Ανακαίνιση: Ο Μαύρος Κύκνος (Σίλουαν Κ.)

Φθινοπώριασε! – Προς τι όμως ο πόθος για παντοτινό ήλιο;
Εμείς είμαστε στρατευμένοι στην ανακάλυψη του θείου φωτός
Aρθούρος Ρεμπώ

Ήξερες πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά – ήξερες πως ένα σαρκοφάγο φυτό άπλωνε
τις ρίζες του στις καρδιές των ανθρώπων
και του έδωσες Όνομα
και του έδωσες Πνοή
και είπες Χωρίς Αίμα Θα Πεθάνει –
τα ήξερες όλα αυτά… : αργά και ανοργάνωτα,
όπως ο ύπνος που υπαινίσσεται κάτι για τον θάνατο
και έπειτα αποχωρεί για να αστράψει τ’ όνειρο – αρχαίος σταλαγμίτης
χωρίς νόημα και σκοπό –
τα ήξερες όλα αυτά:
προάγγελος ενός σαλεμένου Παραδείσου,
μεθούσες απ’ τους κυκεώνες παράνοιας και παραισθήσεων –
Και εγκαθιστούσες ηλεκτρικά φανάρια
πάνω σε παγετώνες
και ήξερες να περιμένεις: εμείς θα ταξιδεύαμε με τα μάτια δεμένα //

Ήξερες πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
και πως υπήρχε φωτιά
έξω απ’ το παράθυρο μας
και πόσο ζεστή, στ’ αλήθεια ζεστή, ήταν η Πρώτη Αυγή
φορτωμένη με το αλύχτισμα
και τον πόνο
για μετάβαση:
η Πραγματικότητα διάφανη να εισχωρεί στο διάπυρο όριο
να πυρακτώνεται στην μέση απόσταση,
εσύ, στο έλεος ενός βορείου σέλας
που ασελγεί στον ουρανό
να ρωτάς για την μοίρα και για το πεπρωμένο, ενώ ξαφνικά
μυρίζει δυόσμο και βροχή
ενώ ξαφνικά μεταμορφώνεσαι στον Οικείο Άνθρωπο και κρυφακούς :
τον κάθε ηλιακό άνεμο
να καταστρώνει ένα σχέδιο δολοφονίας,
τον κάθε αστερισμό να εφοδιάζει κανόνια·
ωστόσο, το ήξερες και αυτό:
με το πρόσωπο γυάλινο απ’ τον φόβο
στεκόμασταν στο σκοτάδι
και ο έρωτας
μας θύμιζε την Πτώση του ονείρου στα εγκόσμια
και η ποίηση
το βήμα ενός μετανιωμένου. Και δεν χρειαζόταν πλέον ο διάλογος
ούτε οι χειρονομίες
ούτε καν η σκέψη – κ α τ α γ κ ρ ε μ ν ι ζ ό τ α ν
το κεντρί της ύπαρξης
στο έλκηθρο της σιωπής, στο έλκηθρο που πήγαινε πέρα απ’ την Πόλη πέρα απ’τους Λόφους και τα Ποτάμια
και έφερνε βόλτες βόλτες στην ράχη της ύπαρξης μας

Και είπες:
Σε μια πνοή τόσες δεκαετίες φρίκης
σε μια πνοή τόση φωτορυθμική ανία
τόσο όπιο της ψυχής

που πλέον αποκοιμήθηκαν οι ελεύθεροι αλπινιστές,
που πλέον σαρώθηκαν οι δέσμιοι των κορυφών :
και μοναδική ευλογία ήταν
το σκοτάδι να απλώνεται παρέα με τα γαβγίσματα των σκύλων.

Ήξερες όμως πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
καθόσουν και έγραφες ένα γράμμα αυτοκτονίας
και το έσερνες κάτω απ’ τις πόρτες
ένα δόλωμα για καθημερινούς καρχαρίες και φαντασιακές αντιλόπες
ένα μαύρο αστείο για να σου σπαράξει η καρδιά·
απορούσαμε με την επιπολαιότητα της πράξης σου
με την πρόφαση εργασίας
πάνω στα έντομα
πάνω στα σύννεφα
πάνω στα μαχαίρια που αστράφτουν κάτω απ’ τις λάμπες της εποχής.
Και τα σύννεφα ήταν ο ηλεκτρισμένος όλεθρος
και τα έντομα, εγώ τα είχα δει πάνω στα χείλια μας
να κουβαλάνε κάθε λέξη απ’την Άλλη Πλευρά
και τα μαχαίρια καθρέπτιζαν τα δόντια ενός τραυματισμένου:
και συ γνώριζες πως ένα κεφάλι με τα μάτια ορθάνοιχτα είναι ο τέλειος εφιάλτης αφαιρούσε την κατάρα απ’ τις καμινάδες
τον πόνο απ’ τα κρεβάτια
την δυστυχία απ’ τα ποιήματα. Και ήμασταν τροφή,
νυχτερινή ησυχία της εξοχής
μια πόρτα ανοίγει απότομα
κοιταζόμαστε
και έπειτα κλείνει: η διαδοχή ήταν ο φόβος.

Ήξερες λοιπόν πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
και έπειτα έγραφες μια πρόσκληση στο ύστατο κοιμητήριο : το γρασίδι ήταν παρθένο
η νύχτα εύφορη λάμψεων
και εσύ ήξερες πως να ερεθίσεις το κάθε τι
συντόνιζες τις χορδές των βλεμμάτων
τους θάμνους των κινήσεων
τον εναγκαλισμό των άστρων – άνοιγες την ασύνειδη πύλη και κοίταζες εκστατικά
το δημιουργικό έρεβος των απολαύσεων:
ένα παιδί έβλεπες που υψώνεται στον δεσποτικό κύωνα
και αισθάνεται πως επιλέχτηκε γι’ αυτό
και αισθάνεται πως επαληθεύει τις προφητείες της ερήμου
την κραυγή ενός φλεγόμενου Αζτέκου ιερέα
καθώς γυμνώνεται
και η άμμος βυθίζει το σώμα του στην ανυπαρξία – Όμως εσύ ήξερες
πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
και οι περαστικοί γινόντουσαν μαρμάρινοι πίδακες ενoχών
η φωνή τεντωνόταν για να αρπάξει ό,τι της ανήκει, παραμόρφωνε τον χώρο και τον χρόνο
έ π λ ε ε
στους κροτάφους των περαστικών
στον λαβύρινθο των οπτασιών
στα κάτεργα των αυτοκτόνων :
ένα ψιθύρισμα της στάχτης και της απώλειας
σκαλισμένο στην βάση κάθε συνείδησης :
– περαστικέ γιατί πεθαίνεις μακρυά μου ;
– περαστικέ
             έχεις άραγε δει
                             τα φεγγάρια της Ανατολής ;

Στα μάτια του παιδιού
και στην καρδιά των δεκάδων προβολών του
o κόσμος έπαυε να εκτείνεται μέσα του
ήταν ο φυσικός ρυθμός της διάλυσης, η μόνη δυνατότητα αναγέννησης
τόσο που πλέον στύλωνε το βλέμμα καταπρόσωπα:
και δεν το συγκλόνιζε τ ί π ο τ α·
σήκωνε το κεφάλι του στην ακατοίκητη άβυσσο των δορυφόρων
και απορούσε με την δύναμη στα χέρια του
με την γαλακτερή οδό των αισθήσεων του
και θαύμαζε την σταθερότητα των ποδιών του
και περηφανευόταν για το βάθος του στήθους του
και τότε καταλάβαινε
πως εδώ στην τέλεια μοναξιά
δε του ‘μενε άλλο
απ’ το φωτεινό
παράλογο.
Και το παιδί έμενε ανίκανο να ξεπαγιάζει και να πεισμώνει,
για ποιο λόγο άλλωστε του δόθηκε αυτή η τιμή;

Άλλα εσύ το γνώριζες
πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
ένα κανό διέσχιζε το άζωτο των αντιλήψεων μας, και μεις συνωστιζόμασταν σε βαγόνια
για τα δυτικά
πυρακτωμένοι λαμπτήρες αποκαλύψεως,
μέσα σε μεταλλικά κιβώτια ζάλης
ταξιδεύαμε μέσα στις αγροικίες του αγνώστου
μπορούσαμε να ακινητοποιήσουμε τις μέρες
και τους μήνες
σε λευκούς τοίχους νοσοκομείων
σε παράδοξα δωμάτια ξενοδοχείων
σε σπήλαια απογοητεύσεων:

αδιάσπαστα σημειώναμε την πρόοδο μας
με το αίμα
και τα δάκρυα.

Και έπειτα να λειώνουμε απ’ την αγωνία- θυμήσου, θυμήσου
εμείς ταξιδεύουμε με τα μάτια δεμένα!

* * *

Το νερό είναι ήρεμο – οι πέτρες καθαρές-
καθώς τα χέρια σου βυθίζονται για να βγάλουν
ένα σιωπηλό παιδί απ’ τον βυθό.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: