Αμερική (Άλεξ Κοάν)

1.
Λεωφόρος με τέσσερις λωρίδες
και στην άκρη δεξιά μια στάμπα σάλτσας μπάρμπεκιου
απ’ το απέναντι φαστ-φουντ.
Ένα δολάριο και δεκαοχτώ σεντς,
κομματάκια από μυαλό χυμένα εδώ κι εκεί στην άσφαλτο
και γύρω γύρω οι μπάτσοι,
κι ένα σταματημένο SUV με τον οδηγό δεμένο
να ξερνάει από αλκοόλ και αηδία·
εμετός φτιαγμένος από κόλα και ουίσκι
κι άνοστα νουντλς από βιετναμέζικο.
Λεωφορείο Greyhound στον Ι 90
με προορισμό την Τσαϊνατάουν της Νέας Υόρκης,
κι ένα φτηνό, συνοικιακό μπαράκι
για δυο σφηνάκια τζιν,
μια παγωμένη λάγκερ,
και δυο κλεφτές ματιές στην κοριτσοπαρέα
που γελάει δυνατά στο γωνιακό τραπέζι.
Ο μπάρμαν με κοιτά και με κερνά άλλο ένα,
κι έπειτα επιβάλλεται και τον κερναώ κι εγώ.
Στο σταθμό ένας μαύρος ζητιανεύει,
κι ένας άλλος τσακώνεται με έναν γκρίζο τοίχο.
Δυο δολάρια να σου πω την ιστορία μου:
Είμαι ο Μάλκολμ Χ, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ,
η Ρόζα Πάρκερ, ο Χιούι Νιούτον,
ο γιός των σκλάβων, ο απόγονος των συλλεκτών καλαμποκιού,
αυτός που μάτωσε τα ούλα του και τις γροθιές του,
που έφαγε ξύλο από ένστολους λευκούς,
που του ρίξαν στην καρδιά με μολυβένια βόλια,
που τον έστειλαν να βομβαρδίσει ξένους κόσμους,
και που τον βάλαν φυλακή επειδή έκλεψε να φάει.
Είμαι αυτός που κρέμασαν πάνω σε μια βελανιδιά
κάποιοι που τα πρόσωπα τους κρύβονταν
μέσα σε κάτασπρες και μυτερές κουκούλες,
και που στις φυτείες της Λουιζιάνα και της Νότιας Καρολίνας
μάτωσε τα χέρια του στ’ άγρια αγκάθια
που βγαίναν μέσα απ’ τα μπαμπάκια,
και που στο Λος Άντζελες όρμηξε σα μανιακός
για να τους κάψει όλους,
κι είδε τ’ αδέρφια του να πέφτουνε στο δρόμο,
πληγωμένα από πυρά δαιμόνων δίχως φάτσες,
και που ύψωσε την γεμάτη αίματα μπουνιά του
στον κατάμαυρο ουρανό της νύχτας
για να διώξει τα φαντάσματα της μέρας,
και γύρω του οι καπνοί πνίγανε τους ουρανοξύστες
και τα ήσυχα, ξύλινα σπίτια των ανιαρών προαστίων.
Κι είμαι κι αυτός που παιζε το σαξόφωνο
στη Νέα Ορλεάνη και το Μπάτον Ρουζ,
κι ο κόσμος χειροκρόταγε και χόρευε σε τζaζι μελωδίες,
κι αυτός που δε σηκώθηκε απ’ τη θέση του στο λεωφορείο,
και που πλήρωσε για κάθε του έγκλημα με την ίδια του τη σάρκα
και τα κόκαλα,
αυτός που δεν πλήρωσε τις αμαρτίες του πατέρα του,
μα τις αμαρτίες του ιδιοκτήτη του,
αυτός που βρίσανε και περιγελάσαν,
και που έπρεπε να τρέχει σα θεριό της ζούγκλας
για να μην προλάβουν να τον ρίξουν κάτω,
που τρεφόταν για αιώνες με φασόλια και μπαγιάτικο ψωμί,
που στην πλάτη του είχε κόκκινες ουλές απ’ το μαστίγιο του αφέντη,
και που είδε με μάτια πρησμένα και ανήμπορα
– τα ίδια μάτια που κοίταξαν μέσα στην κάνη του ριβόλβερ –
να πουλάνε τις ίδιες του τις κόρες για μια χούφτα δολάρια
στα μπουρδέλα της Νεβάδα και της Αριζόνας,
να χτυπάνε με μένος τα αποστεωμένα τους μάγουλα
οι νταβάδες με τα καουμπόικα καπέλα
και τις μπότες από δέρμα αλιγάτορα και κροταλία.
Είμαι αυτός που του δώσαν ξιφολόγχη στον εμφύλιο,
μα δεν τον μάθανε να τραβάει σκανδάλη,
και που τον ονόμασαν κτήνος και άγριο
επειδή έσκισε τα κορμιά των στρατιωτών με τα ίδια του τα νύχια.
Είμαι αυτός που γεννήθηκε από τις στάχτες των νεκρών
κι απ’ την τέφρα του πολέμου και του μίσους,
αυτούς που αρνήθηκε να στραφεί κατά των αδερφών του,
μα στάθηκε πάντα όρθιος στο πλευρό τους,
κι αυτός που έσπειρε τη σοδειά του σε χωράφια που ανήκαν σε ληστές
και καταπατητές των ξένων κόσμων.
Είμαι αυτός ο κατά τρία πέμπτα άνθρωπος
και κατά δυο πέμπτα ζώο,
αυτός ο νέγρος,
αυτός που αγωνίστηκε μέχρι το τέλος
και ηττήθηκε περήφανος κι ελεύθερος
κι έμεινε το πτώμα του εκεί, στο χώμα, για να θυμίζει σ’ όλους
τη φρίκη και τον τρόμο που τανε η μάνα κι ο πατέρας
αυτής της διαολεμένης γης μας.

2.
Ακούγεται απ’ έξω το κουδούνισμα ενός παγωτατζή.
Απ’ το Νορθ Στέισιον το σφύριγμα των τραίνων,
απ’ το Φένγουεϊ Παρκ οι ιαχές των οπαδών,
απ’ το Κούινσι Μάρκετ τα βήματα των καταναλωτών,
κι απ’ τα μπαρς του Όλστον τα ουρλιαχτά των μεθυσμένων φοιτητών.
Ένα τσίζμπεργκερ κι ένα αναψυκτικό,
ένα κομμάτι πίτσα με τυρί με των ενάμισι,
ένας πλανώδιος μουσικός με μια ξεκούρδιστη κιθάρα
που παίζει τα μπλουζ φάλτσα.
Δυο κονσέρβες τόνου κι ένα τυποποιημένο σάντουιτς
απ’ τα Seven and Eleven.
Οι ράγες έχουν καλυφθεί από την παγωμένη πάχνη της αυγής.
Στη λιμνούλα και στον Τσάρλς γόπες από βιομηχανικά τσιγάρα
και χάρτινες σακούλες απ’ τις κάβες
που κάποτε είχαν μέσα τους μπουκάλια με φτηνό, λευκό κρασί.
Οι καθεδρικοί γεμάτοι κάθε Κυριακή με τους πιστούς
να ψέλνουν ύμνους σε ρυθμούς της γκόσπελ.
Φορτηγά σερβίρουν τάκος και μπουρίτος
έξω απ’ την εβραϊκή συναγωγή,
κι οι Μεξικάνοι λαντζέρηδες απ’ τα ακριβά εστιατόρια
σταματάνε να τσιμπήσουν πριν γυρίσουνε στη φτωχογειτονιά,
για να πλύνουν τα παιδιά τους και να τα βάλουνε για ύπνο,
κι οι παλάμες τους μυρίζουνε σαπούνι και αστακό,
κι οι ποδιές τους είναι βρώμικες από κέτσαπ και από λάδια.
Στα κόκκινα τούβλα των βικτωριανών κτιρίων
κάποιος έχει γράψει τ’ όνομα του μ’ ένα μαρκαδόρο,
και στα προαύλια των νεογοτθικών ναών
πιτσιρικάδες κάνουν κόλπα με τα σκέητμπορντς,
κι ένας άντρας με παλιά φεντόρα Στέτσον
και μαύρη καμπαρντίνα μάλλινη, ξεθωριασμένη,
περπατάει βιαστικά και μουρμουρίζει ένα τραγούδι κάουντρι,
και το τσιγάρο στο χέρι του καίει χωρίς να το καπνίζει.
Ένας ζωγράφος στην πλατεία του Χάρβαρντ
ρίχνει με σπρέι κόκκινο επάνω στον καμβά της αστερόεσσας
και τριγύρω χαζεύει μια παρέα νεανική με γυαλιά χοντρά, κοκάλινα,
πετά στο πλαστικό ποτήρι του δυο κουόρτερς
κι έπειτα συνεχίζει τη βόλτα της στο μαγαζί με το ταμπάκο
και στο βιβλιοπωλείο.
Οι ταξιτζήδες πιάνουν την κουβέντα έξω απ’ το Προυντένσιαλ,
και οι περαστικοί στο Κόμμον δένουν τα κασκόλ τους στο λαιμό γερά
γιατί έχει αρχίσει και χιονίζει,
κι όλα τα δέντρα γέρνουνε λοξά και μελαγχολικά
για ν’ αποφύγουν την οργή του αέρα.
Στην Πανεπιστημιούπολη τζιβάνες
κι απ’ τα κλειστά παράθυρα των εστιών
ακούγονται συρτά
ηλεκτρικές κιθάρες ροκ και μπιτς χιπ χοπ λατίνων,
κι ο ήχος από τσίγκινα κουτάκια μπύρας που τσουγκρίζουν,
κι από τον δρόμο το τρίξιμο απ’ τα λάστιχα του τελευταίου λεωφορείου
που πάει στην πλατεία της Κένμορ,
όπου κάτω απ’ τα φώτα μιας αρχέγονης ταμπέλας βενζινάδικου
ένας άστεγος κοιμάται σε χαρτόνι,
εκεί ακριβώς που κάποτε κοιμόταν ένας άλλος άστεγος
που πλέον δεν υπάρχει.
Στην Κόπλεϊ έχουν βγει τα τεθωρακισμένα
κι έχει κλείσει τους δρόμους ο στρατός,
και δεν αφήνει τα πιτσιρίκια με τα μαυρισμένα μάτια να περάσουν,
και τέλος,
οι γλάροι από τον Ωκεανό
που πετούν και κρώζουνε ψηλά,
πέρα απ’ τα φανάρια αυτής της πόλης,
και κουτσουλάνε τα πανάκριβα μπουφάν
των υπέροχων, κατάξανθων και κάτασπρων, γλυκών υπάρξεων
με τα ψηλά τακούνια τους και τις κοντές τους φούστες,
με τα γαλατένια μπούτια τους και τα σιέλ τους μάτια.

3.
Στην πίσω τσέπη του μπλουτζίν έχω το εισιτήριο μου,
και την ταυτότητα στο μάρσιπο του τζάκετ.
Ένας άνεμος φυσά απ’ το Βορρά, απ’ το Σικάγο ,
απ’ το Ντετρόιτ, το Κλίβελαντ και τις μεγάλες λίμνες,
και τράβα μαζί του το τραίνο με το βαγόνι των κατακτητών,
παράλληλα στον ποταμό Μισσισσιππή,
ως την Ατλάντα και τον ξαγρυπνισμένο Νότο.
Μια Buick LaCrosse κόκκινη και νοικιασμένη τρέχει
στους δρόμους που διέσχισαν ο Κέρουακ,
ο Κάσσαντυ κι ο Γκίνσμπεργκ,
και πέφτει και διαλύεται πάνω σ’ ένα σταματημένο Ford,
κι ο οδηγός της εκτοξεύεται πενήντα μίλια πιο μπροστά
και ξεψυχάει.
Το πιάνο παίζει ένα θλιμμένο ρέκβιεμ,
κι όσοι πήγαν στην κηδεία τώρα κλαίνε και κατεβάζουνε γουλιές κονιάκ,
κι η ασφαλιστική δεν έχει κανέναν να μηνύσει,
να βγάλει κατιτίς απ’ την καταστροφή στ’ αμάξι.
Κι έπειτα, στο λεωφορείο των εντεκάμισι ωρών,
με μια στάση μοναχά στα σύνορα Αλαμπάμας-Τενεσσί,
για δυο αυγά τηγανητά, ένα λουκάνικο, έναν μαύρο καφέ
και μερικά τσιγάρα,
κι έξω απ’ το τζάμι να βγαίνει κόκκινος ο ήλιος της Ανατολής,
να ρίχνει φως επάνω στην απέραντη λεωφόρο για τη Δύση,
ως το Σρίβπορτ της Λουιζιάνα,
για δυο γάρα χοντρά και μια μυτιά κοκό
στην τουαλέτα που μοιράζονται μια στριπτιτζού και δυο κράκχεντς,
κι έξω απ’ το παλιόσπιτο με τα χαρτόνια αντί για τζάμια
βρωμάει βενζίνη και ψοφίμι και φωτιά,
και τα πιτμπούλ με τα κομμένα αυτιά σέρνουν με τα δόντια τους σακούλες σκουπιδιών,
και γεμίζουνε τις χωμάτινες αυλές με απορρίμματα και νάιλον μαύρα,
με κουτάκια και κονσέρβες, ζελατίνες, τσόφλια από αυγά, κωλόχαρτα, καπότες, αποτσίγαρα
κι όλον τον σύγχρονο πολιτισμό του πλαστικού και της σαβούρας,
και σε κάθε τους γάβγισμα γυρνάει πίσω ένας αντίλαλος,
που τρομάζει τους κρυμμένους πίσω απ’ τις κουρτίνες γείτονες της περιοχής,
κι εκείνοι κλείνουνε τα φώτα.

4.
(Ένα παλιό και σκονισμένο αγροτικό τσουλά ως το κέντρο της πόλης.
Παρκάρει κι ο οδηγός βγαίνει και γύρω του δεν κυκλοφορεί ψυχή.
Παίρνει ένα πακέτο τσιγάρα των τριών δολαρίων.
Βγάζει ένα και το καπνίζει.
Έπειτα μπαίνει στο καζίνο, παίζει τρεις παρτίδες πόκερ και τα χάνει όλα.
Έχει όμως καβάτζα ένα εικοσάρικο, για δυο-τρία ποτά στο μαγαζί.
Μπαίνει μέσα, βγάζει τα γάντια, κάθεται σ’ ένα ψηλό σκαμπό στη μπάρα.
Ο μπάρμαν τον ρωτάει τι έπαθαν τα χέρια του και έχουν κοκκινίσει.
Απαντάει πως δεν είναι τίποτα, απλά κόπηκε και πάει στο μπάνιο να πλυθεί.
Έπειτα γυρνά και παίρνει ένα διπλό ουίσκι.
Ο μπάρμαν τον ρωτάει αν ενδιαφέρεται απόψε για μια απ’ τις κοπελιές.
Του απαντάει όχι, δεν έχει όρεξη απόψε.
Ο μπάρμαν ρωτάει τα συνηθισμένα, μα για κάποιο λόγο σήμερα φαίνεται παράξενος.
Πίνει βιαστικά το ποτό του, πληρώνει χωρίς να χαιρετήσει και γυρνάει στο αυτοκίνητο.
Στο πίσω κάθισμα τα ψώνια από τη Γουόλμαρτ.
Στο πορτμπαγκάζ η γυναίκα του νεκρή.
Τα παιδιά στο σπίτι, λογικά κοιμούνται, ή βλέπουνε τηλεόραση.
Ποιος ξέρει;
Βάζει μπρος και ξεκινάει.
Έχει δουλειά.)

5.
Στους φωτισμένους αυτοκινητόδρομους του Τέξας με τις αμέτρητες λωρίδες
κατεβαίνει σιωπηλά ένα μεταμεσονύχτιο λεωφορείο,
και μαζί με τα μπαγκάζια κάτω βρίσκεται μια μπόμπα,
μα ο οδηγός μας βεβαιώνει πως δε θα σκάσει πριν να φτάσουμε στο Χιούστον,
και γυρνάμε όλοι ήρεμοι στα βιβλία μας και στον ύπνο.
Μια στάση για χέσιμο σ’ ένα βενζινάδικο στη μέση του πουθενά,
κι έπειτα ξανά στη διαδρομή μας.
Το ολόγιομο και κάτασπρο φεγγάρι του καλοκαιριού βυθίζεται πίσω από το Μεξικό.
Χαράζει. Γλυκοχαράζει.
Η ζέστη κι η υγρασία αφήνουν στάμπες από ιδρώτα
στις μασχάλες και τα στήθη των περαστικών.
Τα κούτελα τους κατακόκκινα, ηλιοκαμένα.
Σ’ έναν θάλαμο για ένα τηλεφώνημα με 75 σεντς – μα βγάζει κατειλημμένο.
Τριγυρνώ σε δρόμους που δεν τριγύρισε ποτέ κανείς σπουδαίος.
Ένας χαλέος πιτσιρικάς μου πιάνει την κουβέντα και μου προσφέρει pcp,
ευχαριστώ, δε θέλω, βιάζομαι και φεύγω,
μόνο μήπως έχεις αναπτήρα;
Οι άδειοι δρόμοι των προαστίων,
μια τριανταφυλλιά σ’ έναν καλοκουρεμένο κήπο με πράσινο γκαζόν,
ένα κόκκινο φανάρι μα δεν περιμένει κάτω του κανένας,
ένα σάντουιτς με ζαμπόν και αμερικάνικο τυρί και πίκλες
και μια σακούλα τσιπς,
σε κάποιο μικρό εμπορικό
που μοιάζει πιο πολύ με γιγαντιαίο πάρκινγκ,
κι έχει γύρω γύρω μαγαζιά,
κι έπειτα τσιγάρο και μια μπύρα lone star,
μια βόλτα στο μουσείο για χάζεμα ευρημάτων προκολομβιανών·
χρυσαφένιες μάσκες των Αζτέκων με μάτια από φωτιά
και αρχαία σκουλαρίκια σα βαρίδια στα αυτιά και τα ρουθούνια,
πλάκες πέτρινες απ’ την κορφή των Άνδεων σκαλισμένες με τετράγωνες μορφές
που στους ώμους τους σηκώνουνε όλα τα μυστικά του αρχαίου κόσμου,
ξεχασμένοι θεοί του παρελθόντος με στολίδια στα κορμιά τους,
καφεκόκκινα κεραμικά των Ίνκας με ρωγμές που ψιθυρίζουν,
και διάφορα σπασμένα αγγεία των Μάγιας που στέκουνε βουβά,
δίσκοι χαραγμένοι με σύμβολα που ακόμα και τώρα κανείς δεν ξέρει τι σημαίνουν,
ζώα που εξαφανίστηκαν,
όντα περίεργα και τρομερά φτιαγμένα από πηλό,
βέλη των Απάτσι,
δόρια των Ναβάχο,
τόξα των Τσερόκι,
πολύτιμα πετράδια και κοσμήματα απ’ το αιώνιο Ελ Ντοράντο,
κλοπιμαία των γενναίων κονκισταδόρων,
τα λάφυρα των νικητών –
κι όταν πια βραδιάσει και κατέβει απ’ τα βόρεια η δροσιά,
με ωτοστόπ έξω απ’ τα όρια της απέραντης ετούτης πόλης
για ένα χοτ ντογκ φτηνό,
και ύπνο πέντε ωρών σ’ ένα μικρό μοτέλ φτιαγμένο για γαμήσια και φυγάδες.

6.
Στην αρένα
οι μαχητές όλοι βαριούνται,
μα το ξέρουνε καλά πως στ’ όνομα του Καίσαρα
πρέπει ή να σκοτώσουνε ή να πεθάνουν.

7.
Κύκλοι ραδιενέργειας σε κολεγιακό πάρτι.
Φούντα και βόντκα και κουβέντες με άγνωστους, γυμνούς ανθρώπους,
και τα τασάκια ξεχειλίζουνε,
κι όταν τελειώνουν τα τσιγάρα
– σχεδόν πάντα τελειώνουν τα τσιγάρα –
λιγάκι απελπιζόμαστε.
Παγάκια γίνονται στο δάπεδο νερό,
στο δάπεδο που φλέγεται απ’ τα παπούτσια όλων των καλεσμένων,
που χορεύουν απροσάρμοστα και δίχως αίσθηση ρυθμού,
και στα πεταμένα πλαστικά και κόκκινα ποτήρια στο τραπέζι
έχει υπολείμματα αναψυκτικού ή μπορεί και ξερατά να είναι.
Στο μπαλκόνι για μια τράκα,
κι ύστερα στον καναπέ,
με φωνές και μουσικές κακές και δυνατές μ’ άνοστους στίχους,
και κάποιος ξενερωμένος με ρωτά αν παίζει καθόλου κοκαΐνη,
μα κάνω πως δεν τον ακούω (παίζει).
Κι έπειτα τη βρίσκω μοναχή της,
να σιγοπίνει με μικρές γουλιές τη μπύρα
– είναι σίγουρα ήδη μεθυσμένη –
της χαμογελώ και μου χαμογελά και πλησιάζω ντροπαλά
και τη ρωτάω πως περνάει απόψε και μου λέει όλα καλά,
κι οι καφέ ίριδες μέσα στα σχιστά της μάτια γίνονται υγρές,
οι κόρες μεγαλώνουν,
κι όσο μου μιλά αόριστα και γενικά
και μου εξηγεί τη σημασία του φωτός στις τέχνες,
παίζει ασυναίσθητα με μια τούφα απ’ τα μακριά μαλλιά της,
και την προσκαλώ στο δωμάτιο που έχει ησυχία,
και ξαπλώνει στο κρεβάτι μου ανάσκελα,
κι απ’ το κορμί της αναδύονται αρώματα της Άπω Ανατολής,
λιβάνι και ξύλο κερασιάς και σόγια,
και δίχως να βγάλει τη λουλουδένια, από μετάξι φούστα της,
κατεβάζει και πετάει το βρακί της μακριά,
πιο έτοιμη από ποτέ για μια νυχτερινή ξεπέτα,
και μου ζητά να κλείσω το φως που την τυφλώνει
και το κλείνω κι ανεβαίνω στο μικρό της σώμα,
το μυρίζω και το γεύομαι
κι έχει γεύση αλκοόλ και ζάλης και ηδονής και πίκρας,
και το περιδέραιο στο λαιμό της τρέμει,
το στήθος της επίσης,
κι απ’ τα χείλια της οι ανάσες βγαίνουνε βαριές, ανάμικτες με δαγκωμένα βογκητά,
τα σκληρά και καστανά μαλλιά της χαϊδεύουνε το πρόσωπό μου,
τα κάτασπρα, λεπτά της μπούτια ανοιχτά μόνο για μένα,
και μέσα της το αιώνιο μυστήριο,
η λειτουργία της δημιουργίας και της ζωής και της απόλαυσης,
και κάποια στιγμή τα ηχεία ησυχάζουνε κι οι νότες σταμάτανε,
κι η μουσική τελειώνει και κανείς δε βάζει άλλο τραγούδι,
κι εκείνη λέει ανακατεύεται και φεύγει για την τουαλέτα να ξεράσει,
κι εγώ στο σκοτεινό μου υπνοδωμάτιο
κλέβω από την τσάντα της το τελευταίο τσιγάρο,
το καπνίζω και χαζεύω τις δερμάτινες τις μαύρες μπότες της,
πλάι στο πεταμένο μαξιλάρι.

8.
Σ’ ένα δρομολόγιο πρωινό
πάνω στις παλιές και ξύλινες ράγες της Amtrak,
κι οι απέραντες πεδιάδες του Βορρά είναι κάτασπρες και χιονισμένες και επίπεδες,
και μόνο που και που προβάλλει απ’ το βάθος κάποιο κυπαρίσσι
σ’ έναν θλιμμένο λόφο,
κι ο καφές στο χάρτινο ποτήρι ζεματάει,
και μουδιάζει ο ουρανίσκος,
και τα γκρίζα σύννεφα στον ουρανό ρίχνουν συνεχώς χοντρές νιφάδες,
και μετά στο άδειο κέντρο του Μπάφαλο της Νέας Υόρκης,
με τα πολύχρωμα σπιτάκια,
τα τατουατζίδικα των χίπστερς,
τα πεταμένα ποδήλατα στο χιόνι με τις αλυσίδες τους σπασμένες,
και το μικρό καφενεδάκι με τα μπέιγκελς με την κρέμα από τυρί,
και το wifi δωρεάν,
κι οι λιγοστοί θαμώνες του έχουνε μπει μέσα στα λάπτοπς,
και μ’ ένα φίλο παλιό πάμε μια βόλτα ως το παρκάκι για ένα μπάφο,
κι έπειτα με το αμάξι του, το τζιπ, μέχρι το Ρότσεστερ το βράδι,
στο ξεχασμένο σινέμα με τις κόκκινες κουρτίνες για ένα μοντέρνο γουέστερν
όπου πάντα στο τέλος θα κερδίζει ο καλός,
κι ας έχει και το πιο αργό ριβόλβερ,
και τέλος μες στον αχυρώνα με το χρώμα των κεραμιδιών
και τα ζεστά τοιχώματα και τα παράθυρα κλειστά,
για τσιγάρα, ουίσκι, χαρτιά και ζάρια.
Κι όταν έρθει το πρωί και βγει επιτέλους ο τεράστιος ήλιος
και ποτίσει με το φως του τα παγωμένα δέντρα και σπαρτά
και μετατρέψει το χιόνι σε νερό,
τότε γεμίζει ο δρόμος της επιστροφής με άνθη και φυτά,
και άγριους ταράνδους λαβωμένους που ψάχνουνε να φάνε,
και σταματάμε λίγο πιο έξω απ’ το καζίνο στη Μπατάβια,
σ’ ένα μαγαζάκι στα σύνορα της Tonawanda,
για μια κούτα αφορολόγητα τσιγάρα
κι ένα τυποποιημένο πρωινό,
κι εγώ έχω ακόμα λόξυγκα από χθες,
το κεφάλι μου το νιώθω σα να βράζει απ’ το χανγκόβερ,
μα ο πωλητής έχει όρεξη και πιάνει την κουβέντα:
Είμαι ο Τζερόνιμο, ο Σίτινγκ Μπουλ,
ο Βέρνον Μπελεκούρτ κι ο Κλάιντ,
ο γιός του ανέμου και της γης αυτής της ιερής
που γεννηθήκαν και πεθάνανε όλοι οι πρόγονοι μου,
αυτός που του κλεψαν το σπίτι και τα ζώα,
που του σκοτώσαν τον πατέρα και τη μάνα τη βιάσαν,
και που στείλανε τους γιους του να πεθάνουν σε πόλεμο αλλονών,
και τις κόρες του σ’ αρχοντικά πλούσιων ευρωπαίων,
αυτός που πάλεψε να μην εξαλειφθεί,
παρέα με τους βούβαλους της άγριας Δύσης,
αυτός που του αλλάξαν με το ζόρι τη γλώσσα του και τη μιλιά,
τη θρησκεία και την κατοικία,
που του άρπαξαν απ’ τα χέρια ότι είχε πιο πολύτιμο και ιερό
και γι’ αντάλλαγμα του δώσαν χάντρες και καθρέφτες,
αυτός που πολεμήσανε με μένος
κι αυτός που τους πολέμησε επίσης,
που του πήρανε την πίπα και του αφήσανε μονάχα τον καπνό,
και μια στοίβα κούτσουρα υγρά για μια μικρή φωτιά τα κρύα βράδια,
που βάλαν στ’ άλογα του σέλες για να μπορέσουν να τα καβαλήσουν,
που ξεθάψαν τα οστά των παππούδων του απ’ το χώμα για να τα μελετήσουν,
αυτή η καρικατούρα
με το δέρμα το κόκκινο και τα φτερά γύρω από τα αυτιά του.
Αυτός που τον αφήσανε γυμνό
και κάνανε τα ρούχα του σουβενίρ για τους τουρίστες,
που προσβάλλαν τους θεούς του και γελάσαν με το πρόσωπό του,
και τ’ όνομα του το αλλάξανε γιατί δε μπορούσανε να το προφέρουν,
αυτός που είπαν άγριο κι απολίτιστο και βάρβαρο,
και του συμπεριφέρθηκαν σα να ταν κάποιο ζώο,
αυτός που τους πολέμησε και μερικούς τους σκότωσε,
μερικούς απ’ τους λευκούς αυτούς διαβόλους,
στα μεγάλα υψίπεδα, στη Ντακότα και στο Γουαϊόμινγκ,
στο ποτάμι του Γουομπάς και του Λιτλ Μπίγκχορν της Μοντάνα,
στις πεδιάδες της Γιούτα και στα βουνά του Κολοράντο,
στο Τέξας και στη σφαγή του Σαντ Κρικ.
Αυτός που του πήρανε τη γη,
που τον οδηγήσανε στην πείνα, τη φτώχεια, το λιμό,
που τον κολλήσανε ξένες ασθένειες και τον αφήσαν να πεθάνει,
αυτός που επέζησε της ατελείωτης γενοκτονίας
και που αντιστάθηκε,
και πάλεψε με νύχια και με δόντια να κρατήσει αυτά που του ανήκαν,
αυτός που πρόδωσαν πολλοί
και λίγοι μείνανε στ’ αλήθεια φίλοι,
που του κόψαν τα τοτέμς και τα ξύλα που κρατούσαν τη σκηνή του όρθια
για να τα ρίξουν στην πυρά τους,
αυτός που κάποιοι ηλίθιοι ονόμασαν Ινδιάνο,
πιστεύοντας πως βρίσκονται στα βάθη της Ασίας,
πρώην περήφανο μέλος των Σενέκα,
που τώρα βγάζει το ψωμί του κλέβοντας από κατεστραμμένους τζογαδόρους στα καζίνα
και πουλώντας τους φτηνά τσιγάρα και αλκοόλ.

9.
(Μετά τα γεγονότα του μαραθωνίου)
Βόμβες μες στα αυτιά μου!
Βόμβες στην πλατεία Κένμορ!
“Είναι τα τζιχάντια.”
“Είναι τα κομμούνια.”
“Είναι οι αδερφές.”
“Ίσως τελικά και να ναι απλά το αλκοόλ…”
Ναι, αγάπη μου, το ξέρω,
μα σου πα τι έκανα εγώ;
Εγώ που λες έσυρα με κόπο το κορμί μου ως την Κόπλεϊ,
ελπίζοντας να βρω στο πεζοδρόμιο κάποιο χέρι
ή κάποιο πόδι,
κι αντ’ αυτού
βρήκα μονάχα καμιά εκατοστή χοντρόκωλα μπατσάκια,
κάμποσα τεθωρακισμένα του στρατού
και μπόλικους στρατιώτες με τα κεφάλια ξυρισμένα
να με κοιτάνε στραβωμένοι
και να μου ζητάν να δούνε ID.
Ναι, οκέι, εντάξει,
τίποτα το συνταρακτικό…
Εξάλλου το ξέρεις και μου το χες κιόλας ξαναπεί
πως είμαι βαρετός άνθρωπος,
και πως θα πρεπε να μιλάω περισσότερο,
ν’ ανοίγομαι στους άλλους,
να τους λέω αυτό που αλήθεια σκέφτομαι,
να φωνάζω αν νιώθω ότι έχω δίκιο,
να μην το κρατάω μέσα μου, μονάχα για τον εαυτό μου.
Μα κοίτα,
κοίτα έξω απ’ το παράθυρο,
κοίτα τ’ αστέρια του ουρανού, το φεγγάρι, τα μαύρα συννεφάκια που περνάν σποραδικά,
κοίτα τα,
είναι πιο όμορφα στους νέους τούτους τόπους,
πιο καινούρια,
πιο ζωηρά,
να λοιπόν, κοίτα τα,
και δες πως κι αυτά, όπως κι εγώ,
δεν έχουν λόγο να φωνάξουν,
τίποτα σπουδαίο να πουν.
Όμορφα, δεν είναι;

10.
Το τελευταίο μου ταξίδι, αγάπη μου,
το άφησα για σένα φυλαγμένο,
σαν εισιτήριο για το τελευταίο λεωφορείο της νύχτας,
ένα μικρό δωράκι για να με θυμάσαι
μέσα στον ψυχρό αγέρα του Μαρτίου
και την πράσινη παρέλαση στη νότια μεριά της πόλης,
με τα ημίψηλα καπέλα, τα τριφύλλια και τις μπύρες,
προς τιμήν του Άγιου Πάτρικ.
Εγώ εδώ τελείωσα.
Εγώ εδώ θα φύγω.
Και μέσα από το στόμα μου θα βγαίνουνε πνιχτοί,
όπως θα γυρνώ μονάχος σπίτι,
οι στίχοι και οι νότες του Τομ Γουέιτς
κι όλων των αιώνιων ποιητών της άγριας Δύσης.
Εγώ, ο παρατηρητής, ο ξένος,
αυτός που ήρθε κι είδε και δε θέλησε να κατακτήσει
μα μονάχα να γευτεί το υγρό χώμα απ’ τους ψηλούς καρπούς,
να ξεδιψάσει, να γνωρίσει και να μάθει.
Αντίο λοιπόν.
Ήρθε η ώρα μου να χαιρετήσω.
Να κλείσω τις κουρτίνες πίσω μου.
Εγώ εδώ τελείωσα.
Εγώ εδώ θα φύγω.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: