ξέρω
πως στον τόπο σου είχατε συνηθίσει
όταν βλέπετε κοράκια να στήνετε σκιάχτρο, ξερω
μα εδώ
όταν βλέπουμε το μαύρο φτερό να έρχεται προς το μέρος μας
ξαπλώνουμε στο χώμα
και του φωνάζουμε: Αν ήρθες για το συκώτι μου ξένε, έλα, έλα
αν ήρθες για τα σπλάχνα μου, παραδίδομαι στα δόντια σου τα
πεινασμένα.
Ξέρω
στον τόπο σου
είχατε συνηθίσει
το κεφάλι βαρύ απ’ τα χάπια, το κεφάλι βαρύ απ’ τα υγρά
των μυρμηγκοφάγων
κι ο τσέπες πάντα άδειες
απ τα πλαστικά σπαθιά
που σας πουλούσανε οι γύφτοι και οι μπαλαμοί στα πανηγύρια
αλλά εδώ
δε θα ξοδέψεις ούτε φράγκο σε βλακείες
τίποτα δε θα ξεχάσεις, μόνο θα σέβεσαι, θα φοβάσαι, θα μισείς
το μαχαίρι που βγαίνει απ’ τη θήκη του με λαιμαργία.
Ξέρω εδώ
δεν έχουμε
πλάκες χρυσού
ούτε κλαδιά για να σε κάψουμε
εδώ δεν έχει συνωμοσίες
τις κλειδώσαμε σε ένα σκοτεινό υπόγειο και πιάσαμε το τραγούδι
και χορεύουμε αγκαλιά με τις φλόγες, σαν αδέρφια
που επιτέλους βρέθηκαν.
και μες τα χαρακώματα με τα μαραμένα πέταλα της ζωή
απαγορεύσαμε την μονοτονία
και επιβάλαμε το απαισιόδοξο ο ένας στον άλλο.
Ξέρω υπάρχουν και άλλα μέρη
μα
για εμάς είναι εδώ
και
κάτω απ’ τους πύργους του μπρούκλην
διαβάζουμε dugin.
Σχολιάστε