Γωγώ Λιανού

Λίγο

Κατάλαβα.
Ήρθες για λίγο.
Δεν είναι ανάγκη να το πεις, φαίνεται.
Απ’ τον τρόπο που με φιλάς, που με κρατάς.
Το άτιμο το “για λίγο”, βγάζει μάτι.
Όμως πες μου.
Πώς να δοθώ στη στιγμή ολόκληρος;
Πώς να αισθανθώ, αφού θα φύγεις;
Τι να σου δείξω, πώς να σ’ αγγίξω;
Το δικό σου “λίγο” με το δικό μου,
έχουν διαφορετική χρονική διάρκεια.
Κατάλαβα.
Δεν επιμένω.
Όμως πες μου,
αφού φύγεις,
ποιον θεό να προσκυνήσω που σ’ έπλασε;

Μόνο δικό μου

Ξεκινώ ψηλαφίζοντας, πάντα ψηλαφίζοντας.
Το ‘χω σκορπίσει αυτό το σώμα, αμέτρητες φορές.
Σε τυχαίες συναντήσεις, σε ζευγαρώματα θλίψης.
Το ‘χω μοιραστεί άσκοπα με έρωτες της μιας βραδιάς, ή και όχι μόνο μιας.
Ξέρω σε ποια σημεία πονάει,
σε ποια ανατριχιάζει,
σε ποια αγαλλιάζει,
μ’ ακόμη κι έτσι, φαντάζει ξένο σώμα.
Λες και δεν μου ανήκει.
Λες και δεν ήταν δικό μου ποτέ.
Μα ήταν; -ποιος ξέρει-
Αξίζει αγάπη.
Καμιά φορά, αυτό είναι πιο δύσκολο να το πεις.
Αξίζει να τ’ αγαπήσουν το κορμί αυτό.
Ήταν αλλιώς μαθημένο.
Γι’ αυτό, καμιά φορά, το πιο δύσκολο είναι ν’ αγαπήσεις.
Η αγάπη προϋποθέτει συγκατάβαση.
Και η συγκατάβαση προϋποθέτει αγκαλιά,
πιάσιμο του χεριού, φιλί στο μάγουλο.
Ψηλαφίζω.
Πάντα ψηλαφίζω.
Είναι αλλιώς μαθημένο αυτό το σώμα, μα Θεέ μου, του αξίζει η αγάπη!
Του αξίζει, αν όχι σήμερα,
κάποια μέρα, ίσως,
όσο κι αν το ‘χω σπαταλήσει,
ν’ ανήκει κάπου.

Προάγγελος θανάτου

Κι αν δε καταφέρω τα βλέφαρα μου ν’ ανοίξω, να δω την άλλη μέρα,
κι αν η σκιά αυτή, που τα βράδια ξαπλώνει στο παράθυρο μου,
με πάρει μαζί της,
πες ότι αγάπησα.
Πες ότι ήμουν ικανή.
Ότι τσάμπα μου είχε βγει όνομα.
Ότι ήταν όλα ένα γινάτι.
Κι αν ακόμη
η σκιά δεν ξεροσταλιάζει για μένα,
και με τυφλώσει το πρωί το φως του ηλίου,
θα κατεβώ μονή μου, εκεί που οι αδύναμοι πηγαίνουν.
Καβάλα σε χάπια μωβ και λευκά και πολύχρωμα.
Πες ότι δεν αγάπησα.
Ότι δεν ήμουν ικανή.
Ότι καλά έκανε τ’ όνομα και μου βγήκε.
Να τους το κάνεις πιο εύκολο να με μισήσουν.
Και πες τους ότι ο θάνατος μύριζε πιο όμορφα απ’ τη ζωή.
Ότι είδα, αχρείους, να γλύφουν ακόμη και το πιάτο τους,
ενώ αρνιόντουσαν να δώσουν μια δεκάρα.
Πες τους μια δεκάρα, κι αυτοί αρνιόντουσαν, κι εγώ πως να τ’ αντέξω!
Κι αν όμως αντέξω τους αχρείους,
τον πόλεμο
τον σκοτωμό
τα σύνορα σε ανθρώπους, λέξεις, συναισθήματα,
αν, παρόλα αυτά αντέξω,
τον γεμιστήρα θα φροντίσω,
να ‘ναι έτοιμη η κάννη σε σένα να την στρέψω,
που μπόρεσες και μ’ άφησες με όλα αυτά να ζήσω.
Και θα τους πω ότι δεν ήξερες.
Δεν γνώριζες αγάπη τι θα πει.
Και θα τους πείσω, και θα πω ‘’ελαφρύ το χώμα που σας σκεπάζει’’.
Όμως ξέρω,
σχεδόν σίγουρα πια,
ότι η σκιά ήρθε εμένα για να πάρει.
Γιατί σας λέω αγαπούσα, φωνάζω, αγαπούσα.
Έχει την τάση ο άνθρωπος την υπενθύμιση ζωής να τη σκοτώνει.

Ζήτω η φωτιά

Ας ξαναχτίσουμε ανθρώπους στα θεμέλια
μαύρων και κόκκινων καπνών
Στις γειτονιές της παρακμής, παρέα με το πιο
άσχημο κομμάτι του εαυτού μας.
Κόντρα σε κάθε νόμο κι αρχή, σε κάθε δεδομένο
Σε κάθε σιχαμένο εκεί έξω που λέει πως δεν
μπορούμε.
Ας φτύσουμε στα θεμέλια αίμα και σάλια, κι ότι
πιο βάρβαρο, πιο βλαβερό.
Κάτι σαν δηλητήριο.
Να ‘ρθει να ριζώσει.
Ζήτω στη φωτιά!
Ζήτω στα παιδιά που οργώνουν τους δρόμους.
Στις ψυχές που δεν κρύβουν οίκτο.
Ας ξαναχτίσουμε ανθρώπους.
Οι μαύροι κι οι κόκκινοι καπνοί δεν είναι
φαντασία.
Είναι μπροστά μου κι όλας

Δες!
Δεν είναι φαντασία.
Στη ζωή μου, σιχαμένα να γυρνώ έχω μάθει.
Με παράσιτο όμοιος.
Είσαι απ’ αυτούς.
Απ’ αυτούς που είπαν «δε μπορείς».
Μπορώ καριόληδες.
Σήμερα δε θα γίνει το δικό σας.
Σήμερα μπορώ!
Ζήτω η φωτιά!

Του αντίο τα φιλιά

Καμιά φορά, τα δάκρυα αρκούν για να με πνίξουν.
Και το οξυγόνο, δε νομίζεις πως είναι αρκετό για να σκάσουν τα πνευμόνια μου;
Και το παρελθόν, δε μοιάζει πια με χέρια;
Συμβιβασμούς.
Ανούσιες κουβέντες στις 5 το πρωί.
Στο τραπέζι υπάρχει ένα ξυπνητήρι.
Ρυθμισμένο να χτυπά την ίδια ώρα κάθε φορά.
Περιμένω να ‘ρθεις, κι ανοίγω την πόρτα.
Κανείς.
Και δε πιστεύεις πως ζούμε σε χώρους, που δεν έχουν άλλο χώρο;
Πόσα φιλιά ανταλλάξαμε;
Ποιο απ’ αυτά να ήταν το τελευταίο;
Ποιο ήταν το αντίο;
Τι χρώμα είχε, τι φορούσε;
Από ποια πόρτα έφυγε, και γιατί δεν το είδα;
Αγγίγματα.
Χάδια.
Αγκαλιές στενές.
Φαρδιά “αγαπώ”.
Άνθρωποι.
Ζιζάνια στην πιο όμορφη σοδειά.
Καλύτερα που έφυγες.
Έχω ένα σώμα να πνίξω.

Somnium

Πάντα είχα μια ασυνήθιστη σχέση με το χρόνο.
Όταν πέρασες απ’ το σπίτι μου κι άκουσες γέλια,
ήμουν εγώ που του λεγα αστεία.
Κι όταν μοσχομύριζε ο δρόμος,
του έφτιαχνα ότι πιο νόστιμο.
Κι εκείνη τη φορά που μ’ άκουσες να βρίζω,
εγώ ήμουν, που προσπαθούσα να κυριαρχήσω.
Πάντα είχα μια ασυνήθιστη σχέση με το χρόνο.
Τον στήνω στα τέσσερα και του βιάζω τα τικ – τακ.
Γιατί τον νίκησα!
Μ’ ακούς;
Τον ξέσκισα.
Εκείνο το βράδυ που ήρθε να με πάρει Εκείνος,
εγώ γύρισα πίσω.
Τον νίκησα.
Δεν τον καλοπιάνω πια.
Δεν του μιλώ για σένα.
Δεν έχω την ανάγκη κανενός.
Είστε όλοι δείκτες.
Όλοι αριθμοί του ίδιου ρολογιού.
Αυτή είναι αγάπη μου η σχέση μου με το χρόνο.

Στον άνθρωπο

Σέρνω την ψυχή μου σ’ ένα κόσμο που
αναστενάζει απ’ την οδύνη.
Την οδύνη που του χάρισαν τα σκυλιά
με τις γραβάτες.
Κοίτα με.
Παίρνω τις γραβάτες τους και φτιάχνω θηλιές.
Σέρνω την ψυχή μου με φασαρία, μήπως σας
ξυπνήσω.
Φοβάμαι πως θα τα καταφέρω.
Ψιθυρίζω μοιρολόγια για τα παιδιά στις
φυλακές.
Για εκείνα που τα βράδια κλαίνε.
Εκείνα τα παιδιά που ορκίζονται για το αύριο.
Ψιθυρίζω για μένα μοιρολόγια.
Γι α τον έρωτα που ‘χει γίνει πόρνη.
Την κερνάω ποτά να την πλανέψω.
Κοίτα τι ωραία που κόβω το λαιμό μου.
Πάρε το αίμα να πλυθείς.
Να γίνουν όλα κόκκινα να γλυτώσουμε.
Θα γλυτώσουμε ποτέ;
Και το βάρος στους ώμους;
Ο πόνος στην πλάτη;
Θα φύγουν ποτέ;
Όλα θα τα γιατρέψει η φωτιά.
Σώπασε.
Κλαίνε τα παιδιά στις φυλακές.
Άκου.
Η μέρα πλησιάζει.

Άτιτλο

Θα έρθουν να με πάρουν,δεν μπορεί!
Αφού μου το είπαν.
Αν όμως λείπω;
Αν έρθουν και δεν είμαι εδώ;
Και φαντάσου πως άλλαξα τα καλύμματα του καναπέ,
έβαλα λουλούδια στα βάζα,σκούπισα,
μέχρι και το πρόσωπό μου έπλυνα για να είναι όλα ωραία και καθαρά.
Το αποφάσισα!
Δεν θα πάω πουθενά.
Ούτε για ύπνο δεν θα πέσω.
Και φαντάσου πως έχει περάσει καιρός και ακόμη να φανούν.

Λες να μου είπανε ψέματα;
Λες να μην έρθουν;
Θα σου πω κάτι.
Θα κοιμηθώ για λίγο.
Χρόνια είμαι άυπνη και ακούω φωνές.
Και αν την πόρτα μου τελικά χτυπήσουν,πες πως λείπω.
Μην τους πεις ότι περίμενα.
Θα το πάρουν πάνω τους.
Μη με παρεξηγείς μωρέ.
Απλά κουράστηκα λιγάκι.
Κοίτα πως τελειώνουν οι προσδοκίες μιας ζωής!
Με έναν ύπνο χάνονται.

Εμείς

Οι καιροί απαιτούν βία,
κι εμείς παίρνουμε μάτι απ’ το βάθος της ασφάλτου.
Σκυθρωποί.
Ανέλπιστα προδομένοι, μα χαρούμενοι.
Παράνομοι.
Κομμένοι στη μέση, μα πλήρεις.
Ζωντανοί.
Ξεδιάντροπα νέοι, μα ρυτιδιασμένοι ως τα νύχια.
Με καρκίνους μαύρους σα τη νύχτα
κι άγριους, σα τα κτήνη στα βουνά.
Και για μια στιγμή κρυώσαμε,
μα δε θυμάμαι αν έκανε κρύο
ή αν ήταν η απελπισία που μας σήκωνε την τρίχα.
Να λιώνουν τα μάτια μας απ’ τον πυρετό
και η θερμοκρασία σταθερή.
στους 36 κι 6.
Και να φωνάζουν τα καθίκια να τους δώσουμε κι άλλο.
Και είπα πριν,
προδομένοι μα χαρούμενοι.
Σβήσε το χαρούμενοι.
Προδομένοι, άσεμνοι,
καθόλου υπομονετικοί,
άπειρα επαναστατικοί.
Οι καιροί απαιτούν βία.
Κι είναι θλιβερό,
που άκουσα τη μάνα μου να μου λέει ‘’πρόσεχε’’
μετά, που έκλεισα την πόρτα.

Άτιτλο

Ο έρωτας βρέθηκε κρεμασμένος στο δωμάτιο των ξένων,
φορώντας παπούτσια δυο νούμερα μεγαλύτερα.
Μεθυσμένος από κρασί,
λίγο κρασί
και λίγο κρασί ακόμη.
Ποτισμένος με καπνούς και ουσίες.
Με αφρούς να στάζουν απ ‘ το στόμα
στο πάτωμα λίγο-λίγο,
μας κάνανε όλους νευρικούς.
Με το ένα μάτι ανοιχτό
και το άλλο ραμμένο με μαύρη κλωστή.
Ο έρωτας βρέθηκε κρεμασμένος στο δωμάτιο των ξένων,
φορώντας παπούτσια δυο νούμερα μεγαλύτερα.
Ο έρωτας δεν δάκρυσε.
Χαρούμενοι χειροκροτήσαμε όλοι.

ΑΥΤΟ

Είναι πρόκληση η ταράτσα χωρίς κάγκελα.
Είναι πρόκληση οι μνήμες σε κάθε γωνιά
κι αυτή η μια που κουβαλώ πάντα μαζί μου.
Είναι πρόκληση τα ποτήρια με τ’ αλκοόλ
και σε σκορπάς μέσα σ’ αυτά
και γύρω-γύρω σ’ όλους.
Να ξεδιψάσουν.
Και να τραβιέσαι εδώ κι εκεί
σα να είσαι από λάστιχο φτιαγμένος.
Είναι πρόκληση να τεντώνεις.
Να δεις πόσο αντέχεις για να σπάσεις.
Είναι πρόκληση το τραίνο που δεν πήρα.
Κι οι εικόνες στο δρόμο, πρόκληση κι αυτές.
Και όλα προκλήσεις και παντού
και πάνω-κάτω, πάνω-κάτω,
νυχτερινά δρομολόγια
με τις φωνές παρέα
χωρίς άνθρωπο γύρω να σου βάλει όριο
και εσύ να ευχαριστείς.
Όχι τον Θεό.
Μα εκείνον που δεν ήρθε.
Γιατί ήταν πρόκληση να θέλει
κι εσύ ν’ αρνείσαι το κενό που σου προσφέρει.
Είναι πρόκληση οι φίλοι που αλλάζουν,
που αλλάζεις μαζί τους κι εσύ
κι αυτοί που σου είπαν ‘’έτσι μείνε’’.
Είναι πρόκληση να μη βγάλεις όπλο στ’ αφεντικό,
να σκύψεις να γλύψεις ξανά και ξανά
-και θα πω-
ξανά και ξανά
να σκύψεις να γλύψεις, είναι πρόκληση.
Να κάνεις υπομονή
κι απ’ την αρχή υπομονή,
τα χέρια σου γερνάνε και το σκοινί χαλάρωσε.
Και οι νύχτες ούρλιαζαν
σα πεινασμένες σκύλες στ’ αφτιά σου,
που τα έκοψες με το μαχαίρι και τους τα πέταξες,
να φάνε, να χορτάσουν.
Είναι πρόκληση ποτέ σου να μη φτάνεις
ενώ πηγαίνεις τρέχοντας
μα ξέχασες πια που κατεβαίνεις.
Πρόκληση είναι οι σκιές
που σου ζητάνε να χορέψεις
και είναι όμορφες και περιποιημένες
κι εσύ φοβάσαι γιατί σου μοιάζουν
και γυρίζεις την πλάτη και σε ξεσκίζουν.
Είναι πρόκληση, που ‘χεις χέρια και δε με κράτησες
μη πέσω κι άλλο, να μην αλλάξω.
Που ‘χεις χέρια και δεν με ταρακούνησες δυνατά
κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο
μήπως ξυπνήσω, γιατί όνειρο είναι κι εφιάλτης.
Είναι πρόκληση να πεις ‘’αντέχω’’,
ενώ σε χτυπάνε από παντού
με τουφέκια και πέτρες και ότι άλλο έχουν
και δε φροντίζουν τις πληγές και προχωράει η μόλυνση,
μέσα ως μέσα και σαπίζεις
και τα σκουλήκια σου θα τρώνε καλά και μεγαλώνουν,
γίνονται ίσα με ‘σένα κι έχεις τώρα κι άλλη παρέα.
Κι η ώρα περνάει κι ο χρόνος κυλάει,
κρίμα για ‘σένα που ‘σαι μόνος.
Κρίμα για ‘μένα που στην ταράτσα ζω.
Σαν τώρα ποτέ δεν φοβήθηκα.
Κι είναι πρόκληση στις μέρες μας να ζεις ευτυχισμένος.