποθετημένα εκεί στο χρόνο.
Εγώ προσωπικά δεν ξέρω αν θα το έκανα για τα χαμόγελα των κοκκινολαίμηδων, χοντρολαίμηδων πελατών ή για τα tips.-

Οι μουδιασμένοι το βούλωσαν

Λοιπόν οι διαβολικοί έσκασαν.
Το βούλωσαν οι μουδιασμένοι.
Ώρες χαμηλοβλεπούσες κυλάτε με ήσυχα βαδίσματα προς το τέλος σας.
Μην ικετεύεις, μη χάνεσαι.
Πες μας μία σου επιθυμία ακόμα ή ησύχασε.
Ησύχασε σα να μην ακούς ή σα να μη μιλάνε.

Στη θέα της βαβούρας εκείνης και στο στόμα μέσα του θορύβου
χαρτογραφήθηκε και εκείνη η ποταπή νύχτα λες και την έφτυσαν
κάποιοι θρασύδειλοι θεοί μαζί με αρχαία χαλάσματα.

Η μύτη ξέχασε τη μυρωδιά του αγαπημένου της πόνου.
Τα νομίσματα στριφογυρίζουν σαν κωλόπαιδα στην τσέπη.
Γνωρίζουν και βλέπουν.
Προδότες και αυτά δίνονται με αντάλλαγμα την επερχόμενη αφραγκία.
Πες μας μια όμορφη ευχή ή σώπασε.
Σώπασε σα να κλείσαμε όλοι τα αυτιά μας μπροστά σου.
Στη θέα της βαβούρας εκείνης και στο στόμα του θορύβου
έγιναν σκέψη, υπήρξαν και μπλέχτηκαν κορδόνια τα ψέματα
λες και κάποιος άγνωστος επισκέπτης να μπέρδεψε τα δάχτυλα του από τον τρομο.

Τα βλέμματα ζητιάνοι βασιλιάδες.
Παραδίδουν το θρόνο για λίγα ακόμα χρυσαφένια δευτερόλεπτα.
Πού γυρνάει απόψε ο λογισμός σου και τί σιχαίνεται να πει;
Μη βλαστημάς και χαμογέλασε.
Πες μου ποιό είναι το αγαπημένο σου φινάλε ή μην απαντάς.
Μην απαντάς σα να μην ακούστηκε ποτέ αυτή η ερώτηση.

Στη θέα της βαβούρας εκείνης και στο στόμα του θορύβου
έζησα κι εγώ, παρέα να κάνω στα ερωτηματικά.

Αρέσει σε %d bloggers: