Είναι το 1976 και η Επανάσταση έχει ηττηθεί
αλλά ακόμα δεν το ξέρουμε.
Είμαστε 22, 23 ετών.
O Μάριο Σαντιάγο και γω περπατάμε έναν ασπρόμαυρο δρόμο.
Στο τέλος του δρόμου, σε μια γειτονιά κατευθείαν βγαλμένη από ταινία του πενήντα
βρίσκεται το σπίτι των γονιών του Νταρίο Γκαλισίας.
Είναι το έτος 1976 και έχουν τρυπανίσει το κρανίο του Νταρίο Γκαλισίας.
Είναι ζωντανός, η Επανάσταση έχει ηττηθεί, είναι μια ωραία μέρα
παρά τα βροχερά σύννεφα που έρχονται απ’ τον βορρά διασχίζοντας την κοιλάδα.
O Νταρίο μας δέχεται ανασηκωμένος σ’ ένα ντιβάνι.
Όμως πρώτα μιλάμε με τους γονείς του, δυο ηλικιωμένους ανθρώπους,
τον κύριο και την κυρία Σκίουρο, που μελετάνε πως το
δάσος
καίγεται από ένα πράσινο κλαδί αιωρούμενο στ’
όνειρο.
Και η μητέρα μας κοιτάζει και δε μας βλέπει ή βλέπει πράγματα για εμάς που εμείς ούτε καν τα ξέρουμε.
Είναι το 1976 και παρόλο που όλες οι πόρτες μοιάζουν ανοιχτές,
στην πραγματικότητα, αν δίναμε προσοχή, θα μπορούσαμε να ακούσουμε
πως μία-μία οι πόρτες κλείνουν.
Οι πόρτες: μεταλλικά τμήματα, πλάκες από ενισχυμένο χάλυβα,
που μία προς μία κλείνουν στην ταινία του απείρου.
Όμως είμαστε 22 ή 23 ετών και το άπειρο δε μας τρομάζει.
Έχουν τρυπανίσει το κρανίο του Νταρίο Γκαλισίας. Δυο φορές!
Και ένα απ’ τα ανευρύσματα σκάει στη μέση του Ονείρου.
Έτσι λοιπόν, ο Μάριο και γω περνάμε μέσα από μεξικάνικες ταινίες του σαράντα
και φτάνουμε στ’ αδύνατα χεριά του που στηρίζονται στα γόνατα του
σε στάση
χαλαρής αναμονής
Είναι το 1976, και είναι το Μεξικό, και οι φίλοι του λένε πως ο Νταρίο έχει ξεχάσει τα πάντα, μαζί και την δική του ομοφυλοφιλία.
Και ο πατέρας του Νταρίο λέει ότι όλα τ’ άσχημα συμβαίνουν για κάποιο λόγο.
Και έξω βρέχει καρεκλοπόδαρα:
στην αυλή της γειτονιάς η βροχή σαρώνει τις σκάλες
και τους διάδρομους
και γλιστράει στα πρόσωπα του Τιν Tαν, του Ραζόρτες και του Καλάμπρες
που καλύπτονται στην ημιδιαφάνεια το έτος 1976.
Και ο Νταρίο αρχίζει να μιλά. Είναι συγκινημένος.
Είναι χαρούμενος που χουμε έρθει να τον επισκεφτούμε.
Η φωνή του, όπως αυτή ενός πουλιού: αιχμηρή, μια διαφορετική φωνή,
σαν να του είχαν πειράξει τις φωνητικές χορδές.
Τα μαλλιά του έχουν αρχίσει να ξαναβγαίνουν, αλλά ακόμα μπορείς να δεις τα σημάδια απ’ τον τρυπανισμό.
Είμαι καλά, λέει.
Μερικές φόρες τ’ όνειρο είναι τόσο μονότονο.
Γωνίες, ανεξερεύνητες περιοχές, αλλά πάντα απ’ το ίδιο όνειρο.
Φυσικά δεν έχει ξεχάσει ότι είναι ομοφυλόφιλος (γελάμε)
όπως δεν έχει ξεχάσει να αναπνέει.
Ήμουν έτοιμος να πεθάνω, λέει αφού το σκέφτηκε για λίγο.
Για μια στιγμή πιστεύουμε πως θ’ αρχίσει να κλαίει.
Όμως δεν είναι αυτός που κλαίει.
Και δεν είναι ούτε ο Μάριο, ούτε εγώ.
Ωστόσο, κάποιος κλαίει ενώ το σούρουπο πέφτει με μια πρωτοφανή βραδύτητα.
Και ο Νταρίο λέει: το απόλυτο τριπάρισμα και μιλάει για την Βέρα που ήταν μαζί του στο νοσοκομείο
και για άλλα πρόσωπα που ο Μάριο και γω δε γνωρίζουμε και που τώρα,
ούτε εκείνος αναγνωρίζει.
Το ασπρόμαυρο τριπάρισμα των ταινιών του σαράντα και του πενήντα.
O Πέδρο Ινφάντε και ο Τόνυ Αγκιλάρ ντυμένοι σαν αστυνομικοί
ταξιδεύοντας με τις μηχανές τους στο ατελείωτο ηλιοβασίλεμα του Μεξικού.
Και κάποιος κλαίει όμως δεν είμαστε εμείς.
Αν ακούγαμε προσεκτικά θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τον γδούπο απ’ τις πόρτες της ιστορίας ή
του πεπρωμένου.
Όμως ακούμε μονάχα το λαχάνιασμα κάποιου που κλαίει
σε κάποιο μέρος.
Και ο Μάριο αρχίζει να διαβάζει ποιήματα.
Διαβάζει ποιήματα στον Νταρίο, η φωνή του Μάριο τόσο ευχάριστη, ενώ έξω η βροχή πέφτει,
και ο Νταρίο ψιθυρίζει ότι του αρέσουν οι Γάλλοι ποιητές.
Ποιητές που μόνο εκείνος και ο Μάριο και’γω γνωρίζουμε.
Αγόρια απ’ την αδιανόητη τότε πόλη του Παρισιού, με τα μάτια ματωμένα
απ’ την αυτοκτονία.
Πόσο του αρέσουν!
Όπως μου άρεσαν οι δρόμοι του Μεξικού το 1968.
Ήμουν δεκαπέντε χρονών τότε και μόλις είχα φτάσει.
Ήμουν ένας δεκαπεντάχρονος μετανάστης όμως το πρώτο πράγμα που μου λένε
οι δρόμοι του Μεξικού
είναι ότι εδώ είμαστε όλοι μετανάστες, μετανάστες του Πνεύματος.
Αχ, οι όμορφοι, οι απερίσκεπτοι, οι απαίσιοι
δρόμοι του Μεξικού κρέμονται απ’ την άβυσσο
ενώ οι άλλες πόλεις του κόσμου
βυθίζονται στην ομοιομορφία και την σιωπή.
Και τα αγόρια, τα γενναία ομοφυλόφιλα αγόρια σημαδεμένα σαν φωσφορίζοντες άγιοι
όλα αυτά τα χρόνια, απ’ το 1968 έως
το 1976.
Σαν ένα τούνελ του χρόνου που η τρύπα του εμφανίζεται εκεί που δε το περιμένεις,
η μεταφυσική τρύπα των εφήβων πούστηδων που αντιμετωπίζουν – γενναιότεροι απ’ όλους! –
την ποίηση και τις αντιξοότητες.
Όμως είναι το έτος 1976 και το κεφάλι του Νταρίο Γκαλισίας έχει τα ανεξίτηλα σημάδια ενός τρυπανισμού.
Είναι το έτος πριν τους αποχαιρετισμούς
που προχωράει σαν ένα γιγάντιο μαστουρωμένο πουλί
στα τυφλά σοκάκια μιας γειτονιάς
που έχει παγώσει στον χρόνο.
Όπως ένας ποτάμι μαύρων ούρων που περιβάλλει την κεντρική αρτηρία του Μεξικού,
ένα ποτάμι φημισμένο και κατευθυνόμενο απ’ τους μαύρους αρουραίους του Τσαπουλτέπεκ,
ένα ποτάμι-λέξη,
ένα υγρό δαχτυλίδι των γειτονιών που χάθηκαν στο χρόνο.
Και παρόλο που η φωνή του Μάριο και η σημερινή φωνή του Νταρίο
αιχμηρή σαν ένα καρτούν
γεμίζουν τον αντίξοο αέρα μας με ζεστασιά,
ξέρω ότι στις εικόνες που με ευσέβεια λογαριάζουμε
στις διαφανείς εικόνες του μεξικάνικου πάθους
κρύβονται η μεγάλη προειδοποίηση και η μεγάλη συγγνώμη,
το ακατονόμαστο πράμα, μέρος του ονείρου, που πολλά χρόνια αργότερα
θα το αποκαλέσουμε με διάφορα ονόματα που σημαίνουν ήττα.
Η ήττα της αληθινής ποίησης, εκείνης που γράφουμε με το αίμα.
Και το σπέρμα και τον ίδρωτα, λέει ο Νταρίο.
Και τα δάκρυα, λέει ο Μάριο.
Παρόλο που κανείς απ’ τους τρεις δεν κλαίει.
μετάφραση: Σίλουαν Κ.
Σχολιάστε