Ξύπνησα ξαφνικά.
Στο νου μου, ένας ήχος που έμοιαζε με τρίξιμο.
Τα αυτιά μου δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν από που προέρχεται. Δεν είναι δυνατός σε ένταση αλλά
παραμένει ενοχλητικός και επίμονος, παρεμβάλει και πατάει πάνω από κάθε άλλη σκέψη, σαν ενοχλητικό
πετραδάκι στο παπούτσι.
Με σώμα ασήκωτο, ένα μάτι προσπαθώ να ανοίξω για να δω προς το παράθυρο.
Θρυμματίζεται το βλέφαρο και πέφτουν οι βλεφαρίδες, κάθετα σαν μπάρες σε κελί.
Ότι κοιτάζω, πλέον εγκλωβισμένο.
Εντούτοις με κόκκινο φόντο φωτός, πίσω από βαριές κουρτίνες, θωρώ μια υπόνοια ηλίου. Αρκετή για να νιώσω
ασφάλεια και καθυστερημένα να σνιφάρω λίγο αέρα για ανάσα.
Δεν είχε σημασία η ώρα αλλά επιτακτικά η καρδιά απαιτούσε να την μάθει. Αυτή ορίζει πως η άλλη θα χτυπάει:
αντιστρόφως ανάλογα από τους δείκτες του ρολογιού.
Μικρές ώρες – μεγάλοι παλμοί.
Δεν θα έπρεπε να λειτουργεί έτσι.
Αχρείαστο το αίμα άμα ξυπνάς μόνος στο κρεβάτι τέτοιες ώρες, μικρές.
Πεντέμιση.
Πες σχεδόν ξημέρωμα και ακριβώς ξενέρωμα.
«Σβήσε ξανά! Είναι ανούσιο!», θυμάμαι να σκέφτομαι, η σκέψη αυτή όμως έμοιαζε σαν να αντηχεί με τον πιο
νωχελικό τόνο από φωνή γυναίκας.
Κάνω ότι δεν την αναγνωρίζω αλλά στου μυαλού μου τα σπλάχνα ξέρω ότι πλέον γεννάει μόνο μια μάνα –
σταθερή αφετηρία. Καρτεσιανή.
Πιάνω το πρόσωπο μου.
Ένας γδούπος ξεφεύγει στο άγγιγμα και ξεκινάει να πάλλεται άρρυθμα η γλώσσα.
Από το σαγόνι προέρχεται ο μυστηριώδης ενοχλητικός ήχος.
Ανήμπορο να ανοίξει αλλά και να σφραγίσει εντελώς, χαλασμένο παντζούρι θυμίζει, κι όντως είναι.
Έκφρασης φως φέγγει ανάμεσα από τα δόντια κι αφού είμαι κάτοικος τόσα χρόνια ώστε να με πονάνε και
φρονιμίτες, λιγότερο απ’ όσο πρέπει, φέγγει πλέον.
Κατεβάζοντας με τα δάχτυλα το πηγούνι, μαριονέτα σπασμένη.
Βογκητό ξεπροβάλει που με με ανατριχιάζει.
Χορδές δεν παράγουν τέτοιο ήχο.
Αυτός πηγάζει από τα πνευμόνια, με γεύση φλέματος και στον λάρυγγα κολλάει πριν βγει.
Μπορεί η φωνή υλική υπόσταση να μην έχει, κουβαλάει όμως πάνω της τα ανείπωτα λόγια που μέσα στο μυαλό
λαθραία, και αυτά χώρο πιάνουν. Το κατακάθι της ανθρώπινης επαφής είναι εκεί μέσα.
Πρέπει να βγει και πρέπει να τα πετάξει έξω. Δεν στοιβάζονται σε γωνίες, σαν κούτες σε διάδρομο μετά την
μετακόμιση είναι, πάντα μπροστά στα πόδια σου όταν προσπαθείς να προχωρήσεις.
Ένα φωνήεν, το πρώτο, πιο βαρύ κι από σύμφωνο ανεβαίνει και σκαλώνει πάνω στην γλώσσα, αρχίζει να
σέρνεται καθώς αυτή κουνιέται και γραμμές από κάρβουνο αφήνει εκεί που τελειώνει η ανάμνηση που το ξέρασε.
Κι έτσι αρχίζει.
Όταν έρθει σε επαφή με την ατμόσφαιρα γίνεται η ώσμωση.
Σιχαμένη αλλά αναγκαία σωματική λειτουργία.
Μια ακόμα.
Αδειάζει.
Όση περισσότερη ώρα περνά τόσο πιο πολύ μεγαλώνει η ροή.
Με αντίθετη βαρύτητα, όλα καταλήγουν στο ταβάνι.
Πόσες ρωγμές έχει κι αυτό; Ανάμεσα τους κομμάτια του παρελθόντος.
Τα λάθη συνήθως κολλάνε εκεί, στάζουν από πάνω και λερώνουν καθημερινά την δήθεν καθαρή σου κορυφή.
Δύο τόνους ελαφρύτερος, αιωρούμαι πλέον πάνω από το κρεβάτι. Για να σφραγίσει, προσωρινά, δαγκώνω τα
χείλη μέχρι να ματώσουν.
Κλείνω το ξυπνητήρι πριν χτυπήσει και νιώθω σαν να πατάω στο πάτωμα ξανά για πρώτη φορά.
Τώρα χωράω να περάσω από την πόρτα. Τώρα έχω χώρο και μια ανοιχτή πόρτα για να περάσουν νέα.
Σχολιάστε