Ι.

έπνιξα τη δειλία μου
σε μια κούπα ξινισμένο γάλα
και τράβηξα για τα βόρεια
ο παγωμένος αέρας
με χαστούκιζε σα κακομαθημένο παιδί
έτρεμα
προχωρούσα αργά
με το βλέμμα πάντα στο στόχο
κάθε βήμα μου μέσα στην ιστορία
κρατούσε αιώνες
έφαγα τα κόκκαλα της μνηστής μου
για να βρω δύναμη
έφαγα τα χαλίκια
κάτω απ’ το σκισμένο παπούτσι
που φύλαξες στη ντουλάπα σου
έφαγα
ένα παλιό χαρτονόμισμα βουτηγμένο
στο κρασί.

έκανα συμφωνία με τη γλώσσα μου
να είναι αυτή που θα με σκοτώσει
αν παρατήσω το σκοπό
έκανα συμφωνία με τη γλώσσα σου
να είναι αυτή που θα μου δώσει να σπάσω
τον καταραμένο καθρέφτη που δείχνει
μόνο το είδωλο μου.

Και τώρα να
νιώθει το δέρμα μου πως φτάνω
νιώθει η πέτσα που με τυλίγει
τις μάχες που δίνουν οι δαίμονες
κάτω απ’ τους πάγους
για να σμίξουν μαζί μου
Μεγαλύτερος φόβος
πίσω απ’ την άγρια γη
να κρύβεται μονάχα
το θέατρο των κλειστών μου ματιών
αλλά
θα πατήσω γερά με τη μπότα μου πάνω στο χιόνι.
ΙΙ.

Στην έξοδο απ’ τη γλυκύτητα του κήτους
κοιτάζω τη δύση που χάσκει – νέες κατοικίες των θεών
κ’ εξέρχομαι σε σανίδες
που πλέουν στην χρονολογία μας,
ήταν άραγε προφύλαξη απ’ το βάδισμα στο πάγο;
το σταμάτημα ενός άντρα στις απολαύσεις
το ωκεάνιο ρίγος (μικρή που πέθανες νωρίς
για να μας στοιχειώνεις)
το ξύπνημα ενός άντρα στις θυσίες μιας παράστασης;
στην έξοδο απ’ το κήτος
και την γλυκύτητα του
ο κηπουρός ο καλλιτέχνης ο ψαράς
το βούρκωμα υπό το κομβόι των φυλακισμένων, ποιο έτος και ποια μάνα
είμαστε ναυαγοί στις μητροπόλεις των
αισθήσεων…
Για μας η έξοδος είναι θύμα της εποχής·
είναι υποταγή λαιμητόμος
οι χώρες του νότου, αχ
φέγγουν τα μοτέρ της απώλειας
να βαδίζουμε μηχανοκίνητοι στρατιώτες / φαντάσματα λερναίες ποιητές
άνθρωποι των σπηλαίων ακατοίκητοι λειμώνες
και πορτοκαλιές, πείτε μου
συνθέτει ένα στίχο αγάπης το καλάσνικωφ;

Αν ο στρατιώτης λιμοκτονεί – είμαστε ο σκελετός του
σ’ ένα στείρο χωράφι, είμαστε το σύννεφο της στάχτης
και το πικρό όπιο των ανέμων
είμαστε η κατάρα και το δρολάπι που ρέει την απώλεια. Η εξ-
οδός μας λοιπόν
στις στεριές που βαδίζουμε – νέες κατοικίες
για τους ημίθεους αφέντες των ετών 2020 και 2021
σύντροφε φέγγει η Πλόκαμος στη νύχτα μας
ή το κήτος της μοναξιάς μας σκεπάζει;
Και εγώ σε σκεπάζω με τα λόγια σου
λουλούδια στο ταχύπτερο για καρδιά
και γω σε σκεπάζω με τα λόγια σου – και γω σε σκεπάζω με τα δάκρυα σου
και είμαι η βραδινή ανθολογία
που βαραίνει τις πλάτες μας μια κερασιά.
Και ξεβιδώνω τις λάμπες εξετάζω τις συνδέσεις
σπάω φανάρια λυμαίνομαι τις ψυχές και τους πύργους σας
ανασταίνω τον λωτρεαμόν
γίνομαι μικροκαλλιέργεια στους πνεύμονες των εξόριστων
απαρηγόρητη διάψευση λοιπόν πως
δε θα υπάρξει έξοδος απ’ το κήτος για εμάς.

αβαρής απλανώς ναυτική παρωδία των παιδικών μας χρόνων
η γαία βαπτίζεται στην ανέκφραστη
δυσωδία μας.
Και το κήτος βυθίζεται ξανά
*
Πλέον έχω αφεθεί στο πικρό μέταλλο των τραίνων|||
ο βορράς χάνεται στο μοιρολόι του
και το να προχωράμε
σημαίνει εξορκισμός σημαίνει αφηγηματική τεχνική
σημαίνει θεραπεία απ’ την λέπρα:
αγάπη μου, πέθανες μικρή για να μας στοιχειώσεις.
Αν τώρα ακούς τη λέξη σύντροφος
εννοώ στάχτη και ταχύπτερο για καρδιά
εννοώ χιόνι χιονάκι φράγμα: σήμερα σε λατρεύω τυφλότητα
και επαρχεία που καις λιβάνι
στη διάβαση των νεκρών
μη φεύγεις από τώρα,
ο δρόμος μας
είναι ένας μυθικός παράλυτος.
Και κάθε κήτος
είναι μια χάντρα στο λαιμό του πεπρωμένου,
μια σφαίρα
στο μέτωπο του ανέμου.
III.

Ανάμεσα στα αγριόχορτα
σκάβω
να φτιάξω έναν τόπο για προσευχή.
Βαριέσαι
γι’ αυτό συνέχεια ρωτάς
αν ήταν έξυπνη
η τελευταία σου πράξη. Σε τραβώ απ’ το γιακά
να συνεχίσουμε το δρόμο
πριν το χιόνι καλύψει και τα τελευταία
σκουπίδια.

Ένα κοπάδι αγριοκάτσικα
μας οδηγούν σε μεγάλο πανηγύρι
μουσικές, χρώματα πολλά
και κρέας
αλλά όταν τολμάω να ρωτήσω
τι γιορτάζουμε
στρέφουν αλλού το βλέμμα τους
θα ήθελα πολύ
να γδυθώ στην κεντρική πλατεία
και να ξαπλώσω ανάμεσα στα χέρια
αλήθεια με
πονάει τόσο
να μη μυρίζω με τα χάδια
μα εδώ εσείς
γιορτάζετε
κάτι αποτρόπαιο
για μένα.
Και με τραβάς απ’ το γιακά να συνεχίσουμε
σου λέω «Σκέφτομαι να φάω τα δάχτυλα μου
Ως τελευταίο επιδόρπιο»

Και με τραβάς απ’ το γιακά να συνεχίσουμε
σου λέω «να γλυκαθώ πριν γκρεμιστώ Κυριακή πρωί
από κάποιο υπέροχο και μακρινό
ύψωμα των συνόρων».
Και με τραβάς απ’ το γιακά να συνεχίσουμε
κι οι πρωτόγονοι Θεοί που ζουν μέσα στο λάκκο
μου γράφουν με σπασμένα κλαδιά πάνω στο χώμα
κατάρες για όλους τους δειλούς
που τόλμησαν να ευχηθούν
την αυτοκτονία των εχθρών τους.
IV.

Δε θα φτάσουμε ποτέ
οι μέρες μας θα λιγοστεύουν.
Κάποτε θα κινήσουμε: ένα υδάτινο
φράγμα
θα μας αποτρέψει.
Δε θα φτάσουμε ποτέ.
Πίνοντας κρασί στις γραμμές των τραίνων.
Έπειτα θα κινήσουμε: ο εχθρός
με τη μορφή ενός κύκνου
θα μας σταματήσει.
Δε θα φτάσουμε ποτέ·
τα μαύρα μάτια του ήλιου
θα στάζουν.

Και όπως η προδοσία ή ο θάνατος
τα σκυλιά μας θα τρέχουν στους αγρούς.
Και μεις από πίσω
με φανάρια κάτω απ’ τον νυχτερινό ουρανό
– θα χαθούμε.
Και δε θα φτάσουμε ποτέ.
Οι λίμνες παγώνουν
τα χελιδόνια
είναι το ύστατο σύνορο.
V.

προχωρώ
σε σκαλιά κεντημένα
με μεθαμφεταμίνη.
είναι η σκιά
του επερχόμενου
θανάτου
που μυρίζει
λιβάνι και κανέλλα
και προετοιμάζει
το πανηγύρι.
ντρέπομαι
κάτω απ’ το τσεκούρι
του εκτελεστή
θυμάμαι πως κάποτε
είχα δανείσει λεφτά
στον πατέρα του.

σαν ποντίκι
ξεγλιστρώ απ’ τη μοίρα
μου ή
πιο στα σπλάχνα της
βυθίζομαι;
99.999 κουστουμαρισμένοι
ψέλνουν στο Θεό
και τρώνε
λευκή
και μαύρη σάρκα
και τρώνε
λευκή
και μαύρη καρδιά
ποιος θα τολμήσει λοιπόν
να πει
πως πλέον χωρίς μάτια
χωρίς φρέσκα μήλα
χωρίς την αγκαλιά της θάλασσας
χωρίς τη μυρωδιά μιας μητέρας
θα αντικρίζουμε
θα αντικρίζουμε
τις σφαγές από το κάστρο;
VI.

Μη με πειράζεις δαίμονα – σπαταλιέμαι
στις φθορές των ανέμων σου
μη με ψέγεις σελήνη
σκοτεινιάζω στα ρετιρέ
των ανιαρών εχθρών μου
μη με πειράζεις δαίμονα
μαρμάρινη η πόλη στην αυγή σου – γυρνάω τότε ή
περιστρέφομαι ή
εξοβελίζομαι στον ακατάκτητο βορρά; Άμα κλαίω
και ανάμεσα στα δάκρυα
γρασίδι ανάσα άρρωστη και συ να κατηφορίζεις
άμα προσφεύγω στις μελέτες
και στα σχεδιαγράμματα των άστρων – είμαι νικημένος;

Πως εν τέλει
συζητάω με τον πιανίστα – τα δάχτυλα μου φαγωθήκαν στις μπόρες
ή
συζητάω με τον κηπουρό – η αγάπη μου
φυλλορροεί τις σκέψεις μου
ή συζητάω με τον κρουπιέρη της αδιαφορίας
κοιμόμασταν μαζί μέχρι που με ‘πνιξε στο χώμα//
γυρνάω και γυρνάω κάτω απ’ τα χαλάσματα (λίμνη αίματος
γκαράζ
τελευταία αποθήκη ενός πειράματος
πατρικό δωμάτιο
πρώτη και τελευταία αγκαλιά, μητέρα!)
γυρνάω
και γυρνάω
κάτω απ’ τα ερείπια του ουρανού

Α! μη με πειράζεις δαίμονα
τα βήματα μου πιο γρήγορα απ’ τη φθορά – πικρό σαμποτάζ
να ξαποσταίνει
μακρυά απ’ τις μεραρχίες της στοργής
να παρατηρείς τα χελιδόνια ν’ αποδημούν στους βάλτους
αγάπη που σε βουλιάζει στον ορίζοντα
και κουνάς το ασπρόπανο των χρωμάτων
μη με τραβάς σου λέω δαίμονα
στις όψεις τις εποχής:
σέρνουν οι αγρότες τη μοναξιά μου
και βλασταίνει ο ήλιος
κοιμητήρια
πικρό πικρό τσουβάλι η ψυχή
να χύνεται στο όπιο των συννέφων-
VII.

Ονομάζω
θεϊκό
την αγάπη
που τρέφω
για ένα
βρώμικο βάλτο,
ποίηση
την προφητεία
ενός παιδιού
για τον γέρο
που θα μας
σώσει
όταν πια
ο πόλεμος
εισέλθει
στην τελευταία περιφέρεια.

Και λούζονται από ιδρώτα
οι έσχατοι, μα
ούτε ένας δε φτάνει πρώτος
και λούζονται οι δρόμοι με φίδια
μα ούτε ένας από ‘μας
δεν κουβαλά
μαζί του όπλα.
Στους κρυμμένους
κάτοικους
του βάλτου αυτού
πίστη υπόσχομαι.
VIII.

Θα μας φορτώνουν σε σακούλες – χαράζοντας
μια αχτίδα στο σώμα του ουρανού
ένα
δάκρυ
ασπαρτάμης.
Θα μας φορτώνουν σε σακούλες – στα σελοφάν της μετάνοιας
κάποιος θα ρωτήσει
που τελειώνει
άραγε
ο βορράς;
Θα μας φορτώνουν:
σακούλες
πάνω
σε σακούλες
θα κατασκευάζουν
βαβέλ από νεκρούς
στις πλάτες μας.

Και θα μας φορτώνουν σε σακούλες
Κάποτε ένα σπόρος θα φυτρώσει στα χείλια μας
παρακλάδια
μιας προσευχής κάτω απ’ το χώμα.
Θα μας φορτώνουν
στα γόνατα του θεού.
IX.

με σκυμμένο το κεφάλι
προχωρώ κάτω απ’ τη γλώσσα
του κόκκινο λύκου.
Άλλος τρόπος δε θα μου ταίριαζε.

με σκυμμένο το κεφάλι
προχωρώ κάτω απ’ τη γλώσσα
του κόκκινου λύκου. ανάβω φωτιά
και απλώνω ένα στρώμα
από κιτρινιάρικα φύλλα λεύκας
να κοιμηθούν
οι αμαρτίες μου.
Άλλος τρόπος δε θα μου ταίριαζε.
Χ.

Πορεύεσαι με την αρρώστια σου και γω με την δική μου –
η δική σου είναι μακρινή,
την διακρίνω από κάποιον καθρέπτη, η φιγούρα ενός
ακροβάτη
ή μια έκλειψη του φεγγαριού,
ένας άσκοπος ρυθμός που σε καταδιώκει:
μια αγέλη με πουλιά του ζόφου (ομίχλη κλπ)
και ίσως βλέπω ή ονειρεύομαι ή αγγίζω
έναν σκελετό πίσω απ’ το σώμα σου
έναν σκελετό σα μαριονέτα
μια τέλεια αρρώστια η δική σου, σ’ αναγκάζει να την υποστείς.
Ωστόσο η δική μου αρρώστια
δική μου σαν το χέρι μου ή σαν τα γόνατα μου,
είναι μια αρρώστια που όταν την σκέφτομαι
νιώθω ένα βαρύ ροζ σύννεφο στο σβέρκο
ένα ροζ σύννεφο γεμάτο με κάτι ανεξήγητο και αναπόφευκτο
ένα ροζ σύννεφο ή μια πάθηση,
μια φοβερή
και σπάνια πάθηση
που από μικρή ηλικία ποτίζει τα κόκαλα μου.
Στο τέλος πάντα γίνεται ένας βάλτος
και εκεί το μυαλό μου
ολοένα πέφτει
και εκεί η ψυχή μου
ολοένα πέφτει
ολοένα πέφτει – γίνεται μια σούπα του τρόμου
στην οποία ανακατώνεται
το παρελθόν
με το παρόν και καμιά φορά με το μέλλον.
Δεν την αντιμετωπίζω, είναι μάταιο πλέον,
απλά εισχωρώ: σ’ έναν πολτό
αναμνήσεων και προοπτικών, και τότε, εκεί,
βυθισμένος
ως το λαιμό όπως είμαι
γνωρίζω ή παραληρώ ή
διαισθάνομαι, πως η θεραπεία υπάρχει
και είναι το χιόνι, ακούγεται παρανοϊκό, όμως η θεραπεία είναι
υπό μια έννοια η βραδύτητα και το χιόνι·
λέω τότε πάλι:
η θεραπεία είναι η απομάκρυνση και η σιωπή,
η θεραπεία είναι δηλαδή το γλυκό σκοτάδι,
όμως εκείνη
μια αρρώστια σαν ύαινα και σαν εμετός
επανέρχεται πιο δυνατά
και η καρδιά μου σφίγγεται
και με ζώνουν οι τύψεις·
αν έστω είχα την διάθεση, λέω τότε, να μετανοήσω
να αλλάξω λίγο την θέση μου
να κάνω μια πειστική πόζα
να πάρω το κοινό με το μέρος μου, ίσως λέω,
αν είχα έστω την διάθεση,
ν’ αναγνωρίσω πως έχω ευθύνη για την αρρώστια μου…
Και όταν τελειώνω αυτά τα λόγια
βλέπω ή ονειρεύομαι έναν σκίουρο να τρέχει
και τρέχει σ’ ένα κρυστάλλινο δάσος
λέω ο σκίουρος είναι η υγεία
με ρωτάς για τα δέντρα
και ’γω λέω ξανά πως ο σκίουρος
είναι μάλλον η ανθρώπινη αδυναμία
μια εμφάνιση της δειλίας που τρέχει σαν το φως,
κβάντα του φόβου που στροβιλίζονται
στο δάσος και στα κλαδιά των δέντρων,
ενώ τώρα βρισκόμαστε στο αιώνιο δειλινό
αυτό δηλαδή που οι άνθρωποι λένε αιώνιο δειλινό
αν όντως το λένε,
και πάντως τα δέντρα είναι ο χρόνος
και ο σκίουρος είναι ίσως η ποίηση σκέφτομαι ξανά
όχι η υγεία πάντως, ούτε το άγχος,
η ποίηση, το πέρασμα, η σταύρωση:
σαν τρελαμένος έφηβος που κυλιέται στις μαργαρίτες
ενώ ο ήλιος πέφτει
η ανάπαυση λέω τότε,
σαν την ανάπαυση φυσικά,
την ξ ε κ ο ύ ρ α σ η,
και το τρένο περνάει, κυλιέται κάτω απ’ το φως
της ομορφιάς
και της αγνότητας.

Πορεύεσαι ωστόσο, σε βλέπω
με την αρρώστια σου παραμάσχαλα
και’ γω με την δική μου
μια αρρώστια που την φαντάζομαι πιστή
όπως φαντάζομαι έναν σκύλο
να ακολουθάει τον αφέντη του ή τις σκιές δυο κυνηγημένων
στο δρόμο
στη γέφυρα
στα κίτρινα φανάρια μιας έρημης πλατείας, αρρώστιες
που τρέφονται
απ’ την αδυναμία μας να πεθάνουμε ή τουλάχιστον
να ζήσουμε.
Συμβαίνει όμως και ο ουρανός κάποτε ανοίγει στα δυο: συμβαίνει
είτε από τύχη είτε από ατυχία
στη μέση κάποιας κακοκαιρίας
εκεί που νιώθεις μόνος και παραιτημένος,
λες και κακοκαιρία
θα πει μοναξιά ή θα πει απελπισία,
πάντως κάποτε συμβαίνει με το τρόπο
που υπάρχει η αγάπη ή διαβάζεις έναν πονεμένο στίχο
συμβαίνει και προς στιγμήν, ο ουρανός ανοίγει στα δυο,
και τότε
άρρωστοι δεν υπάρχουν, παρά μόνο αρρώστιες,
και εγκαταλελειμμένος
είναι μονάχα οποίος δε μετανοεί· οποίος αφήνεται στη βροχή
ελπίζοντας πως οι δρόμοι
πλημμυρισμένοι
θα παρασύρουν εκείνον και το σταυρό του, σε κάποια γη της επαγγελίας
σε κάποιο ηλιακό περιβόλι
ή σ’ ένα γαλήνιο αστρικό δείπνο:
και βλέπω δεκάδες νέους πνιγμένους
και βλέπω τα δάκρυα τους για το τίποτα
στο τίποτα
στο μαύρο κενό,
και βλέπω δεκάδες σάπια ξύλα
να βουλώνουν τα φρεάτια…

Εν μέσω αστραπών
στηλώνω τον δικό μου σταυρό
μες την λάσπη
και σκαρφαλώνω.
XI.

αρπάζω ένα παγωμένο
τοστ απ’ το ψυγείο
και βιαστικά
το τρώω
καθώς
ξεχύνομαι έξω, λέω:
Αν δεν μιλήσουμε στους εργάτες δεν υπάρχει ελπίδα
για εμάς εδώ.

Κι ακόμα:
Πρέπει να καταφέρεις να ζήσεις
τυλιγμένος με κουβέρτα
ποτισμένη
αίμα αγγειοχειρούργου
Πρέπει να καταφέρεις να ζήσεις
με το βλέμμα
του καταδικασμένου λαγού
καθώς νιώθει στο σβέρκο
τα δόντια της φιλανδικής αγριόγατας.

Ο Σοπενάουερ παίζει τον αυλό του
Κι ο μπολσεβίκος σημαδεύει με το ντουφέκι τον Αδόλφο Χίτλερ.
μα εγώ αναζητώ μια ιστορία
που να βρωμάει βαλίτσα που ταξίδεψε σε χόστελ του κάτω κόσμου
καταλαβαίνω τώρα πιο καλά
το δράμα
του Πατέρα-ασβού
καθώς πεινασμένος τρώει τα
μικρά του
και κλαίγοντας ορκίζεται
και κλαίγοντας ορκίζομαι
και κλαίγοντας ορκιζόμαστε
πως κάτω απ’ το δέρμα υπάρχει ακόμα κάτι
που χτυπάει σταθερά και επίμονα
σα το μεγάλο ρολόι του σύμπαντος.
XII.

Στην αρχή σκέφτηκα πως η μεσόγειος
δε σημαίνει τίποτα για μένα:
ήμουν στο κρεβάτι και κάπνιζα
και πραγματικά δε σήμαινε τίποτα. Σκέφτηκα προς στιγμήν
τον Οδυσσέα
ίσως την Κίρκη ή τα ιερά βόδια του Απόλλωνα,
και έπειτα πάλι την μεσόγειο,
τίποτα απολύτως. Ήμουν ξαπλωμένος
έπινα χυμό πορτοκάλι
και κάπνιζα
ένιωσα πως απλώς θέλω να μετανοήσω
για την ασχήμια μου: σαν
ναυαγός
που το αεροπλάνο του συντρίφθηκε σ’ ένα
ξερονήσι.
Ακόμα όμως δε σήμαιναν τίποτα όλα αυτά
και η μεσόγειος
τίποτα
και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική.
Να γίνουμε πιο ωραίοι σκέφτηκα έπειτα
με κάποιον θαυμαστό τρόπο να ομορφύνουμε :
ήταν νύχτα και νύσταζα
άρχισα να χω ναυτία. H μεσόγειος πάντως δε σήμαινε τίποτα
ακόμη
ενώ έβγαινα απ’ την τουαλέτα και ξάπλωνα
και έπειτα θυμήθηκα
πως ο Μπολάνιο ζήτησε
να σκορπίσουν τις στάχτες του σε ‘κείνη
και έπειτα είδα
ένα σκυλόψαρο να τρώει κάποιον ναυαγό
που το αεροπλάνο του
τυλίχθηκε στις φλόγες
σ’ ένα ξερονήσι.
Τίποτα το σημαντικό και πάλι όμως
η μεσόγειος
απ’ ότι δείχνουν όλα
είναι απολύτως ανύπαρκτη για μένα.
Να γίνουμε πιο ωραίοι, σκέφτηκα λίγο πριν κοιμηθώ
να πάψουμε να αμαρτάνουμε
τόσο αβίαστα

των Φώντα Φ. & Σίλουαν Κ.
φωτογραφίες: Άλεξ Κοάν