Ιώβ
μέσα στο λεωφορείο
τα μήκη μου κινούνται με κιλοβατώρες – όσο πιο κοντά στις λέξεις, τόσο μακριά από εκείνη που με αμέθυστους με έθρεψε.
εκείνη τη στιγμή που φεύγω μια σκηνή χορεύει στα μαλλιά μου
ήμασταν εγώ κι εσύ – πριν ακόμα δω φως – και επιπλέαμε στην θάλασσα για χρόνια, αλλάζοντας μέρες σαν ρούχα βρώμικα, οι σημαίες δεν μας έλεγαν τίποτα
ήμασταν εγώ κι εσύ και οι μέδουσες έκαιγαν στα γόνατά μου – γόνατα στο πάτωμα και μέση που γυρίζει – πάντα με κιλοβατώρες που μετράει εκείνη που με γάλα με έθρεψε
μέσα στο λεωφορείο, ο ήλιος καίει και όλοι ξαπλώνουν προς τα πίσω – όλοι σκέφτονται με κιλοβατώρες και γραμμές λέξεων
πάντα όταν φεύγω έχω αυτές τις εικόνες – είμαστε εγώ κι εσύ, περνάμε τα λιοντάρια και με σηκώνεις ψηλά, δεν σκέφτομαι
όταν έφτασα εδώ, οι ώρες χαμήλωσαν και η άμμος έγινε φόρμουλα
τα χέρια δεν είναι παρά βιολογία – η θερμοκρασία μηχανισμός άμυνας
έφτασες εσύ και ρωτάς γιατί το πλοίο δεν κινείται
ξημέρωσε πάλι
κι εγώ σε είδα να χορεύεις στήθη και πλάτες
κι όλοι σε είδαν να χορεύεις – ο χρόνος δεν έφτασε
αυτό το μέρος είναι όμορφο και σε αυτό το μέρος όλα μου πέθαναν
οι γυναίκες της ζωής μου είχαν πάντοτε μαύρα μαλλιά – αυτές που με έθρεψαν με γυάλινους κυνόδοντες – ο χρόνος δεν φτάνει
αρκεί που έκανες λίγο χώρο για εμένα απολαμβάνοντας τον ήλιο – όλοι ήρθαν για να δουν το μέρος να πεθαίνει στα σκέλια του
ήρθα περιμένοντας να δω όσα είχα εδώ να πεθαίνουν
και το μόνο που μπόρεσα να δω
ήσουν εσύ, να χορεύεις.
Άτιτλο
περίγραψε μου
πώς την ευλογία του όλου παράτησες
με πόση αγωνία αναλήφθηκες στους ουρανούς
τον ιβίσκο που φωτίζει τα βράδια την ολονυχτία
χωρίς να μιλάς περιφρονητικά για το παιδί που άφησες μόνο του
ανοίγοντας μια μικρή φλέβα
ο πρώιμος θυμός έγινε φυτίλι στο στήθος εκείνων που ξεχνάνε
γιατί ξεχνάνε;
είναι παράξενες οι χρονιές που τις περνάς σε καναπέ
μα όσο κι αν κακοποιείς λέξεις πάλι δεν θα φτάσουν για να πουν
πως ο κακός της υπόθεσης είσαι εσύ
που δεν κινητοποιείσαι και δεν βγαίνεις στο δρόμο να φωνάξεις και γιατί όχι;
να αγαπήσεις κάποιον ξένο που θα στρίβει στην Εμ. Μπενάκη για να πάρει τον καφέ του
ν’ αγαπήσεις εμένα και όλα τα παιδιά που μιλάνε στο κινητό
που κανονίζουν που θα βρεθούν για να πεθάνουν ελαφρά
πάμε! προς τα πού πάμε; εγώ δεν ξέρω να ζω έξω από τα κύμβαλα
με δικαιολογούν όλοι
γιατί το επέτρεψα
θέλω να πω
πώς είτε σ’ ακούω
είτε κάνω πως σ’ ακούω
εσύ θα μιλάς
και το κρύο νερό ανάμεσα στα πόδια μου
θα συνεχίσει να λυμαίνει τις πολλαπλές σου πραγματικότητες
για όσο το επιτρέψεις
Χτύπα το χτικιό μέχρι να το ξεράσω μόνη
χτύπα το χτικιό μέχρι να το ξεράσω μόνη
χτύπα με στο λαιμό μου
είμαστε μια αυτοεκπληρούμενη γυναικοκτονία
αν επιλέξω τον θάνατο μειώνω τα σκαλιά της εκκλησίας
αν επιλέξω τη ζωή ξεχνάω αυτούς που γεννήθηκαν πεθαίνοντας
*εμείς εδώ. σκοτώνουμε τους γερανούς για να μην γεράσουμε
αν είσαι 20 χρόνια μεγαλύτερος από μένα και με φιλήσεις ξαφνικά
ή θα με γεράσεις ή θα σε λειάνω
αλλά είμαι ήδη νεκρή και αν δεν ήσουν τραχύς δεν θα ήσουν καν εδώ.
χτύπα με στον καρπό
κάνε μια στροφή – αρρωσταίνω και μόνο που περπατάω.
το νερό σταμάτησε να τρέχει στο σπίτι αυτό
τα χέρια μου θα μολυνθούν από τα τάλιρα
οι τρίχες μου δεν σταματούν να μεγαλώνουν
κάθε φορά που την βλέπω και την γνωρίζω με χτυπάει κατευθείαν
στην καρδιά. κάνε την στροφή και χτύπα με ώσπου να μην μπορώ να περπατήσω.
*υπάρχουν και κάποιοι ποιητές τόσο καλοί, δεν γράφουν για πόνο και αίμα
που δεν γεννάνε βία
που απορώ γιατί δεν βγήκαμε να τους σκοτώσουμε.