Γλυκιά μου είμαι ένας ιεραπόστολος που σέρνει το κουφάρι του ελαφιού της σκοτεινής φύσης.
Κατηφορίζω το δρόμο της Κολάσεως με το απαλό άγγιγμα μιας Θεάς στην πλάτη του.
Οι εικόνες γεμίζουν στενά φιαλίδια
οι σκέψεις σπρώχνονται καθώς φυτεύονται και καταλαμβάνουν θέσεις κάτω απ’ τα τσιμεντένια δέντρα των σκουπιδότοπων.
Γλυκιά μου εσύ και αγαπημένη
φοράς στεφάνι λουλουδιασμένο στα μαλλιά
θυμίζεις Μαγιάτικο Άσμα.
Ολόγυρά σου ο χημικός πόλεμος.
Οι κατάρες των πεθαμένων και μια ενοχλητική μύγα
στριφογυρνούν γύρω από τα κρανία της αμφιβολίας.
Στα λαβωμένα χώματα φυτεύω πνοές, Ήλιους και φώτα.
Στα απάνεμα δάση προσφέρω πόνους φρικτούς και βασανιστικούς.
Στο ηλιοβασίλεμα,
το λιωμένο κερί που καίει τα χέρια μας – ένα απρόσωπο αρπαχτικό παραμονεύει στις σκιές μας.
Για τη μανία που καραδοκεί στα δόντια του δράκου,
για την αποχαύνωση και τη στεναχώρια που πλησιάζουν και είναι σαν σύγκρουση δύο ασθενοφόρων μετωπική στην εθνική οδό.
Οι κόκκινες σειρήνες απογειώνουν την μορφή του αίματος
ενώ ένας κερατοφόρος δαίμονας θεριστής παγιδεύει έναν δρυοκολάπτη στο ξύλινο κουτάκι του.
Το βάζει στην τσέπη του και χάνεται.
Γλυκιά μου ο δρόμος που επιλέξαμε οδηγεί με ακρίβεια στην ζαλάδα ενός σαββατιάτικου ξημερώματος
ή σε ατέλειωτες μουσικές γιορτές
ή δεν ξέρω στις θανατηφόρες εκρήξεις ενός κρύου καταχείμωνου.
Τυχαίε διαβάτη και Αυγερινέ,
εσύ που με μια ανάσα παίρνεις το φως των αστεριών και το κάνεις καρδερίνες και φωνές και τραγούδια,
φύλαξε με την ζωή σου τούτους εδώ τους στίχους.

Σχολιάστε