Φίλες και φίλοι,
Όταν γράφω συνήθως προσπαθώ να πιαστώ από αληθινά περιστατικά και να τα μασκαρέψω, να τα παραλλάξω και να τα προεκτείνω σε διαφορετικές διαδρομές από τις αρχικές διηγήσεις. Η λογοτεχνία είναι ένα καλοδουλεμένο ψέμα, αν το δείτε σαν τον Πλάτωνα, καθώς επιχειρεί -όπως λέει- να μιμηθεί τη ζωή, η οποία είναι ήδη μια απομίμηση των απόλυτων ιδεών. Φυσικά, δεν γράφουμε για να πούμε ψέματα αλλά για να μοιραστούμε κάτι που λίγοι θα καταλάβουν, ακόμη λιγότεροι θα ενδιαφερθούν και όλοι τελικώς θα εκτιμήσουν για λόγους δικούς τους και όχι για τον λόγο που παρακίνησε τον δημιουργό. Έτσι, λοιπόν, θα σας πω μια ρεαλιστική ιστορία για σήμερα: θα ήθελα πολύ να μιλήσω για τα πεφταστέρια αλλά δεν υπάρχει ανάλογο φαινόμενο αυτήν την περίοδο που διανύουμε στην ελληνική δημοκρατία. Ή, έστω, για ένα λιβάδι με κόκκινα γεράνια και μέσα σε ένα μονοπάτι να περπατάει δεμένος ένας κύριος και δίπλα του να κρατάει την αλυσίδα μια αποφασιστική κυρία καβάλα σε ένα άσπρο άλογο. Αυτό ίσως γίνει άλλη φορά. Τώρα θα μιλήσουμε για λίγο πιο πεζά πράγματα.
Ο ίδιος δεν χρησιμοποιώ σχεδόν ποτέ ταξί: αν χρησιμοποιήσω, είναι για επείγουσες καταστάσεις. Αντίθετα, έχω έναν φίλο, τον Αργύρη, ο οποίος χρησιμοποιεί συχνά ταξί. Έχει την άνεση και το κάνει: μαγκιά του. Έχει την υπομονή και την περιέργεια να πιάνει κουβέντα με ταρίφες: κακώς. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι όπως μου τη μετέφερε εκείνος ο φίλος, με αυτούσιες στιχομυθίες αλλά και με εντυπώσεις δικές μου από το περιστατικό. Κάθε φορά που αλλάζει ο αφηγητής, αλλάζει και η ιστορία στα μέτρα του.
Η ιστορία του μου έκανε εντύπωση: είχε τόσες πολλές στερεοτυπίες που, ειλικρινά, τον καθιστούσαν πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Ας σας μεταφέρω στο σκηνικό. Είναι παραμονή Χριστουγέννων στην Αθήνα. Οι δρόμοι, λοιπόν, στην Αθήνα, είναι γεμάτοι τώρα που πλησιάζουν Χριστούγεννα. Την παραμονή γίνεται ένας χαμός στα μέσα μαζικής μεταφοράς αλλά ακόμη περισσότερο στην άσφαλτο. Όλη μέρα γινόταν ο χαμός στα εμπορικά καταστήματα. Τώρα, οι περισσότεροι γυρνάνε από δουλειές ή αρχίζουν σιγά-σιγά να ετοιμάζονται για επισκέψεις σε φιλικά σπίτια και για νυχτερινές εξόδους. Η άσφαλτος με το κατάμαυρο χρώμα της, με τις χιλιάδες γκρίζες αποχρώσεις της, θυμίζει την πίσσα που πέφτει από τα αναμμένα τσιγάρα. Ακούγονται κορναρίσματα. Είμαστε στη Λεωφόρο Συγγρού στο ρεύμα της ανόδου προς Σύνταγμα, λίγο πάνω από τη λεβεντομάνα της Παντείου (είναι πανεπιστήμιο, αλλά πάντα ακούγεται πιο όμορφη σαν σχολή). Εκεί, κολλημένος στην κίνηση, βρίσκεται ένας βασιλιάς της ασφάλτου, ένας απόστολος εκείνης της φατρίας του ανθρωπίνου είδους που τα ξέρει όλα: ο Γιάννης. Ο Γιάννης είναι ταξιτζής, επί το λαϊκότερον ταρίφας. Είναι σαράντα πέντε ετών, ομιλητικότατος, χωρισμένος και έχει φωτογραφίες με τα παιδιά του στο κινητό. Τα μαλλιά του τα αφήνει λίγο ανέμελα και ανακατεμένα για να μην φαίνεται πολύ η αραίωση που φέρνουν τα χρόνια στους άτυχους. Καθώς οδηγεί σκέφτεται ότι νιώθει μουδιασμένο τον πισινό του, σημάδι ότι θα τον πονέσει η μέση του σε λίγη ώρα και ότι ο γέρος που έχει να αφήσει στον Ευαγγελισμό του σπάει τα νεύρα. Αντιμιλάει: αυτό είναι μεγάλο ατόπημα. Στο ράδιο μιλάει ο τάδε κύριος που λέει ότι είναι όμορφο να είμαστε φιλάνθρωποι και να προσφέρουμε δώρα συμπαράστασης και βοήθειας σε αυτούς που τα έχουν ανάγκη: ο παππούς θα λέει ότι αυτά είναι λόγια για πέταμα και ότι αν είχαν δουλειά όλοι οι αναξιοπαθούντες δεν θα χρειάζονταν ελεημοσύνη.
Ο Γιάννης έχει πολύ κακή διάθεση: δεν πρόκειται να δει τα παιδιά του αυτά τα Χριστούγεννα: η γυναίκα του δεν τον αφήνει και το διαζύγιο είχε βγει αναφανδόν υπέρ της. Έτσι, μπορούσε να βλέπει τα παιδιά τα σαββατοκύριακα, αλλά επειδή τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά φέτος δεν έπεφταν σε σαββατοκύριακα, δεν μπορούσε. Έτσι, είχε μόνο τα Σάββατα, τις Κυριακές και κάποιες μέρες το καλοκαίρι όπου μπορούσε να βλέπει τα παιδιά του. Έτσι έχει η κατάσταση.
Δεν είναι δυνατόν να μπαίνετε στο αμάξι κάποιου, να τον πληρώνετε και να του τη λέτε και από πάνω, κύριοι, σκέφτεται ο Γιάννης. Λέει του παππού για το πόσο ωραίες είναι οι στήλες του Ολυμπίου Διός και ο γέρος ανταπαντάει ότι αυτά δεν πιάνουν μία μπρος στη ρωμαϊκή αγορά και τον Παρθενώνα. Ο γέρος συνέχεια έχει κάτι να πει αντίθετο σε οποιαδήποτε στιγμή. Στην άποψη ότι τα Χριστούγεννα πρέπει να τα περνάμε με την οικογένεια και ο μουρτζούφλης ο γέρος απαντάει με φράσεις όπως «πάνω από όλα πρέπει να ‘χει κανείς τον εαυτό του για παρέα. Αν ο εαυτός μας μας κάνει καλή παρέα, δεν είμαστε ποτέ μόνοι». Ξερόλας το ραμολί, σκέφτεται ο Γιάννης: ή είσαι μόνος ή δεν είσαι μόνος. Και για να μην είσαι μόνος έχεις παρέα. Τόσο δύσκολο είναι πια, σκέφτεται.
Η ώρα είναι 22:30. Έχουν κολλήσει τουλάχιστον δέκα λεπτά: το ταξίμετρο γράφει αλλά η ακινησία είναι πάντα αχώνευτη. Φαίνεται ότι κάποιο αμάξι έμεινε στη μέση του δρόμου και έρχεται συνεργείο να το πάρει. Ο Γιάννης Μαυρολιθιάς σκέφτεται πότε τελειώνει η βάρδια, ώστε να κάνει αλλαγή με τον γνωστό του που έχουν μαζί την άδεια του ταξί. Δέκα η ώρα θα είναι να αλλάξουν. Μέχρι τότε, υπομονή. Σήμερα του έχουν γίνει τα νεύρα κρόσια: παντού κίνηση πέρα από αυτήν που βοηθάει να γράφεται μεγαλύτερη χρέωση. Κοντεύει η ώρα, τουλάχιστον. Με τα πολλά και με τα λίγα, αφήνει το γέρο στο νοσοκομείο. Ποιον να είχε εκεί; Κανέναν αδερφό, αδερφή, σύζυγο, παιδί ή εγγόνι; Δεν ήξερε: τον ένοιαζε που το ταξί σταμάτησε να μυρίζει φαρμακίλα.
Τώρα που θα το πήγαινε το όχημα; Στο διάολο θα το πέταγε και θα το άφηνε καμιά μέρα, έλεγε μέσα του. Σήμερα ήταν παλιομέρα. Δεν του είχε μπει στο όχημα ένας άνθρωπος της προκοπής. Ο ένας ήθελε τέντα κλειστά τα παράθυρα και αν έβλεπε ότι ετοίμαζε να βγάλει στριφτό τσιγάρο λίγο πριν σταματήσουν του έβαζε τις φωνές και τον επέπληττε ως μη επαγγελματία. Άλλος ήθελε ενώ φυσούσε έξω να είναι όλα τα παράθυρα ανοιχτά, άλλος μύριζε, άλλος μουρμούριζε. Βλάκες όλοι. Σήμερα θα είχε υποτίθεται τη νυχτερινή βάρδια. Δεν τον ένοιαζε. Θα πήγαινε να τα πιει.
Σταματάει έξω από ένα τυροπιτάδικο. Παίρνει μια ζαμπονοτυρόπιτα και καφέ. Έχει φτάσει Ζωγράφου: ούτε που κατάλαβε πώς. Νιώθει ξεκομμένος από τα πάντα. Τον έχει πάρει τηλέφωνο ένα συνάδελφός του, ο Τζίμης. Είναι ένας που τον βαριέται αφόρητα αλλά τον ανέχεται επειδή όλοι για κάποιο λόγο τον συμπαθούσαν στις πιάτσες των ταξί. Εκείνος τον έβρισκε απλά τέρμα βαρετό: έλεγε όλο βαρετές ιστορίες. Ένα χέρι του κάνει σήμα. Είναι ένας νέος άνδρας, ξανθός, λίγο κάτω από τριάντα χρονών με κάτι πολύ χαρακτηριστικά τετράγωνα γυαλιά μυωπίας. Ο Αργύρης, με απλά λόγια. Σταματάει το όχημα λίγο παράμερα ο ταρίφας.
– Πού πας, φίλε;
– Θέλω να με αφήσετε προς Εξάρχεια.
– Διεύθυνση θα πεις;
– Διεύθυνση …….. .
– Έλα σιγά το δύσκολο. Μιλούσα με έναν συνάδελφο πριν στο τηλέφωνο για την κατάληψη στο Μαρούσι που είχαν μαζευτεί 200 αναρχικοί και οι ματατζήδες κρύβονταν στους γύρω δρόμους, δεν φαίνονταν. Και γιατί δεν βαράνε και βρίζουν οι αντιεξουσιαστές; Πονάει το ξύλο, ε, πονάει, για αυτό λένε μόνο «μπάτσοι ρουφιάνοι» φωνάζουν… Πονάω σου λέω παντού.
– Είναι και τι όπλα έχει ο καθένας στη διάθεσή του. Οι αστυνομικοί μπορούν να ρίχνουν στο ψαχνό, οι άλλοι όμως όχι. Ίσως για αυτό βρίζουν… Γιατί πονάτε;
– Δεν πάνε να χεστούν όλοι, λέω ‘γω. Έπαιξα μπάλα μιάμιση ώρα την Κυριακή τώρα στα πίσω-πίσω. Άι ρε βλάκα πεζέ πετάγεσαι: και να σε πατήσω τι θα γίνει;
– Όντως, βγήκε στο δρόμο χωρίς να κοιτάζει τίποτα.
– Βλέπεις τι γίνεται στους δρόμους; Μαστουρωμένος θα είναι.
– Δεν αποκλείεται αυτό που λέτε. Νομίζω τον έχω δει στο μετρό να παραμιλάει. Είναι γνωστή φυσιογνωμία.
– Είσαι καλούλης εσύ: είχα έναν γέρο βρωμιάρη, εντατική μύριζε, που με έπρηξε… (Σε αυτό το σημείο είπε όλα όσα σας ανέφερα παραπάνω. Ας κάνουμε ένα skip forward)… Και που λες, στη φωτογραφία εδώ στο κινητό μου είναι ο γιος μου, κοίτα τον εδώ τι ωραίος είναι στη φωτογραφία.
– Ω, πολύ ωραίος δείχνει.
– Παίζει στην κ-12 της ΧΧΧ. Και μπήκαμε οι γονιοί να παίξουμε εναντίον των παιδιών, μηδέν προθέρμανση. Μηδέν, δύο γύρες μόνο στο γήπεδο τάχα μου για ζέσταμα. Πονάω ρε παντού. Σφυρούσε και τα οφσάιντ ο διαιτητής που να τον γαμήσω. Μας γλένταγε κανονικά.
– Ήταν δηλαδή, τυπικός σε βαθμό αηδίας;
– Ναι, την είχε δει άλφα εθνική. Περπάταγα, δεν μπορούσα να τρέξω, αλλά έριξα και σπριντάκια να μη ρεζιλευτεί ο γιος μου, αυτό το φοβερό πλασματάκι. Το σπρινταριστό το στυλ το πήρε από μένα: δεν με έπιανες, λέμε, νέο. Τι να κάνω; Δύο στεντάκια έχω στην καρδιά και δεν παίρνω και τα φάρμακά μου τα έχω γράψει όλα στα παλιά μου τα παπούτσια. Λες και δεν θα πεθάνουμε όλοι. Για τον γιο όλα ρε, να ξαναπαίξω και να με συναρμολογούν μετά.
– Θα είστε καλός πατέρας. Πολλοί βαριούνται κάτι τέτοια και παρκάρουν τα παιδιά μπροστά από ένα κινητό.
– Είμαι 45 και τα έχω κάνει όλα, φίλε. Ξύλο, μαχαιριές στην καρδιά και πυροβολισμούς. Έχω είκοσι χρόνια να πατήσω σε γήπεδο σαν οπαδός, αλλά όταν πήγαινα ήμασταν σαν αστακοί στις θύρες, έτοιμοι για ξύλο. Έχω στείλει κόσμο στην εντατική. Ήμουν παντρεμένος, παράτησα γυναίκα με δύο παιδιά για γκόμενα. Κατάλαβες; Οπότε τα καλός μπαμπάς που μου λες τα έχω κάνει γαργάρα καιρό τώρα. Και μετά από δύο χρόνια μου λέει αυτή -μουνάρα σου λέω με περνάει τρία χρόνια, 45 εγώ κι αυτή 48 τώρα- «κάτω είμαι τσολιάς». Κατάλαβες;
– Είχε κάνει δηλαδή εγχείρηση διόρθωσης φύλου. Σας άρεσε, δηλαδή, μέχρι να σας το πει;
– Τι διόρθωση λες ρε; Αν μου άρεσε; Τρελός είσαι; Της έλεγα να κάνουμε κι ένα παιδάκι μαζί και μου τα μάσαγε ότι δεν θέλει παιδιά. Μου ανοίξανε τα μάτια όταν είπε το «είμαι τσολιάς». Άιντε στο διάολο, της λέω, που είσαι τσολιάς και τα υπόλοιπα οι δικηγόροι.
– Τι εννοείτε ότι τα υπόλοιπα ήταν υπόθεση των δικηγόρων;
– Πήγα να τη μαχαιρώσω πάνω στα νεύρα μου. Με κορόιδεψε ρε.
– Λέτε δηλαδή ότι νιώσατε εξαπατημένος και για αυτό γίνατε βίαιος; Πάντα συμβαίνουν περίεργα περιστατικά σε όλους τους ανθρώπους. Μπορεί κανείς να μοιραστεί εύκολα κάτι τέτοιο νομίζετε; Έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου τέτοιες πληροφορίες δεν τις μοιράζονται ποτέ οι άνθρωποι και φτιάχνουν ολόκληρο κυκεώνα από ψέματα.
– Συμβαίνουν αυτά λες, ε; Γιατί όμως σε μένα; Σε πειράζει να καπνίσω; Καθόλου, ε; Καλός είσαι. Καλά είσαι ρε; Πώς σε λένε κιόλας; Εμένα με λένε Γιάννη.
– Καλά είμαι. Αργύρης.
– Τώρα που συστηθήκαμε, έχω να πω ότι αρχίδια καλά είσαι, σε βλέπω αγχωμένο και με σκοτούρες.
– Σκοτούρες της ηλικίας. Μην αγχώνεστε για μένα.
– Ο μεγάλος μου ο γιος, που λες, είναι μποξέρ. Μου έχει πει να έρθω στο σύλλογο να παίξουμε. Είναι τέρμα νταυραντισμένος Να με σκοτώσει θέλει; Μου αντιμιλά πολλές φορές τώρα πια. Του λέω «θα σε δείρω» και μου απαντά «για έλα να σε δω». Όλα τα τέρατα είναι εκεί μαζεμένα. Μυρίζει βαρβατίλα κι αγριάδα το μέρος. Πονάω όλος ρε, θα παίζω και μποξ για πλάκα;
– Μέχρι αύριο κανονικά θα περάσει: ένα άσχημο πιάσιμο το πολύ να διαρκέσει τρεις ημέρες. Μετά, ξεπερνιέται και το σώμα γιατρεύεται μόνο του.
– Θα περάσει λες; ΑΧ, αβαβά θα μου περάσει, ευχαριστώ πολύ μπαμπάκα, αβαβά!..
– Οφείλω να ομολογήσω ότι όσα λέτε έχουν ενδιαφέρον. Έχετε σκεφτεί ότι ένας ειδικός ψυχικής υγείας θα σας βοηθούσε αρκετά; Σκεφτείτε το λίγο: είμαι ένας απλός περαστικός ο οποίος θέλει απλά να πάει σε ένα πάρτι…
– Να γαμήσεις. Πες το. Και στα παπάρια μου οι ψυχολόγοι: προτιμώ να δώσω 50 ευρώ στις πουτάνες.
– Όπως νομίζετε. Δεν είναι λίγο αδιάκριτη η ερώτηση που κάνετε;
– Πόσων χρονών είσαι;
– Όσο είμαι.
– Και αφού είσαι όσο είσαι και σε βλέπω ακμαίο πού πας ρε μεγάλε; Να μαζέψεις κυκλάμινα βραδιάτικα ή να κουρέψεις τίποτα λαγούς;
– Κανονικά δεν σας αφορά. Θέλω να περπατήσω λίγο, οπότε θα ήθελα να με αφήσετε στην αρχή της Ιπποκράτους.
– Καλά, εντάξει.
– Να ξέρετε με έχετε τρομάξει λίγο. Εξωτερικεύετε πράγματα με πολύ χύμα και επιθετικό τρόπο. Επίσης, δεν μου φαίνεστε τόσο νηφάλιος.
– Αλήθεια είναι. Κάτι έχω πιει μέσα στην ημέρα. Αν τα βάλω λίγο κάτω, είναι πέντε μπύρες, λίγο τσίπουρο και ένα ποτήρι ουίσκι. Πάω και για άλλα.
– Τι να πω… Λοιπόν, πάω όντως να περάσω όμορφα. Από εσάς θέλω δύο πράγματα: να μου πείτε «καλή επιτυχία και καλή δύναμη» και το δεύτερο να μου απαντήσετε σε αυτό: μιλάτε συχνά για αυτό το θέμα σε περαστικούς;
– Όχι. Μόνο σε εσένα και σε δύο φίλους. Ο ένας ήταν που χώθηκε μετά τον χωρισμό στην πρώην μου. Τα έσπασαν πρόσφατα από όσο ξέρω. Ο άλλος είναι στη στενή τώρα για κάτι χρέη από τα χαρτιά. Θα βγει σε ένα μήνα. Αυτός είναι η αλήθεια δεν μου έχει κάνει κάποια ατιμία. Ίσως όχι ακόμη.
– Καλώς. Επειδή, μεταξύ μας, μου μοιάζετε λίγο ακατέργαστος αλλά όχι δα και κακός άνθρωπος, θα θέλατε να μου πείτε τον αριθμό σας, να σας κάνω αναπάντητη κλήση και για οτιδήποτε προκύψει να με πάρετε τηλέφωνο;
– Ναι, φυσικά. Χικ. Εγώ θα πάω σε ένα μικρό μπαράκι στου Ψυρρή που μου αρέσει. Στα παλιά μου τα παπούτσια όλα.
– Για οτιδήποτε, πάρτε με ένα τηλέφωνο. Αν κάνετε καμιά βλακεία, θα σας δώσω στεγνά, να ξέρετε. Ορίστε τα χρήματά σας.
– Καλή συνέχεια!
Έτσι λοιπόν, ο ταρίφας άφησε το φίλο μου στον προορισμό του και είχαν ανταλλάξει τηλέφωνα. Οφείλω να ομολογήσω πως είμαι τυχερός που έχω έναν τέτοιον φίλο. Έχει έναν ωραίο τρόπο να μου μεταφέρει τις ιστορίες του. Στο πάρτι όπου πήγε, ο Αργύρης πέρασε καλά. Πέτυχε αυτήν που έψαχνε καιρό και έδεσε το γλυκό εκείνη την νύχτα.
Το μεσημέρι της 25ης Δεκεμβρίου, πριν πάω στο οικογενειακό τραπέζι, με πήρε τηλέφωνο ο Αργύρης. Ακουγόταν πολύ γαλήνιος και ανάλαφρος. Το ευχαριστήθηκε η ψυχή μου να τον ακούω. Επειδή τον ξέρω καλά, είναι από αυτούς τους ανθρώπους που μπορούν με ένα βλέμμα να σου αναπτερώσουν το ηθικό και η σταθερή φωνή τους και μόνο σε βοηθά να θυμάσαι ότι η ζωή είναι όντως μούρλια σκέτη. Όλοι τον χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο πρόθυμο, διαλλακτικό, δοτικό αξιαγάπητο και μονομάχο, ανοιχτό στις αλλαγές. Πολύ θα ήθελα να του μοιάζω. Το μόνο αρνητικό που του καταλογίζω ότι ώρες-ώρες μοιάζει αφελής ως εκεί που δεν παίρνει. Το τηλέφωνό μου άρχισε να χτυπάει στον ήχο που καλό είναι κάποτε να φιλοτιμηθώ να αλλάξω. Το σηκώνω:
– Έλα, Αργύρη!
– Τι λέει ρε Οδυσσέα, καλά είσαι;
– Καλά είμαι, εσύ;
– Πας στους δικούς σου;
– Ακριβώς. Λέγε πώς πήγε χτες. Μου είχες γράψει για εκείνον τον πυροβολημένο τον ταξιτζή που παραμιλούσε και έβγαζε τα εσώψυχά του. Τι άλλο έγινε; Μιλάς σιγά.
– Ε, ναι. Έχω βγει στο μπαλκόνι που βλέπει στο δρόμο και η Ζηνοβία κοιμάται ακόμη. Σήμερα είναι που θα παίξει το επεισόδιο από εκείνη την σειρά όπου είσαι κομπάρσος;
– Έχει παίξει ήδη: είμαι ο κύριος που κουβαλάει τα δώρα. Πλάκα κάνεις; Νόμιζα ότι ήταν ψόφια η όλη φάση. Για να μην αμφιβάλλεις σχετικά με το επεισόδιο : «ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΛΟΥΣΙΟΣ – ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 70 : Η Μόνικα εισπράττει τον λαχνό μετά βαΐων και κλάδων, αλλά δεν δείχνει ακόμα τις αληθινές της προθέσεις και συνεχίζει να κάνει την καλή στα παιδιά της, ενώ αλλάζει τη δημόσια εικόνα της, προβάλλοντας το προφίλ του φιλάνθρωπου».
– Ρε νάρκισσε, σε πιστεύω! Δεν ξέρω, αλλιώς αποδείχτηκε. Θα στα πω από κοντά, δεν θέλω να γίνομαι αδιάκριτος. Ο φίλτατος πήρε τηλέφωνο νωρίτερα, 9 το πρωί.
– Όντως; Τι είχε να σου πει; Χαζός είσαι που του έδωσες το κινητό σου; Δεν έχεις αίσθηση του κινδύνου;
– Φαινόταν απλά μια ακατέργαστη και ταλαίπωρη ψυχή. Πες με περίεργο, αλλά κάτι τέτοιοι μου ξυπνάνε αισθήματα συμπόνιας και ας είναι βλήματα.
– Ειλικρινά, ο τύπος είναι κάφρος. Γιατί συμπόνια;
– Κανείς μας δεν είναι τέλειος και δεν θέλω να ξέρω πώς θα ήμουν σε παρόμοιες συνθήκες: σίγουρα δεν θα μεγάλωσε και πολύ νορμάλ αυτός. Κάτσε, να σου τα πω, όμως, όπως μου τα είπε. Τον ακούω με τρεμάμενη φωνή να μου λέει: « Γεια. Πήδηξες ρε μαλάκα; Εγώ εδώ τα έκανα όλα λίμπα. Πήγα στο μπαρ που σου είπα. Βλέπω μια μουνίτσα πολύ δυνατή, φοράδα σου λέω. Πλησιάζω, πιάνω κουβέντα. Πολύ στρωτή και ξηγημένη φαινόταν. Ξέμπαρκη λέω, θα χωθώ να κάνω ταραχή… Μη ρωτάς ρε, άσε με να μιλήσω πού να σε πάρει! Τι, έχεις πονοκέφαλο; Πέρασες καλά ρε πουτανιάρη»;
– Θα του του το είχα κλείσει ρε Αργύρη. Πιστεύω ότι από διάθεση για κουτσομπολιό θες να μαθαίνεις τέτοιες ιστορίες. Δεν εξηγείται αλλιώς.
– Συνεχίζω όσα μου είπε: « Μου συστήθηκε ως Μιράντα. Τροφαντή, πιασίματα, βλέμμα φωτιά. Κερνάω, πιάνω ψιλή κουβέντα, δεν θυμάμαι καν τι έλεγα, την είχα ακούσει άσχημα από τα ποτά. Την παίρνω στο ταξί την πάω σπίτι. Μου κάνει πολύ τη δύσκολη. Τσαλίμια να μην ακουμπάω εδώ, ότι γαργαλιέται εκεί και τα ρέστα. Έχω γίνει πύραυλος. Πάμε επάνω σπίτι της, βάζει μουσική, φέρνει κρασί. Είμαι στο όριο να ξεράσω και τα άντερά μου. Πάω να της βγάλω λοιπόν τα ρούχα, δεν είμαι για άλλο ποτό. Την αγκαλιάζω της πιάνω τα στήθη και το χέρι πάει κάτω… ΠΙΑΝΩ ΚΑΤΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΙΝΗΤΟ. ΓΑΜΩΤΟ… Κατάλαβες;.. Τι γκαντέμης που είμαι! Πάλι σε «τσολιά» έπεσα… Κρύος ιδρώτας με κόβει και πάω να φύγω τρέχοντας, αυτή φωνάζει και μπαίνει μπρος στη πόρτα να μην βγω, τρώει μπουνιά και τρέχω σαν το διάολο, σκοντάφτω στις σκάλες. Ακούω φωνές, τρέχω, ανοίγω την είσοδο της πολυκατοικίας και την κλείνω με τόση δύναμη που σπάνε τα τζάμια και εξαφανίζομαι».
– Ότι δηλαδή δεν την κατάλαβε; Μας δουλεύει το άτομο; Το καταλαβαίνεις ότι μπορεί να είναι και ψεύτικα πολλά από όσα είπε;
– Στο μεταξύ, Οδυσσέα, ενώ μου τα έλεγε αυτά, ακούγονταν κάτι ήχοι από ζώα. Κότες, νομίζω. Τον ρωτώ τι συμβαίνει και μου λέει ότι του έστειλε η πρώην του μήνυμα που του ευχόταν για τις γιορτές και τον ρωτούσε πώς είναι. Εκείνος της απάντησε και λίγο μετά του γράφει ότι της λείπει. Τον ρωτώ να μου εξηγήσει από πού ακούγονται οι ήχοι και μου λέει ότι τον έπιασε κατούρημα δίπλα σε ένα κοτέτσι έξω από τα Φάρσαλα. Μου είπε ότι κοιμήθηκε τρεις ώρες και ότι πήγαινε να την βρει στη Θεσσαλονίκη. Εργάζεται λέει, ως μπαργούμαν σε ένα μαγαζί στο κέντρο της πόλης. Είπε ότι ήθελε να της κάνει δώρο Χριστουγέννων.
– Αργύρη, να μπλοκάρεις τον αριθμό: λαλημένος είναι.
– Εγώ νομίζω ότι τα εννοούσε όλα. Λοιπόν, πρέπει να σε κλείσω, κρυώνω έξω και δεν θέλω η παρέα μου να μείνει μόνη.
– Σεβαστό.
– Εύχομαι να περάσεις όμορφα με τους δικούς σου. Καλά Χριστούγεννα!
– Επίσης!
Υπάρχει άραγε στην ιστορία αυτή κάποιο ηθικό δίδαγμα; Νομίζω κανένα. Ωστόσο, ας θυμόμαστε πάντα ότι την περίοδο των Χριστουγέννων, όταν κλείνει ο χρόνος και σκεφτόμαστε τη ζωή μας, είναι μια καλή ευκαιρία για να σκεφτούμε τους κοντινούς μας ανθρώπους. Αυτή η ευκαιρία σε άλλους προξενεί χαρές σε άλλους λύπες, άλλους τους μαγκώνει άλλους τους παρακινεί.
Σχολιάστε