Ο χαμός πορεύεται με σπασμένο μεγεθυντικό φακό
Και το ποτάμι παίρνει τις βαλίτσες μας
Και η βροχή αμβλύνει τις γωνιές των δρόμων
Και ο σκύλος μας παρατηρεί στοχαστικά
Και μεις κλαίμε ή ακούμε ή βλέπουμε
τα θρύψαλα των πραγμάτων
σε σμίκρυνση: τόση όση και η κραυγή μου
καθώς περνάς απέναντι
διάφανη πια
και παραλαμβάνεις τα βαφτιστικά μου ρούχα.
Και τα σπίτια ξεριζώνουν τα ύψη τους:
ας μη ματώνουμε τα χέρια μας
οι σκιές ας κατακτήσουν τους χάρτες μας, τα τετράδια μας, τα λόγια μας
ας ετοιμαζόμαστε
χωρίς λεξικά, χωρίς τεχνητές νοημοσύνες
χωρίς καν ποίηση:
ας μη σκίζουμε άλλα σύννεφα.
Ας περιμένουμε σιωπηλά / πίσω απ’ τις φυλλωσιές
ας περιμένουμε
συλλέγοντας χαλίκια:
ά γ ρ υ π ν ο ι
στο διάζωμα
ενός
δρόμου
που ολοένα
και
στενεύει.
Το μεσημέρι που συνάντησα έναν σπουδαίο ποιητή που ‘χει πεθάνει
Σ’ ένα πεδίο όπου αλώβητοι μένουν μονάχα
οι σερνάμενοι τελάληδες της ερήμου
όσοι δηλαδή έχουν χαθεί πια
και οι φωνές τους ξέχασαν να εγκαταλείψουν
σ’ ένα πεδίο όπου αλώβητη μένει μονάχα η σκόνη
μαζεμένη στα μαλλιά της νέας εκείνης
που προσπερνάμε
κλαίγοντας
αλώβητος και ’γω όπως το όνομα μου – ένα αλώβητο όνομα
από χάλυβα ή τσιμέντο
προχωράω με το πρόσωπο μου άκαμπτο
στο σκληρό έδαφος που βρέθηκα φωνάζοντας: που χάθηκε άραγε
εκείνη η συμφωνική ορχήστρα των δαχτύλων μου;
Με τον ιδρώτα να στάζει και την καρδιά να τρέχει
βαστώντας μια άγνωστη σημαία
σ’ ένα μπαλκόνι υπό γκρέμιση, αλάνθαστος –
αλάνθαστος παρεκκλίνω της πορείας μου
όταν από μακριά αντικρίζω – όχι έναν ακόμη τελάλη της ερήμου
όχι μια ακόμη ξεχασμένη φωνή
απ’ αυτές που πλέον προσκρούουν σε κτίρια άδεια
και έπειτα γυρίζουν: σκυλιά χαμένα δίχως ούτε ένα χέρι να τα υποδεχτεί,
όχι λοιπόν μια φωνή που χτυπάει την πόρτα μας
το μεσημέρι μιας κόλασης καταδικαστικής, όχι,
μια τέτοια φωνή θα ήταν ίσως τελειωτική για ΄μένα
σ’ αυτό το πεδίο όπου μονάχα οι τελάληδες βρίσκονται:
κεφάλια που ανεβοκατεβαίνουν στον ορίζοντα…
Συνεχώς προχωρώντας λοιπόν
μη έχοντας τίποτα πέρα από δυο πόδια ακούραστα
και έναν αυχένα δυνατό να με στηρίζει
σε κείνο το πεδίο όπου τώρα σφίγγονται οι πόροι της αθανασίας
και δε περνάει το νερό στο αχανές σώμα
μιας νύχτας που δε καταφτάνει δεν έρχεται
δεν καλωσορίζει: σκάμματα
και παρατημένες μπουλντόζες, στο πεδίο που λειώνει
στις φεγγοβολές μιας χιλιετίας που δε γνωρίζουμε και ούτε θα μάθουμε…
Ένα άμορφο πεδίο της ποιητικής παραίσθησης –
17 χρόνων ανυδρία–
μ’ ασπιρίνες στην τρύπια τσέπη μου: ώσπου αντικρίζω
έναν γέροντα χωρίς μαλλιά, ένα κρέας φαγωμένο σ’ όλες τις όχθες
όπου πάτησε ο Άνθρωπος, κρέας
καμένο στις βλεφαρίδες του ήλιου που βαδίζει
μ’ ένα μπαστούνι από ελιά
διακρίνω τα πλευρά του: καχεκτικό κήτος πια που βρυχάται
ερειπωμένο να περιπλανιέται στο Πεδίο και όταν το χαιρετάω
ανυπόμονα
τα μάτια του πήζουν: «έχω υπάρξει πολύ μονός» λέει, και έπειτα πάλι : «δεν υπάρχει ο ουρανός για μένα
ούτε φωτιά στα δάχτυλα, το ξέρεις;» Και ‘γω μη μπορώντας να του απαντήσω
του ζητάω να μου δείξει τον τρόπο που επιβιώνει
του λέω πως υπήρξε ένας σπουδαίος ποιητής
τον ρωτάω: πώς είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς σε τέτοιο μέρος ;
είναι στ’ αλήθεια αδύνατον; οι φωνές μας πλέον παν’ αγύριστες
δεν υπάρχουν άνθρωποι, του λέω; Και εκείνος τότε μου απαντά
ότι o βιολόγος κάηκε
– τον έκαψε –
ο μουσικός αόμματος – τον τύφλωσε
ο ασκητής αλώβητος – χωρίς το όνομα του…! Και τότε πάλι
στέκεται στην άκρη μιας πολυκατοικίας
και ΄γω νιώθω πια έτοιμος αποκοιμηθώ απ’ την ζέστη
όταν εκείνος ο γέροντας με τα κόκαλα του να συστρέφονται
με τον ήχο τους να αντηχεί σε όλο το Πεδίο
χτυπάει με το μπαστούνι το τσιμέντο τρεις φορές
χτυπάει μ’ όλη του δύναμη και εγώ του λέω, τι κούφιος ο ήχος γαμώτο, έπρεπε να το περιμένουμε
και τότε ο γέρος δακρύζει και λέει ψόφησαν τα πουλιά
τίποτα δε πετάει
μεσόγειος
Στην αρχή σκέφτηκα πως η μεσόγειος
δε σημαίνει τίποτα για μένα:
ήμουν στο κρεβάτι και κάπνιζα
και πραγματικά δε σήμαινε τίποτα. Σκέφτηκα προς στιγμήν
τον οδυσσέα
ίσως την κίρκη ή το νησί του ήλιου,
και έπειτα πάλι την μεσόγειο,
τίποτα απολύτως. Ήμουν ξαπλωμένος
έπινα χυμό πορτοκάλι
και κάπνιζα
ένιωσα πως απλώς θέλω να μετανοήσω
για την ασχήμια μου: σαν
ναυαγός
που το αεροπλάνο του συντρίφθηκε σ’ενα
ξερονήσι.
Ακόμα όμως δε σήμαιναν τίποτα όλα αυτά
και η μεσόγειος
τίποτα
και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική.
Να γίνουμε πιο ωραίοι σκέφτηκα έπειτα
με κάποιον θαυμαστό τρόπο να ομορφύνουμε :
ήταν νύχτα και νύσταζα
άρχισα να’χω ναυτία. H μεσόγειος πάντως δε σήμαινε τίποτα
ακόμη
ενώ έβγαινα απ’την τουαλέτα και ξάπλωνα
και έπειτα θυμήθηκα
πως ο Μπολάνιο ζήτησε
να σκορπίσουν τις στάχτες του σε ‘κείνη
και έπειτα φαντάστηκα
ένα σκυλόψαρο να τρώει κάποιον ναυαγό
που το αεροπλάνο του τυλίχθηκε στις φλόγες
σ’ένα ξερονήσι.
Τίποτα το σημαντικό και πάλι όμως
η μεσόγειος
απ’οτι δείχνουν όλα
είναι απολύτως ανύπαρκτη για ‘μένα.
Να γίνουμε πιο ωραίοι, σκέφτηκα πριν κοιμηθώ
να πάψουμε να αμαρτάνουμε
τόσο αβίαστα
Εξ ευωνύμων
Πορεύεσαι με την αρρώστια σου και γω με την δική μου –
η δική σου είναι μακρινή,
την διακρίνω από κάποιον καθρέπτη, η τη φιγούρα ενός
ακροβάτη
ή μια έκλειψη του φεγγαριού
ένας άσκοπος ρυθμός που σε καταδιώκει:
μια αγέλη με πουλιά του ζόφου (ομίχλη κλπ)
και ίσως βλέπω ή ονειρεύομαι ή αγγίζω
έναν σκελετό πίσω απ’ το σώμα σου
έναν σκελετό σα μαριονέτα
μια τέλεια αρρώστια η δική σου, σ’ αναγκάζει να την υποστείς.
Ωστόσο η δική μου αρρώστια
δική μου σαν το χέρι μου ή σαν τα γόνατα μου,
είναι μια αρρώστια που όταν την σκέφτομαι
νιώθω ένα βαρύ ροζ σύννεφο στο σβέρκο
ένα ροζ σύννεφο γεμάτο με κάτι ανεξήγητο και αναπόφευκτο
ένα ροζ σύννεφο ή μια πάθηση,
μια φοβερή
και σπάνια πάθηση
που από μικρή ηλικία ποτίζει τα κόκαλα μου.
Στο τέλος πάντα γίνεται ένας βάλτος
και εκεί το μυαλό μου
ολοένα πέφτει
και εκεί η ψυχή μου
ολοένα πέφτει
ολοένα πέφτει – γίνεται μια σούπα του τρόμου
στην όποια ανακατώνεται
το παρελθόν
με το παρόν και καμία φορά με το μέλλον.
Δεν την αντιμετωπίζω, είναι μάταιο πλέον,
απλά εισχωρώ: σ’ έναν πολτό
αναμνήσεων και προοπτικών, και τότε, εκεί,
βυθισμένος
ως το λαιμό όπως είμαι
γνωρίζω ή παραληρώ ή
διαισθάνομαι, πως η θεραπεία υπάρχει
και είναι το χιόνι, ακούγεται παρανοϊκό, όμως η θεραπεία είναι
υπό μια έννοια η βραδύτητα και το χιόνι·
λέω τότε πάλι:
η θεραπεία είναι η απομάκρυνση και η σιωπή,
η θεραπεία είναι δηλαδή το γλυκό σκοτάδι,
όμως εκείνη
μια αρρώστια σαν ύαινα και σαν εμετός
επανέρχεται πιο δυνατά
και η καρδιά μου σφίγγεται
και με ζώνουν οι τύψεις·
αν έστω είχα την διάθεση, λέω τότε, να μετανοήσω
να αλλάξω λίγο την θέση μου
να κάνω μια πειστική πόζα
να πάρω το κοινό με το μέρος μου, ίσως λέω,
αν είχα έστω την διάθεση,
ν’ αναγνωρίσω πως έχω ευθύνη για την αρρώστια μου…
Και όταν τελειώνω αυτά τα λόγια
βλέπω ή ονειρεύομαι έναν σκίουρο να τρέχει
και τρέχει σ’ ένα κρυστάλλινο δάσος
λέω ο σκίουρος είναι η υγεία
με ρωτάς για τα δέντρα
και γω λέω ξανά πως ο σκίουρος
είναι μάλλον η ανθρωπινή αδυναμία
μια εμφάνιση της δειλίας που τρέχει σαν το φως,
κβάντα του φόβου που στροβιλίζονται
στο δάσος και στα κλαδιά των δέντρων,
ενώ τώρα βρισκόμαστε στο αιώνιο δειλινό
αυτό δηλαδή που οι άνθρωποι λένε αιώνιο δειλινό
αν όντως το λένε,
και πάντως τα δέντρα είναι ο χρόνος
και ο σκίουρος είναι ίσως η ποίηση σκέφτομαι ξανά
όχι η υγεία πάντως, ούτε το άγχος,
η ποίηση, το πέρασμα, η σταύρωση:
σαν τρελαμένος έφηβος που κυλίεται στις μαργαρίτες
ενώ ο ήλιος πέφτει
η ανάπαυση λέω τότε,
σαν την ανάπαυση φυσικά,
την ξ ε κ ο ύ ρ α σ η,
και το τρένο περνάει, κυλιέται κάτω απ’ το φως
της ομορφιάς
και της αγνότητας.
Πορεύεσαι ωστόσο, σε βλέπω
με την αρρώστια σου παραμάσχαλα
και γω με την δική μου
μια αρρώστια που την φαντάζομαι πιστή
όπως φαντάζομαι έναν σκύλο
να ακολουθάει τον αφέντη του ή τις σκιές δυο κυνηγημένων
στο δρόμο
στη γέφυρα
στα κίτρινα φανάρια μιας έρημης πλατείας, αρρώστιες
που τρέφονται
απ’ την αδυναμία μας να πεθάνουμε ή τουλάχιστον
να ζήσουμε.
Συμβαίνει όμως και ο ουρανός κάποτε ανοίγει στα δυο: συμβαίνει
είτε από τύχη είτε από ατυχία
στη μέση κάποιας κακοκαιρίας
εκεί που νιώθεις μόνος και παραιτημένος,
λες και κακοκαιρία
θα πει μοναξιά ή θα πει απελπισία,
πάντως κάποτε συμβαίνει με το τρόπο
που υπάρχει η αγάπη ή διαβάζεις έναν πονεμένο στίχο
συμβαίνει και προς στιγμήν, ο ουρανός ανοίγει στα δύο,
και τότε
άρρωστοι δεν υπάρχουν, παρά μόνο αρρώστιες,
και εγκαταλελειμμένος
είναι μοναχά όποιος δε μετανοεί· όποιος αφήνεται στη βροχή
ελπίζοντας πως οι δρόμοι
πλημμυρισμένοι
θα παρασύρουν εκείνον και το σταυρό του, σε κάποια γη της επαγγελίας
σε κάποιο ηλιακό περιβόλι
ή σ’ ένα γαλήνιο αστρικό δείπνο :
και βλέπω δεκάδες νέους πνιγμένους
και βλέπω τα δάκρυα τους για το τίποτα
στο τίποτα
στο μαύρο κενό,
και βλέπω δεκάδες σάπια ξύλα
να βουλώνουν τα φρεάτια…
Εν μέσω αστραπών
στυλώνω τον δικό μου σταυρό
μες την λάσπη
και σκαρφαλώνω.
Στο Πάρκο
Στο πάρκο κοιτώνας ένα πεύκο
με κλίση 60º
διαβάζοντας
κάποιες κακές μεταφράσεις του κάμμινγκς
ενώ ακούγεται μια φωνή
«έι παιδιά, σε πόση ώρα θα ρθει το ρεύμα;»
ενώ το δέντρο
κλίση 60º δηλαδή
ψυχρή
εκτέλεση
του κάμμινγκς στην καρωτίδα
αφού όχι αγκαλιά, ούτε ζύγωμα
ούτε καν φιλί
«παιδιά είπα!
αργεί
το
ρεύμα;»
και πάλι ούτε δέντρο προσευχόμενο
μήτε πεύκο
ερωτευμένο
μονάχα 60 κωλο º
απλώς
πιο κοντά στο έδαφος
πιο κοντά
στους εργάτες
60 του θανάτου º
κοντύτερα στα
ζωύφια
και τον θάνατο του πολιτισμού.
Δε γράφεται
Δε γράφεται με κρύα τα χέρια – με την ακουστική του θανάτου στο προσκήνιο δε γράφεται φωνάζοντας στα αυτιά των ξεπεσμένων ή σφίγγοντας το χέρι ενός φίλου που πια είναι λεπρός ή άοσμος ή παρελθόν, δε γράφεται στην πύλη κάποιου αεροδρομίου αποχωρισμών, ή με την σκέψη για το αν εν τέλει η νιότη είναι μια απάτη που σταμάτησε να αποδίδει, δε γράφεται στους πρόποδες της ευδαιμονίας και στην κήρυξη του χωμάτινου ευαγγελίου, δε γράφεται στην πόλη που αδειάζει τις σφαίρες της στους ώμους της ιστορίας – όμως είναι εν τελεί μια καλοστημένη απάτη και είναι ένα σύννεφο γεμάτο δάκρυα ή θέληση, δε γράφεται στα κιτάπια των συγγραφέων ή στην χαμένη ψυχή τους, δε γράφεται στις στάχτες που σκορπίζονται στη μεσόγειο ή με το όραμα για μια τέχνη των διαστημικών εξορμήσεων, δε γράφεται στο χαλασμένο συκώτι της αγάπης και δε γράφεται στην πραγματικότητα τίποτα και ποτέ που να μην πεθαίνει μαζί σου, δε γράφεται στα υπόγεια της παιδικής ηλικίας, δε γράφεται μητέρα και δε λογίζεται μητέρα, δε γράφεται κι όμως δεν είναι τρέλα, ούτε ασθένεια ούτε αδυναμία, αν και είναι κυρίως αδυναμία λένε κάποιοι, δε γράφεται σε κλινικές ή σε πεζοδρομία της τριακοστής εξόντωσης, δε γράφεται στο προσκεφάλι του αρρώστου ούτε αναπτύσσεται ούτε σχεδιάζεται ούτε καν π α ρ α σ τ α ί ν ε ι, δε γράφεται με συντροφιά την μοίρα ή το πεπρωμένο γιατί ο δρόμος πάντα οδηγεί στα αγκάθια ή στο κέλυφος ενός γιγάντιου ζώου ή στην κοιλιά ενός κρατήρα ή στην αίθουσα αναγνωστηρίου μια ιπτάμενης λύπης, δε γράφεται στο πάρκο και στη θάλασσα δε γράφεται στην βροχή που σαπίζει τα πρωινά και στα μορφινούχα χελιδόνια της – όμως δε γράφεται, δε γράφεται υπό τους ήχους της απώλειας και υπό τα όργανα του κέρδους, είναι ο τελευταίος σταθμός απ’ όπου ξεκινάει το μη γράψιμο γιατί δε γράφεται στο λέω, δε γράφεται ενώ εσύ έχεις ξεχάσει πια, έχεις αφήσει πίσω σου λέξεις όπως ανώφελο, όπως υπέρβαση, όπως κουράγιο, δε γράφεται απ’ την ατυχία και απ’ την ιλαρότητα που αφήνει η συνεχής καταστροφή, δε γράφεται
όπως το τηλεσκόπιο που μας κατασκοπεύει είναι ασύμφορο να γυρνάς
και να γυρνάς
και να γυρνάς
και να γυρνάς
δε γράφεται στο αίμα μας ούτε στα εγκαύματα που αφήνουν οι εποχές, είναι ο πρόγονος της τελευταίας πρότασης που λέγεται ΑΦΙΛΟΞΕΝΟΣ
που λέγεται ΑΝΕΦΕΛΟΣ ΥΠΝΟΣ
που λέγεται ΡΟΗ
και δε γράφεται παρά μόνο απελπίζει και δε γράφεται παρά μόνο σιωπά
και δε γράφεται παρά μόνο
σ’ ε γ κ α τ α λ ε ί π ε ι.
Ανάσκελα στη βοηθητική λωρίδα
Ό,τι τρυπάει το πνεύμα θάνατος
ο φτωχός γεροχασίκλας
που με δάκρυα στα μάτια προσεύχεται ντιεγκίτο ο θεός να μας συγχωρεί
σε έναν βωμό καθημερινό
και έπειτα στη λάσπη
στο κύλισμα της μαργαρίτας
των λουλουδιών ο απερχόμενος
και ο αγρός μου ματωμένος, πόσες ώρες για το τέλος την ψύχρα το μούδιασμα;
να σου πω το όνομα μου
η μικρή αναπόδραστη πεταλούδα, και ο φτωχός γεροχασίκλας
ντιεγκίτο ο θεός να μας λυπάται
να σου πω το μυστικό μου
η ταχύτητα της φυλάκισης
ό,τι τρυπάει το πνεύμα είναι ο θάνατος
ό,τι προσμένει ο θάνατος
είναι το ταξίδι, αυτοκινητόδρομος 310
ήλιος καίει τα μέταλλα
και το ατσάλι
ποιο ωτοστόπ να σταματήσει τους καβαλάρηδες του θεού;
η συχνότητα που επέρχεται
απόσταγμα της πίκρας
απόσταγμα ενός καπνού απ’ τα μαλλιά μας
ανάκατα να πυρπολούν τις ντίσκο του αιώνα: να σου πω τα σημάδια μου
να σβήσει τις προσδοκίες του ανθρώπου
ή να σταυρωθεί εκ νέου
αρχαίο πνεύμα της ερήμου
που ορέγεται τον πόνο; Να σου πω τις πληγές μου
ανακατεύοντας τα φάρμακα
με την ψυχοτρόπο
γέννηση μου,
μάνα, μάνα, ο χρόνος είναι το έσχατο δηλητήριο.
Και τα σύννεφα να αλλοτριώνουν δεκαετίες,
πολέμαρχοι να γίνονται ταξιτζήδες
τοξότες υπάλληλοι βενζινάδικων
αυτοκινητόδρομος 310 στις εκβολές της αθανασίας
ο ταμίας στα διόδια
χορεύει τα προγονικά βήματα του μίσους
φτώχια να γίνεσαι
ο πυρανθός
ενός
μετέπειτα
κοκάκια:
που κλεισμένος στη τουαλέτα χτίζει νέους βωμούς – μούδιασμα
της απανταχού σκληρότητας, μούδιασμα καταφτάνεις
ο χιτώνας σου είναι λευκός
η φωτιά ζεσταίνει τις φυλές σου – δείτε τον αλχημιστή της ημέρας
πως καταλήγει
έσχατος νταβατζής της νύχτας.
Εγώ είπα, χιλιετίες της ασθένειας που έρχονται και παρέρχονται, πόσο κοστίζει η σύγχρονη αμαρτία;
εγώ είπα ότι το να χορεύεις στις πλάτες
της παρακμής
είναι η αρχή της λύτρωσης
εγώ είδα τον καφέ μας νερωμένο και άναψα τσιγάρο στις όχθες
των σύγχρονων ποταμών ( γουαδαλκιβίρ & ριο γκράντε)
εγώ είπα ντιεγκίτο ο θεός να μας ευλογεί
οι ποιητές να περιμένουν με τα χέρια στις τσέπες
και τα κούτελα αδειανά
οι ποιητές με το αίμα που τρεκλίζει
με το αίμα από αναμονή και θειάφι
είμαι η ενσαρκωμένη παραίσθηση της ποίησης
και η έρημος που εκτείνεται,
ποιο πεγιότ ντιεγκίτο να μας αναπαύσει;
Με τις καρδιές τρυπημένες
απ’ το πλαστικό
και την λάσπη κάθε Αζτέκου τραπεζίτη που θα με αμφισβητήσει.
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ:
o φτωχός γεροχασίκλας θα κοιμηθεί με τα χέρια στο χώμα.
τα σύννεφα τώρα θα δρέψουν τους καρπούς της απώλειας.
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ:
Είμαστε γιοι της βροχής.
τα δάκρυα είναι οι φωνές των αγίων.
σαρώνουμε τον αυτοκινητόδρομο της τρέλας και της αγάπης.
Θεωρίες Συνωμοσίας
Tα ξεραμένα χείλη μιας εργασίας
χωρίς νόημα και σκοπό,
αφυδατωμένες μηχανές να παρασταίνουν
το ξεδίψασμα ιερέων και βεδουίνων
κάτω απ’ το σκοτάδι μονάχα η σιωπή
και οι παρέες των αδιάφορων
να εισχωρούν στις οθόνες:
όπως απ’ το παραλήρημα
προκύπτουν φατρίες ιθαγενών- αχ αλιγάτορες της νύχτας
μεγαλοαφεντικά πυρακτώσεως
ύπνος του χρόνου που παρέρχεται
και παρέρχεται
και σε παίρνει μακριά μου –
μας εξετάζουν κάτω απ’ το φως
αιωρούμενα μικροσκόπια στις θηλές
μιας αποκάλυψης- τι επιχειρώ;
περιφερόμενος στα κλειστά ψυγεία ενός νεκροτομείου
τι επιχειρώ στις όχθες μιας παραίσθησης και μιας μελλοντικής θλίψης
αναρωτιέμαι
τι επιχειρώ στα δοκάρια της φιλίας μας
και της ανυπόκριτης θέλησης μας
για διάβαση;
Εξετάζω το δέρμα μου που λεπταίνει
διάφανη φυλακή σ’ ακούω να λες
εξετάζω την λιπαρότητα της θνητότητας
που λέγεται Ανέφελο Ταξίδι
που λέγεται Μπονσάι
που λέγεται Μητρότητα των Απελπισμένων και εξετάζω τους εφιάλτες μου
που καθαρογραφούν ένα ποίημα: το ξετρύπωσα στα χωράφια της επαρχίας
έδυες μαζί με τον ήλιο
βυθιζόσουν στο διαμέρισμα της ενηλικίωσης
ή στον καναπέ ενός αυτόχειρα εχθρού μας
συνέδεες την προσομοίωση με την αγάπη
και την μοναξιά με το λογισμικό της τρέλας
ήσουν ο εκλεκτικός διαβάτης…
– στο βάθος, αγελάδες
ακούνητα αγάλματα της παιδικής ηλικίας μας
συλλάβιζαν την λογοτεχνία του μέλλοντος: απ’ το ξυλωμένο πάτωμα
ενός ποιητή
φυσούσε στα στόματα μας η ευκρασία
απ’ τα διαζώματα του μέλλοντος
έρεε η λύπη
έρεε ο ερωτάς
έρεες έρεες Υδράργυρε –
πως να αντιπαλέψω το ξεσκέπασμα; Έρημε αδερφέ που είδες
και αφέθηκες να αγνοήσεις
που προχώρησες ζαλισμένος στις παγίδες της ιστορίας
που σκάλισες τα μικροσύμβολα της καρδιάς
που έγνεψες στον ρεπόρτερ της κάμαρας – είδες τον τυφλό
να τρέφεται απ’ το αίμα μας; Είδες τους κυνηγούς να μας σημαδεύουν
είδες την ανάβαση μας στον κρατήρα ενός ηφαίστειου
είδες το ηφαίστειο
και εντός του ηφαίστειου το Τίποτα ή την φυλή των Τίποτα; Είδες μια λογοτεχνία
ή ένα πείραμα ή έναν παράλυτο φαρσέρ;
Εγώ επιστρέφω στο τάφο σου
μ’ ένα τσιγάρο άστρο των λύκων
επιστρέφω και αρδεύω τις επιθυμίες σου – καθαρογραφώ τις ενδόμυχες
υποψίες σου
τόσο ενδόμυχες σαν νεογνό συννέφου:
1) Απ’ τα κόκκαλά μου ξεκλήρισες
τα χωριά Τάρα και Μάλεχ
είπες ότι οι απατεώνες σταυρώνονται στους τοίχους
2) Γυναίκες απ’τα χωριά Τάρα και Μάλεχ
επισκεφτήκαν το σπίτι σου να σε ικετεύσουν: κρατούσαν μαύρα τριαντάφυλλα
3) Τα χωριά Τάρα και Μάλεχ υπέκυψαν στους εφιάλτες μας
είπες ότι τρεις μέρες που κράτησε η σφαγή
δεν άκουγες ήχους – δεν έβλεπες χρώματα
4) Στο κέντρο της πλατείας υψώθηκε ένας καθρέπτης και ένα δρεπάνι
5) Ανακάλυψες κοιτάσματα φωσφόρου στα δάκρυα τους
6) Κάθε νέος των χωρίων Τάρα και Μάλεχ σημαδεύτηκε από ένα μαύρο άνθος
κάθε νέα διέσχισε μια γέφυρα με τα ματιά δεμένα
7) Επανέλαβες τα ονόματα μας στην έξοδο σου απ’τα χωριά Τάρα και Μάλεχ.
Έβρεχε.
Και δεν ήταν αποχαιρετισμός φαντάστηκα
δεμένος στην πλώρη
μιας φαντασίας που θα μας βούλιαζε νομοτελειακά
ήταν η αντιμετάθεση της παρουσίας
μ’ ένα φάντασμα
με μια οπτασία που ξεγλιστράει απ’ τα σεντόνια
και τρέχει την καθημερινή άπατη
είμαι μόνος
δεν υπάρχει για μένα μια ταφόπλακα
ζεστή
είμαι μόνος αδερφέ
εγώ υπήρξα θυμιατό στις ανέσεις: Οι περαστικοί
βλέπουν τώρα στην οθόνη έναν πλανήτη
και την αυγή σ’ εκείνον τον πλανήτη
και εμένα τον περαστικό – πίσω απ’ την οθόνη
μόνος στις όχθες ενός οικείου σκοταδιού
η σκιά μου εγκυμονεί τα σύννεφα εκείνου του πλανήτη
και εγκυμονεί τις αποχρώσεις τους
και τα σχήματα τους. Είμαστε στην αίθουσα αναμονής
ενός πρωτόγονου οράματος.
Οι περαστικοί αφήνουν τον πλανήτη
να θρυμματισθεί στις όχθες της Νύχτας και του Πεπρωμένου
εγώ για τελευταία φορά καθαρογραφώ
όσα θες να μου πεις:
1) Τα χωριά Τάρα και Μάλεχ δεν υπήρξαν ποτέ
2) Τα χωριά Τάρα και Μάλεχ είναι ανόητα
3) Τα χωριά Τάρα και Μάλεχ είναι η μοναδική αλήθεια
ακολούθως
4) Το σκότωμα των χελιδονιών
θα επιβληθεί απ’ τα παγκόσμια κέντρα εξουσίας
&
5) Το τελευταίο ποίημα της ανθρωπότητας
έχει αρχίσει να γράφεται.
Pozar
Οι εκδορές μας είναι πλαστές και οι ώρες μας
ανυπόφορα άδειες
συμβαίνει να προσκυνάς έναν βωμό
και ένα πηγάδι εμφανίζεται
ή να κατασκοπεύεις πίσω απ’ τις γρίλιες με θανάσιμη λαχτάρα
το
αθώο
πέταγμα
των σπουργιτιών. Είμαστε απελπισμένοι που ζούμε:
με τα μεσημέρια μας απλωτά
με τα τσιγάρα μας φουσκωμένα
με τα τραγούδια μας να αργοπίνουν τη ζωή: εικοσάρηδες και αποκαΐδια
καφές που χύθηκε στο πλακάκι
γυναίκα που μάτωσε από αστείο
παιδί που πνίγηκε
τα μάτια μου καίνε πυρωμένες πεταλούδες και εφιάλτη
ενσαρκωμένη σκιά
να περιφέρεται σε κουζίνες. Και είναι η μάνα μου που λ ε ι ώ ν ε ι…
Οι εκδορές μας είναι ψεύτικες και φενάκες λαδωμένες
γυάλισμα & αναπνοή
στη συσσώρευση του σκοταδιού
μες
στις
κοιλίες
του
Ηλίου, άκου τώρα όπως ο σκώληκας τους διάλογους των ξένων
«πόνεσες όταν αποχωρίστηκες το σώμα σου;»
«ξύπνησα απ’ την σιέστα μου τρομαγμένος»
«αγάπη μου, επέστρεψες; έχουν τελειώσει τα ναρκωτικά για μας ««« ήταν οι εκδορές που άνοιγαν
σα μαύρα περιβόλια της καταστροφής
και επέμεναν
σε φαντασιοπληξίες
λευκές ποδιές ενέσεις παραμάσχαλα και ύπνος
ένστικτο με σφιγμένα δάχτυλα
στα κυκλικά ερείπια των νευρικών συστημάτων
εκδορές πλαστές που κράδαιναν μετεγχειρητικό στρες ή οράματα
πολέμου
αδιάκοπων καταδιώξεων σε ερήμους
δηλητηρίαση σε τρένα
προσκύνημα
πηγάδι
σε
βω
μό
και οι μέρες γίνονταν ολογράμματα συμβάντων
και οι ώρες μας ήταν
εκείνη η γυναίκα που έθαβε κάθε πρωί τον γιο της.
Μεσημέριασε. Είναι πάλι το φτιαχτό ψέμα που στηλώνει χάη στους τοίχους
επιληπτικά αγριοκάτσικα
κραιπάλης
λιαζόμαστε στις σκιές
με δίψα για συμφορές·
και συ πυρπολάς στα χέρια σου έναν Μάη ξεραμένο.
Ανακαίνιση: Ο Μαύρος Κύκνος
Ποίημα/Απαγγελία: Σίλουαν Κ.
Βίντεο/Μοντάζ: Άλεξ Κοάν
Μουσική: Νίκος Χουάρ
Ανακαίνιση: Ο Μαύρος Κύκνος
Φθινοπώριασε! – Προς τι όμως ο πόθος για παντοτινό ήλιο;
Εμείς είμαστε στρατευμένοι στην ανακάλυψη του θείου φωτός
Aρθούρος Ρεμπώ
Ήξερες πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά – ήξερες πως ένα σαρκοφάγο φυτό άπλωνε
τις ρίζες του στις καρδιές των ανθρώπων
και του έδωσες Όνομα
και του έδωσες Πνοή
και είπες Χωρίς Αίμα Θα Πεθάνει –
τα ήξερες όλα αυτά… : αργά και ανοργάνωτα,
όπως ο ύπνος που υπαινίσσεται κάτι για τον θάνατο
και έπειτα αποχωρεί για να αστράψει τ’ όνειρο – αρχαίος σταλαγμίτης
χωρίς νόημα και σκοπό –
τα ήξερες όλα αυτά:
προάγγελος ενός σαλεμένου Παραδείσου,
μεθούσες απ’ τους κυκεώνες παράνοιας και παραισθήσεων –
Και εγκαθιστούσες ηλεκτρικά φανάρια
πάνω σε παγετώνες
και ήξερες να περιμένεις: εμείς θα ταξιδεύαμε με τα μάτια δεμένα //
Ήξερες πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
και πως υπήρχε φωτιά
έξω απ’ το παράθυρο μας
και πόσο ζεστή, στ’ αλήθεια ζεστή, ήταν η Πρώτη Αυγή
φορτωμένη με το αλύχτισμα
και τον πόνο
για μετάβαση:
η Πραγματικότητα διάφανη να εισχωρεί στο διάπυρο όριο
να πυρακτώνεται στην μέση απόσταση,
εσύ, στο έλεος ενός βορείου σέλας
που ασελγεί στον ουρανό
να ρωτάς για την μοίρα και για το πεπρωμένο, ενώ ξαφνικά
μυρίζει δυόσμο και βροχή
ενώ ξαφνικά μεταμορφώνεσαι στον Οικείο Άνθρωπο και κρυφακούς :
τον κάθε ηλιακό άνεμο
να καταστρώνει ένα σχέδιο δολοφονίας,
τον κάθε αστερισμό να εφοδιάζει κανόνια·
ωστόσο, το ήξερες και αυτό:
με το πρόσωπο γυάλινο απ’ τον φόβο
στεκόμασταν στο σκοτάδι
και ο έρωτας
μας θύμιζε την Πτώση του ονείρου στα εγκόσμια
και η ποίηση
το βήμα ενός μετανιωμένου. Και δεν χρειαζόταν πλέον ο διάλογος
ούτε οι χειρονομίες
ούτε καν η σκέψη – κ α τ α γ κ ρ ε μ ν ι ζ ό τ α ν
το κεντρί της ύπαρξης
στο έλκηθρο της σιωπής, στο έλκηθρο που πήγαινε πέρα απ’ την Πόλη πέρα απ’τους Λόφους και τα Ποτάμια
και έφερνε βόλτες βόλτες στην ράχη της ύπαρξης μας
Και είπες:
Σε μια πνοή τόσες δεκαετίες φρίκης
σε μια πνοή τόση φωτορυθμική ανία
τόσο όπιο της ψυχής
που πλέον αποκοιμήθηκαν οι ελεύθεροι αλπινιστές,
που πλέον σαρώθηκαν οι δέσμιοι των κορυφών :
και μοναδική ευλογία ήταν
το σκοτάδι να απλώνεται παρέα με τα γαβγίσματα των σκύλων.
Ήξερες όμως πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
καθόσουν και έγραφες ένα γράμμα αυτοκτονίας
και το έσερνες κάτω απ’ τις πόρτες
ένα δόλωμα για καθημερινούς καρχαρίες και φαντασιακές αντιλόπες
ένα μαύρο αστείο για να σου σπαράξει η καρδιά·
απορούσαμε με την επιπολαιότητα της πράξης σου
με την πρόφαση εργασίας
πάνω στα έντομα
πάνω στα σύννεφα
πάνω στα μαχαίρια που αστράφτουν κάτω απ’ τις λάμπες της εποχής.
Και τα σύννεφα ήταν ο ηλεκτρισμένος όλεθρος
και τα έντομα, εγώ τα είχα δει πάνω στα χείλια μας
να κουβαλάνε κάθε λέξη απ’την Άλλη Πλευρά
και τα μαχαίρια καθρέπτιζαν τα δόντια ενός τραυματισμένου:
και συ γνώριζες πως ένα κεφάλι με τα μάτια ορθάνοιχτα είναι ο τέλειος εφιάλτης αφαιρούσε την κατάρα απ’ τις καμινάδες
τον πόνο απ’ τα κρεβάτια
την δυστυχία απ’ τα ποιήματα. Και ήμασταν τροφή,
νυχτερινή ησυχία της εξοχής
μια πόρτα ανοίγει απότομα
κοιταζόμαστε
και έπειτα κλείνει: η διαδοχή ήταν ο φόβος.
Ήξερες λοιπόν πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
και έπειτα έγραφες μια πρόσκληση στο ύστατο κοιμητήριο : το γρασίδι ήταν παρθένο
η νύχτα εύφορη λάμψεων
και εσύ ήξερες πως να ερεθίσεις το κάθε τι
συντόνιζες τις χορδές των βλεμμάτων
τους θάμνους των κινήσεων
τον εναγκαλισμό των άστρων – άνοιγες την ασύνειδη πύλη και κοίταζες εκστατικά
το δημιουργικό έρεβος των απολαύσεων:
ένα παιδί έβλεπες που υψώνεται στον δεσποτικό κύωνα
και αισθάνεται πως επιλέχτηκε γι’ αυτό
και αισθάνεται πως επαληθεύει τις προφητείες της ερήμου
την κραυγή ενός φλεγόμενου Αζτέκου ιερέα
καθώς γυμνώνεται
και η άμμος βυθίζει το σώμα του στην ανυπαρξία – Όμως εσύ ήξερες
πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά –
και οι περαστικοί γινόντουσαν μαρμάρινοι πίδακες ενoχών
η φωνή τεντωνόταν για να αρπάξει ό,τι της ανήκει, παραμόρφωνε τον χώρο και τον χρόνο
έ π λ ε ε
στους κροτάφους των περαστικών
στον λαβύρινθο των οπτασιών
στα κάτεργα των αυτοκτόνων :
ένα ψιθύρισμα της στάχτης και της απώλειας
σκαλισμένο στην βάση κάθε συνείδησης :
– περαστικέ γιατί πεθαίνεις μακρυά μου ;
– περαστικέ
έχεις άραγε δει
τα φεγγάρια της Ανατολής ;
Στα μάτια του παιδιού
και στην καρδιά των δεκάδων προβολών του
o κόσμος έπαυε να εκτείνεται μέσα του
ήταν ο φυσικός ρυθμός της διάλυσης, η μόνη δυνατότητα αναγέννησης
τόσο που πλέον στύλωνε το βλέμμα καταπρόσωπα:
και δεν το συγκλόνιζε τ ί π ο τ α·
σήκωνε το κεφάλι του στην ακατοίκητη άβυσσο των δορυφόρων
και απορούσε με την δύναμη στα χέρια του
με την γαλακτερή οδό των αισθήσεων του
και θαύμαζε την σταθερότητα των ποδιών του
και περηφανευόταν για το βάθος του στήθους του
και τότε καταλάβαινε
πως εδώ στην τέλεια μοναξιά
δε του ‘μενε άλλο
απ’ το φωτεινό
παράλογο.
Και το παιδί έμενε ανίκανο να ξεπαγιάζει και να πεισμώνει,
για ποιο λόγο άλλωστε του δόθηκε αυτή η τιμή;
Άλλα εσύ το γνώριζες
πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
ένα κανό διέσχιζε το άζωτο των αντιλήψεων μας, και μεις συνωστιζόμασταν σε βαγόνια
για τα δυτικά
πυρακτωμένοι λαμπτήρες αποκαλύψεως,
μέσα σε μεταλλικά κιβώτια ζάλης
ταξιδεύαμε μέσα στις αγροικίες του αγνώστου
μπορούσαμε να ακινητοποιήσουμε τις μέρες
και τους μήνες
σε λευκούς τοίχους νοσοκομείων
σε παράδοξα δωμάτια ξενοδοχείων
σε σπήλαια απογοητεύσεων:
αδιάσπαστα σημειώναμε την πρόοδο μας
με το αίμα
και τα δάκρυα.
Και έπειτα να λειώνουμε απ’ την αγωνία- θυμήσου, θυμήσου
εμείς ταξιδεύουμε με τα μάτια δεμένα!
* * *
Το νερό είναι ήρεμο – οι πέτρες καθαρές-
καθώς τα χέρια σου βυθίζονται για να βγάλουν
ένα σιωπηλό παιδί απ’ τον βυθό.
Απόσταση
Υπάρχει ένα φωτεινό κενό ανάμεσα σε σένα και τα πράματα
και ένα βαθύ κενό
ανάμεσα σε σένα και τις λέξεις. Είπα: μια σκιά στη μέση μιας άλλης σκιάς.
Είπες: κάμπιες, σαρανταποδαρούσες, αράχνες, ψαλίδες.
Ωστόσο ο δρόμος παραμένει χωρισμένος στα δυο
και ωστόσο
ο ήλιος πατάει ακόμα στα ματιά μας.
Είναι η άνοιξη που μας αλείφει με λάσπη
και που μας συνθέτει
με την τρυφερή απάθεια
κοιμισμένων κοριτσιών.
Στην άλλη πλευρά
ο γύψινος άνθρωπος
που τεντώνεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας
αστράφτει τώρα
στις μύτες των περαστικών.
Αποσπάσματα
Διανύουμε το τελευταίο πέρασμα – θα αναλυθούμε στο κόκκινο φως
μιας ανεμογεννήτριας
στο σκοτάδι – διανύουμε το τελευταίο πέρασμα – με τα ποδιά κομμένα
στο Τούνελ της Ποίησης που θα μας έσωζε – διανύουμε το τελευταίο πέρασμα –
θα αναλυθούμε στις φωνές ενός πρεζάκια τα χαράματα –
νύσταξες; μου ΄χουν μείνει 6 ευρώ για φαγητό και κόκα κόλα –
Διανύουμε το τελευταίο περασμα – κινέζικες διαφημίσεις περνάν πάνω απ’τα κεφάλια μας –
θα αναλυθούμε στο εργαστήριο ενός ερωτευμένου χημικού
σχεδόν αποκοιμισμένοι.
*
Ξέβαψες την σκιά: η καρδιά του Φωτός έπεσε στα μεσημεριανά νουντλς
και ο, τι γυάλιζε ήταν ουρανός
και ένας μικρός αχινός
για να κάνουμε ισορροπία.
*
Τώρα κοιτάζαμε υπνωτισμένοι: η πτώση του ψαρά στην άμμο
εισήγαγε στη ζωή
παράξενα αντικείμενα για να μελετηθούν: η εφεύρεση ενός ψυχασθενή ή ενός πεθαμένου.
Τώρα κοιτάζαμε υπνωτισμένοι – στις μέρες που ερχόντουσαν –
τον Θάνατο των Συμβόλων.
Η αρρώστια
Εμφανίστηκε σαν εσωτερικός ψίθυρος, κάπως παραμορφωμένος, κάπως μεταλλικός. Ένας ασταμάτητος ρομποτικός αντίλαλος. Είναι η συνείδηση μας αυτή; Είναι τα λογία κάποιου θεού καλά κρυμμένου εδώ και χρόνια; Θυμάμαι πως τις προάλλες, είδα έναν πάπα κουλουριασμένο στο πάρκο να φωνάζει πως είναι η γλωσσά του φιδιού. H φωνή απ’ το υπερπέραν, η φλεγόμενη φωνή απ’ το μεταλλικό πηγάδι, η φωνή της κόλασης: μια απλή υπενθύμιση. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά και -κυρίως- κανείς δεν έχει χρόνο για βαθυστόχαστες αναλύσεις. Τι σημασία έχει έτσι και αλλιώς; Έχουμε κολλήσει και είμαστε καταδικασμένοι. Είναι σαν επιδημία, σαν ουρλιαχτό που εξαπλώθηκε απ’ την μια στιγμή στην άλλη: ολόκληρη η πόλη βρίσκεται σ’ ένα εξωπραγματικό παραλήρημα.
Τις πρώτες μέρες, έβλεπα ανθρώπους να κυκλοφορούν φορώντας κάθε είδους προστατευτικά: κράνη, αλεξίσφαιρα γιλέκα, σιδερένιες μάσκες∙ μέχρι και στολή αστροναύτη δοκίμασε κάποιος προφανώς πλούσιος. Μερικοί άλλοι προτιμούσαν να τρέχουν ή να περπατάνε κάνοντας ζιγκ-ζαγκ: η γρήγορη και συνεχής κίνηση μείωνε -τουλάχιστον στο μυαλό τους- τον κίνδυνο. Ο περισσότερος κόσμος πάντως, παρέμενε στο σπίτι του. Κλείδωνε τις πόρτες, έβαζε δυνατά μουσική, φώναζε και έσπαγε πιάτα: ασφυκτιούσε. Δυστυχώς, οτιδήποτε και αν δοκίμαζε κανείς, στο τέλος αποδεικνυόταν μάταιο. Ο ψίθυρος επέστρεφε κάθε στιγμή δριμύτερος, ο ψίθυρος στην πραγματικότητα δεν έφευγε ποτέ.
Τα νήπια και όσα μωρά γεννήθηκαν αυτή την περίοδο ήταν απολύτως σιωπηλά, σαν υπνωτισμένα∙ ανόρεχτα πλάσματα που μετά από λίγο σταμάτησαν να τρώνε και πεθάναν. Οι γονείς τους δεν νοιάστηκαν και πολύ∙ η φωνή ήταν ξεκάθαρη και αμείλικτη. Παραδόξως, οι μοναδικοί που έδειχναν άθικτοι απ’ το πέρασμα της αρρώστιας ήταν οι βαριά ηλικιωμένοι. Θα περίμενε κανείς ότι το αδύναμο ανοσοποιητικό τους δεν θα άντεχε και πολλά, όμως εκείνοι παρέμεναν απολυτά υγιείς. Ώσπου σιγά-σιγά η παραφροσύνη και οι τσιρίδες και τα υγρά βλέμματα γεμάτα τρόμο των παιδιών τους, δημιούργησαν ένα απαίσιο ποτάμι που τους παρέσυρε. Πλέον είναι και κείνοι το ίδιο χαμένοι με ‘μας. Αντιμετωπίζουν την όλη κατάσταση βουτηγμένοι στην κατάθλιψη, μια κατάθλιψη κοιμισμένη και υποτονική σαν όνειρο. Όταν μεταφερθήκαμε στα πάρκα, ήταν οι μονοί που δεν ήθελαν ν’ ακολουθήσουν. Δεν τους ενδιέφερε, δεν καταλάβαιναν στ’ αλήθεια τον λόγο. Αντιθέτως για μας ήταν μια καινούρια αρχή γεμάτη ελπίδες. Όπως αντιληφθήκαμε μετά από κάποιο διάστημα, στα σπίτια δεν ήταν κανείς ασφαλής.
Ο γαλανός ουρανός, ο απέραντος και διαυγής ουρανός του καλοκαιριού ήταν μια υπόσχεση. Ξαπλώσαμε στα χορτάρια και ατενίσαμε το άπειρο και ανασάναμε. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, η βελτίωση στην ποιότητα της ζωής μας ήταν αισθητή: τουλάχιστον το χώμα απορροφούσε τα λυσσασμένα χτυπήματα των χεριών, τουλάχιστον από πάνω μας δεν υπήρχαν τούβλα έτοιμα για αίμα∙ έστω και επιφανειακά, ησυχάσαμε. Οι δρόμοι της πόλης και οι παλιές κατοικίες ερήμωσαν. Κοιμόμασταν στο γρασίδι, τρώγαμε ότι βρίσκαμε στα παρατημένα μαγαζιά και συνεχίζαμε να κοιτάμε ψηλά, ζητώντας βοήθεια απ’ τα άστρα του Αυγούστου. Παλεύαμε με σθένος. Ήταν εκείνος ο καιρός που κάποιοι -από παλιά θρησκευόμενοι- άρχισαν να ισχυρίζονται πως ήμασταν καταραμένοι για τις αμαρτίες μας, πως η Τελική Κρίση συνέβαινε εκείνη την στιγμή μέσα μας και συνέβαινε με την μορφή της τρέλας. Άλλοι με ελπίδα διακήρυσσαν ότι η θεραπεία θα ’πεφτε σαν μάννα απ’ το διάστημα, το γεμάτο τάξη και λογική και αμέτρητη προνοητικότητα διάστημα. Τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβαινε και το σφυροκόπημα συνεχιζόταν. Υπόγεια και εργατικά, συνεχιζόταν. Στην ψυχή ή στο νου; Στο πνεύμα ή στην ύλη; Παγιδευμένοι σ’ έναν ηλεκτροφόρο βρόχο περιμέναμε ανήμποροι.
Και τα χειρότερα ήρθαν. Οι πρώτες καταιγίδες του φθινοπώρου επιδείνωσαν δραματικά την κατάσταση μας. Δεν ήταν μονάχα οι φυσικές δυσκολίες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε εκτεθειμένοι σε κάθε μορφής κρυοπάγημα, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα, η ολοένα και αυξανόμενη ένταση του εσωτερικού μας ηχείου. Λες και οι αστραπές φόρτιζαν μυστηριωδώς εκείνη την φωνή, λες και οι κεραυνοί διέγειραν τον παθιασμένο βασανιστή μας. Γρήγορα επικράτησε γενικευμένο χάος. Κυλούσαμε στις λάσπες, μπουκωνόμασταν με φυτά και πέτρες, προκαλούσαμε πόνο και εμετούς. Και έβρεχε και συνεχίζαμε. Οτιδήποτε για να μην ακούμε, οτιδήποτε για να αντέχουμε, το κάναμε. Όμως τα λογία ήταν ξεκάθαρα και αμείλικτα. Στο τέλος υποκύψαμε: φοβισμένοι γυρίσαμε πίσω στην πόλη, στα τρομακτικά διαμερίσματα μας. Φλερτάραμε με τον θάνατο∙ ένας σεισμός, μια ηλεκτροπληξία, κάποιο σίδερο που ξεκόλλησε ή ένα απρόσμενο γλίστρημα στο πάτωμα∙ oλα πιθανά, όλα υπαρκτά. Και μπορεί ο ήλιος να εμφανίστηκε κάποιες μέρες αργότερα, αλλά τα νευρά μας ήταν πλέον τσακισμένα για τα καλά. Έπρεπε να δοθεί ένα τέλος.
Στην χθεσινή συνέλευση ήρθαν όλοι. Κάποιοι περπατώντας στα τέσσερα, κάποιοι με την παλάμη κολλημένη στο σημείο της καρδιάς∙ άπαντες ταπεινωμένοι. Ήρθαν όμως. Και πάρθηκε η απόφαση. Αύριο είναι η μεγάλη μέρα. Το μεσημέρι θα μαζευτούμε στο κεντρικό πάρκο και θα αυτοκτονήσουμε μαζικά. Ο καθένας με οποίον τρόπο διαλέξει. Δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ άλλη σωτηρία εκτός απ’ τον θάνατο, ξέρω με βεβαιότητα όμως, πως η πράξη μας θα ’ναι μεγαλοπρεπής και υπό μια έννοια, ηρωική. Ήδη σήμερα νιώθω πολύ καλύτερα. Η φωνή έχει σχεδόν σωπάσει και όσο έγραφα τα παραπάνω, ούτε που την άκουσα. Ένας άσχετος θα πίστευε πως έχω γιατρευτεί, πως κάποιο θαύμα συνέβη και είμαι πλέον καλά∙ εγώ γνωρίζω τα διαβολικά κόλπα της και δεν πρόκειται να με ξεγελάσει.
Θεραπεία
Καίμε τα μάτια μας πάνω απ’ το ποίημα – ψυχανάλυση
καθώς οδεύουμε σ’ ένα βενζινάδικο
στη μέση της Κακοκαιρίας:
και το παρελθόν είναι το φορτηγό των τυφλών
και οδεύουμε στον χειμώνα
με την υποσυνείδητη αιχμή της λεπίδας να αιμορραγεί·
5 χρόνια
στη μέση του χειμώνα.
Καίμε τα μάτια μας πάνω απ’ το ψυχοποίημα
καθώς αποσπάμε την προσοχή
του μοναχικού διαβάτη
– διαβάτη που βαδίζεις κάτω απ’ το χιόνι
ζωγράφισε την μνήμη σαν γάγγραινα
διαβάτη,
είσαι έτοιμος να γίνεις ζόμπι; –
Σπάμε το ρολόι του υπνωτισμού
εμείς που αφεθήκαμε στο εγκάρδιο παραλήρημα
κοιτώντας τις στροφές που αλλάζουν:
έχω βδομάδες να γράψω δυο στίχους χωρίς διάλειμμα
έχω αιώνες να κρατήσω την προσοχή μου στην περιοδικότητα μιας ταλάντευσης
οι τελευταίες ώρες ήταν σπερματικές
και ξένες.
Τώρα μεταφράζω μια εκούσια παραίσθηση
όπου υαλοκαθαριστήρες
θα πει σιωπή
όπου το επερχόμενο τροχαίο
θα πει αισιοδοξία:
καθώς τυφλοί
οδεύουμε
σ’ ένα βενζινάδικο
στη μέση της Κακοκαιρίας.
Και αυτό το ποίημα μας γδέρνει τους οφθαλμούς.
Ονειρεύτηκα τον Άρθουρ Κραβάν
1
Θα κυριεύσει. Ο απόηχος των πραγμάτων
που υφέρπει
στη καρδιά μου, σαν ένα ορυχείο στον ουρανό. Θα κυριεύσει
και η αδιάκοπη μεταφορά
των σωμάτων μας στον θεό
το βύθισμα
σ’ ένα ραδιενεργό χώμα, ανθεκτικοί γεωπόνοι
βρωμίζουμε
τα πρόσωπα μας. Η κακότροπη βάρδια ξημερώνει·
στο τέλος
μένει μονάχα η κούραση. Και ‘συ
ο αλάνθαστος σκοπευτής.
2
Ορίζοντα πικραίνεις, επιδιώκεις ακόμα το νόημα
πέφτεις αφυδατωμένος
στη ημερησία σαχάρα
θάβοντας τον θησαυρό σου. Θα κυριεύσει.
Εσένα τυχοδιώκτη συννέφων
που αναφέρεις σαν κατάδικος
μια τελευταία ευχή: επιδιώκεις ακόμα το νόημα, ανατιναγμένε
δε γνωρίζουμε
πως σε ανατινάξαμε.
3
Και πεζολογώ όταν παρατηρώ
πως το δωμάτιό μου έχει τελευταία μεταφυσικές ανησυχίες
– ορίζοντα που σκάβεις αδιάκοπα –
η Κίρα είναι η σωσίας της Κίρα
και ο καθρέπτης μου πύλη, είναι στ’ αλήθεια μια πύλη;
πλέον δε μπορώ να αφεθώ
σ’ ένα αδιάσπαστο
συνειδητό όνειρο: ξυπνάω στη μέση μιας εκταφής
υφέρπουσα ζωή από βελανίδι
προβάλεις την βολική υποψία, προσκολλήσου στα εμφανή.
Θα κυριεύσει όμως.
4
Αυτοεκπληρούμενη προφητεία
η αναγγελία του Δύστυχου Πυγμάχου
καθώς πηδάει
απ’το ψυχικό μπαλκόνι
στα ερείπια μιας κυκλωνικής δύσης,
είναι αυτό το ενσταντανέ του τρόμου;
και ο ήλιος της συμφοράς
και η ζεστασιά της ήττας
απόσταγμα πικρής μαριχουάνας
η σημερινή θάλασσα
και ο αχαλίνωτος χρωματισμός:
έλκει το ζωικό βασίλειο
στους απογευματινούς δρόμους ενός μπρονξ
έλκει τα κύτταρα της Αβύσσου
που οργανώθηκε
στα σπλάχνα μας.
Και η ονειρώδης ριπή
έλκει την γραφή
έλκει την παιδική ηλικία ενός μετέπειτα φονιά,
κυριευμένος.
5
Η πίσω όψη μιας προσδοκίας
ο εκφρασμένος πυροβολισμός
και ο παρακάτω στίχος: και ο θάνατος ως κέρδος.
Φανερωμένος στην ηχώ της σκέψης μου
στο περπάτημα σου
στο φρύδι που σηκώνεται σε μια αποβάθρα. Σουρεαλιστικό παιχνίδι και γελάς:
δεν υπάρχει απειλή
όταν υπάρχουν μονάχα λέξεις. Και μια δυνατότητα – αιώνιο ασανσέρ
που όλο απασχολείται
Τα τελευταία 100 βόδια είναι αυτά στο κεφάλι μας
Πως θα γλυτώσω απ’αυτήν την αυτοκτονία
πως θα διώξω το φθινόπωρο απ’τα μαλλιά του νεκρού;
Ποτέ θα σταματήσει ο ανεμιστήρας οροφής να γεννάει οράματα,
ποτέ θα σκοτώσω τον τσαρλατάνο που με παρακολουθεί;
Κάποτε με ποδοποτησαν άλογα σε ‘κεινο το χωράφι:
είναι το 1920 και ο επαναστατημένος θάνατος
ιππεύει
ιππεύει
ιππεύει και ο ήλιος καίγεται απ’το ήλιο
και ‘γω αναφωνώ
μαύρη τρυφερότητα!
Πως θα ξεφύγω από αυτήν την αυτοκτονία λοιπόν,
που θα κρύψω τον νεκρό απ’την βροχή;
Η ποίηση μου ήταν διαβασμένη
απ’τις χήρες και απ’τα ορφανά
ήρθε μέσα σ’ενα φέρετρο που βούλιαξε στην λίμνη: και ήταν αστροφεγγιά,
και ήταν μεσημέρι
και ήταν η Γη της Επαγγελίας ποτισμένη στο αίμα:
και ήταν τα ματιά της νύχτας πάνω στα δικά μου ματιά.
Πως θα ξεφύγω απ’το βροχερό παρόν, λοιπόν, ρωτάω,
εγώ που κρύφτηκα σαν δειλός στην μήτρα της ανάμνησης:
κίτρινο δέντρο – απογευματινό αεράκι – η αδερφή μου κοιμάται στο γρασίδι – Νοέμβριος – η μητέρα μου περπατάει στην αμμουδιά μιας παραλίας-
έρχεται η σύγκρουση, αγάπες μου
ο διαχωρισμός εκατοντάδων χιλιάδων
οι ικεσίες
η κοιλάδα που χάθηκε στα μνήματα
πατροκτόνοι
μαύροι
εξαντλημένοι!
Λοιπόν, είναι θάρρος ή είναι λιγοψυχία, όταν πρέπει να ουρλιάζω σαν τρελός.
έτοιμος να χάσω το κεφάλι μου
απ΄τους δήμιους που φιλοξενώ στο σπίτι μου,
οταν πρέπει να γλυτώσω απ’αυτην την αυτοκτονία
που γράφει αυτές τις λέξεις,
είναι ο αποχαιρετισμός στην αποβάθρα και το τρένο για τα δυτικά
που αναχωρεί γεμάτο τρόμο;
ΜΗ ΞΕΧΑΣΕΤΕ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΜΑΣ – ΔΩΣΤΕ ΦΙΛΙΑ ΣΤΑ ΜΕΤΩΠΑ ΤΟΥΣ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ ΜΑΣ ΔΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕ
Ο ήχος των βημάτων σ’ ένα άδειο μετρό
Περπατούσαμε για ώρες.
Την 3η μέρα ο Τζον χρησιμοποίησε μια κοινότυπη φράση. Είπε:
μας καταπίνει το σκοτάδι.
*
Του αφηγήθηκα δυο ή τρία όνειρα:
Είχε μεσημεριάσει στον ναό. Βγήκαμε κρατώντας τριαντάφυλλα και χρυσές αλυσίδες.
Το παιδί με τις εφημερίδες έπεσε απ’ το ποδήλατο. Του κλέψαμε δυο φύλλα και φύγαμε τρέχοντας: ήταν κάτασπρα.
Η Αθήνα είχε υποταχθεί σε ενδότερα σχήματα: Τρίγωνο της μεταφυσικής Τετράγωνο της πλήξης Κύκλος της απελπισίας.
Ήμασταν σ’ έναν λόφο. Ένας ιπτάμενος δίσκος μας παρακολουθούσε, χωρίς να θέλει να μας κάνει κακό. Ήθελε απλώς να μας κοιτάξει. Μας φάνηκε μοχθηρό και αρχίσαμε να του πετάμε πέτρες.
*
Ωστόσο περπατούσαμε για ώρες.
Την 3η μέρα ο Τζον χρησιμοποίησε μια κοινότυπη φράση. Είπε:
μας καταπίνει το σκοτάδι.
*
Το τελευταίο βαγόνι που πέρασε ήταν γεμάτο φαντάσματα.
Εμείς είδαμε μονάχα τους επιβάτες που μιλούσαν ακατάπαυστα. Ο Τζον είπε: ποιος ξέρει τι θα γίνει αν σωπάσουν. Εκείνοι συνέχισαν να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους.
Εγώ είπα: στοιχειωμένοι.
*
Μιλήσαμε μ’ έναν εργάτη. Η δουλειά στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν σκατά, όμως πλήρωνε καλά. Έπιασε λίγο χώμα απ’ το έδαφος και μας άλειψε τα πρόσωπα.
*
Στην απέναντι πλευρά εμφανίστηκε ένας γνωστός ποιητής. ‘Η το ολόγραμμα του.
Μας φώναξε πως το ηλεκτρικό ρεύμα είναι μια ψευδαίσθηση: τα εγκαύματα είναι υποσχέσεις. Μέτα εξαφανίστηκε.
*
Παρ’ όλα αυτά περπατούσαμε για ώρες.
Την 3η μέρα ο Τζον χρησιμοποίησε μια κοινότυπη φράση. Είπε:
μας καταπίνει το σκοτάδι
*
Συναντήσαμε έναν έφηβο. Έτρεχε χαρούμενος να βρει τους φίλους του. Ο Παναθηναϊκός είχε πάρει το πρωτάθλημα, κάτι σήμαινε αυτό, έτσι δεν είναι; Σκέφτηκα να του πω τίποτα, αλλά σώπασα.
Ο Τζον είχε ξεραθεί στα γέλια.
*
Είχαμε καιρό να συζητήσουμε για το βιβλίο των αντιφάσεων. Μιλήσαμε για συμφιλίωση. Μιλήσαμε για φιλοδοξία και υπέρβαση.
Είπαμε: ηλιθιότητα.
Το πέρασμα ή θα το φτιάχναμε ή θα το διασχίζαμε.
*
Μια γυναίκα είχε καθίσει στο έδαφος και έπαιζε με τα δάχτυλα της:
ψαράκια, κουτάλια, αναπτήρες.
Καθίσαμε δίπλα της και αρχίσαμε να την αντιγράφουμε. Το βλέμμα της μας προσπέρασε.
Ήμασταν αόρατοι, σαν πεθαμένοι.
Ξαπλώσαμε στα πόδια της.
*
Και συνεχίσαμε να περπατάμε.
Την 3η μέρα ο Τζον χρησιμοποίησε μια κοινότυπη φράση.
Έπειτα σχεδίασε στον τοίχο έναν σαλτιμπάγκο,έπειτα μια γυάλινη σφαίρα και έπειτα μια πυραμίδα.
Του είπα να κόψει τις αηδίες, αν δε μπορούσε να μιλήσει ξεκάθαρα, καλά θα έκανε να το βουλώσει.
Σχεδίασε μια σκάλα.
Ματωμένα ντόνατς
H αλήθεια είναι πως αυτή η ιστορία θα μπορούσε να ξεκινήσει με πολλούς τρόπους. Ένας από αυτούς: άντρας γύρω στα πενήντα μιλάει για τον Φλωμπέρ ενώ σκουπίζει αίματα απ’το πουκάμισο του. Έξω βρέχει. Ο τύπος μιλάει για καμιά ώρα ακατάπαυστα. Ένας μικρός κόκκινος λεκές παραμένει στον γιακά του. Ο τύπος λέει πως ο Φλωμπέρ στο τέλος της ζωής του έπασχε από σχιζοειδή διαταραχή. Έπειτα ο τύπος φεύγει και επιστρέφει με μια καραμπίνα. Ένας άλλος τρόπος: μια γυναίκα χαστουκίζεται εξαιτίας μιας κατσαρίδας. Η γυναίκα κλαίει και κεινη την ώρα η κατσαρίδα πεθαίνει. Και ένας τελευταίος: δυο φίλοι βγάζουν μαχαίρια για ένα ντόνατ. Πριν απ’όλα όμως, η ιστορία αυτή ξεκινάει με εμένα να ψάχνω για δουλειά.
Είχα κάνα δίμηνο που είχα μετακομίσει στην Τ. και τα λεφτά που είχα στην άκρη εξαφανίζονταν. Αργά ή γρήγορα το πήρα απόφαση: δεν ωφελεί σε τίποτα· έπρεπε να βρω τρόπο να βγάζω το ψωμί και τις μπύρες μου. Οτιδήποτε θα μου έκανε, αρκεί να πλήρωνε στην ώρα του, αρκεί να μην ήταν δουλειά σε κομμωτήριο: μισώ τα κομμωτήρια. Αποδείχτηκε πως ήταν πιο δύσκολο απ’ότι φανταζόμουν. Η Τ. ήταν νεκρή από δουλειές και εκτός από δυο καφετέριες που δεν είχαν ανάγκη προσωπικού και ένα σουβλατζίδικο το οποίο ήταν πάντα άδειο και έρημο, οι άλλες μου επιλογές ήταν σχεδόν κωμικές. Και εξίσου αποτυχημένες. Ένα ανθοπωλείο, ένα γραφείο τελετών, μια εταιρεία ηλεκτρικών συσκευών. Α, και φυσικά ένα γαμημένο κομμωτήριο.
Στις αρχές της άνοιξης είχα αρχίσει να συμβιβάζομαι με την ιδέα πως θα ‘πρεπε να κοιτάξω και σε άλλες περιοχές. Κανείς δε γουστάρει να κάνει μεγάλες διαδρομές απλώς για να δουλέψει, όμως οι επιλογές μου ήταν περιορισμένες, ή για να το πω καλύτερα, ανύπαρκτες. Περπατούσα προς το σπίτι μου κάπως προβληματισμένος, όχι ότι έσκαγα κιόλας, σκεφτόμενος ότι η Τ. ήταν αυτό που λέμε μια πόλη-φάντασμα, μια πόλη που δε περιμένεις να υπάρχει στ’αλήθεια στις μέρες μας. Και να που υπήρχε και να που απ’όλη την χώρα εγώ είχα καταλήξει σε αυτήν. Τέλος πάντων, σημασία έχει ότι όπως περπατούσα ξαφνικά είδα ένα μέρος που δεν το είχα προσέξει, ένα μέρος που έμοιαζε με μαγαζί, του οποίου η βιτρίνα ήταν από μαύρο φιμέ τζάμι και το οποίο ήταν όλο αυτόν τον καιρό εκεί! Πώς στα κομμάτια δεν το’χα προσέξει, αυτό είναι απ’τα άγραφτα! Δεν είχα και τίποτα να χάσω, ούτως ή άλλως δεν περίμενα και πολλά και έτσι άνοιξα την πόρτα φουριόζος. Ήταν όντως μαγαζί, ήταν ένα όμορφο μπαρ, με ξύλινα πατώματα και καθαρά τραπέζια. Επίσης ήταν άδειο από πελάτες. Υπήρχε μονάχα ένας κοντοστούπης νέος πίσω απ’την μπάρα, ένας τύπος που περισσότερο έμοιαζε με μαθητευόμενο λογιστή παρά με μπάρμαν. Πλησίασα και τον ρώτησα αν υπάρχει κάποια θέση εργασίας ελεύθερη, οτιδήποτε. Μου απάντησε με εξαιρετικά σοβαρό ύφος, πως δεν γνώριζε. Ο υπεύθυνος θα ερχόταν σε λίγο. Ταλαντευτικά για λίγο αν θα τον περίμενα ή όχι, το όλο σκηνικό μύριζε φιάσκο και μύριζε φορμόλη. Τελικά έκατσα σ’ένα τραπέζι και παρήγγειλα μια κόκα κόλα. Παρατήρησα τον χώρο. Αν προσπερνούσες το αφιλόξενο της απουσίας άλλων ανθρώπων, το μπαρ ήταν -αν μη τι άλλο- περιποιημένο. Και με υποφερτή αισθητική. Στους τοίχους υπήρχαν πορτραίτα από διάφορους μαύρους -υποθέτω τζαζίστες ή κάτι τέτοιο- και στο τοίχο πίσω απ΄την μπάρα ένα ολόχρυσο σαξόφωνο. Υπήρχε επίσης το σκίτσο μιας γυναίκας η όποια έμοιαζε με πρεζού σε απόγνωση και υπήρχαν γραμμένες κλισεδιάρικες μαλακίες για αλκοολικούς. Τραβηγμένο απ’τα μαλλιά, σκέφτηκα. Κόντευε να περάσει μισή ώρα και ο υπεύθυνος δεν είχε φανεί. Ο νεαρός μπάρμαν καθόταν και χάζευε στο κινητό του. Κάθε τόσο μου έριχνε ένα βαριεστημένο βλέμμα και συνέχιζε να ασχολείται με το κινητό του. Μόλις τέλειωσα την κόκα-κόλα έβγαλα να καπνίσω ένα τσιγάρο· ο μαθητευόμενος λογιστής μου είπε πως απαγορεύεται το κάπνισμα στο μαγαζί και’γω αποφάσισα πως είχε έρθει η ώρα να φύγω. Εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο υπεύθυνος: κρατούσε μια αναμμένη πουράκλα στο δεξί του χέρι και έναν χαρτοφύλακα στο αριστερό. Ήταν ένας μεσήλικας άντρας, γεροδεμένος, παρόλα αυτά με ευγενική φυσιογνωμία. Πλησίασε στο μπαρ, ακούμπησε τον χαρτοφύλακα σ’ένα σκαμπό και μίλησε για λίγο με τον μπάρμαν. Εκείνος του σέρβιρε ένα ουίσκι. Όταν τον κοίταξα μου έκανε ένα νόημα με τα φρύδια για να μου υποδείξει το προφανές. Πλησίασα τον υπεύθυνο και του είπα τα λόγια μου. Εκείνος με περιεργάστηκε για λίγο και μετά μίλησε: «Και με τι ασχολείσαι φίλε μου;»
«Με τίποτα. Απλώς ψάχνω δουλειά.»
«Πώς τίποτα; Όλοι με κάτι περνάμε τον χρόνο μας.»
«Εγώ δεν κάνω τίποτα.»
«Κάνα χόμπι δεν έχεις ρε ψηλέ;»
«Ε ας πούμε πως διαβάζω»
«Λογοτεχνία;»
«Ας πούμε ναι.»
«Ας πούμε. Καπνίζεις;»
«Ναι αλλά αν με πάρετε στην δουλειά, αυτό δεν θα’ναι πρόβλημα.»
«Χαίρομαι. Τα πρόστιμα είναι γαμήσι.»
Άρχισε να γελάει και μετά από λίγο άρχισε να γελάει και ο τύπος πίσω απ’την μπάρα. Μου είπε πως και ‘κεινου του αρέσει η λογοτεχνία. Μου είπε πως ίσως να υπάρχει δουλειά για ‘μενα στο μαγαζί. Κατάλαβα πως για κάποιον δικό του λόγο με είχε συμπαθήσει. Θα άλλαζα τον νεαρό μπάρμαν. Μέχρι τότε έκανε διπλές βάρδιες και ήταν καιρός να ξεκουραστεί. Toν κοίταξα: o νεαρός μπάρμαν χαμογελούσε σαν μαλάκας.
Προσαρμόστηκα γρήγορα στα νέα μου καθήκοντα, τα όποια κάθε άλλο παρά απαιτητικά ήταν. Και ο μισθός μου, ωωω ο μισθός μου ήταν πολύ καλός. Θέλω να πω: o μισθός μου ήταν από άλλο πλανήτη. Δεκαπέντε ευρώ την ώρα δεν παίζουν πουθενά εκεί έξω. Αυτό και αν ήταν ευλογία. Έπιανα δουλειά στις οχτώ το βράδυ. Συνήθως μέχρι τις δώδεκα ήμουν ολομόναχος στο μαγαζί αν και ορισμένες φορές καθόταν ο νεαρός μπάρμαν και μιλούσαμε για ποδόσφαιρο. Ήταν έξυπνο παιδί και με ωραίες ιδέες για το άθλημα. Αν είχαμε τέτοιους τύπους στο υπουργείο, σίγουρα δε θα’μασταν στα χάλια που είμαστε τώρα. Ο νεαρός μπάρμαν πίστευε πως είχε έρθει η ώρα να απαγορευτεί το κάπνισμα στα γήπεδα της χώρας. Καιρός ήταν. Πίστευε ακόμα πως το ξύλο μεταξύ των οπαδών έπρεπε με κάποιο τρόπο να θεσμοθετηθεί, στη τελική είναι μέρος της κουλτούρας μας. Σε φάση επίσημα, να υπάρχει κάποια ειδική βαθμολογία γι’αυτό. Να υπάρχουν και γαμημένοι κανόνες. Για παράδειγμα: όχι πιστόλια. Έντιμο εκ μέρους του, όπως και να το δεις. Ο νεαρός μπάρμαν είχε φίλους σε συνδέσμους της ομάδας του, αλλά ο ίδιος δεν ήταν συνδεσμίτης. Έτσι έλεγε. Ήταν απλώς ένας παθιασμένος υποστηρικτής. Του άρεσε το ιταλικό πρωτάθλημα περισσότερο απ’το αγγλικό, και του άρεσε ο Μπάτζιο περισσότερο απ’τον χοντρό Ρονάλντο. Περισσότερο απ’ολα όμως, του άρεσε το αργεντίνικο πρωτάθλημα και η Σαν Λορέντζο. Μου έβαζε βιντεάκια στο γιουτιούμπ με τους οπαδούς της, ήξερε τα συνθήματα της κερκίδας απ’έξω. Από τακτική πάντως δε σκάμπαζε και πολλά: αδυνατούσε να κατανοήσει τον θαυμασμό του κόσμου για τον Γκουαρντιόλα, θεωρούσε πως το πρώτο καθήκον μιας ομάδας είναι η άμυνα και το πάθος. Ίσως να’χε και δίκιο, γούστα είναι αυτά. Όταν πάντως έφευγε και έμενα μόνος στο μπαρ, είχα χρόνο για το οτιδήποτε. Έπινα κάνα ποτό, έβαζα μουσική και κυρίως περίμενα. Μπορεί να διάβαζα και κάνα βιβλιαράκι ή να σκεφτόμουν καμιά ιστορία για γράψιμο. Δε θα διστάσω να πω ότι ήταν η δουλειά των ονείρων μου. Μια στο τόσο έμπαινε και κάποιος πελάτης, αλλά αυτό ήταν μονάχα μια στο τόσο και χωρίς πολλά-πολλά. Έπινε-πλήρωνε- έφευγε.
Τα μεσάνυχτα ερχόταν το αφεντικό. Τον σέρβιρα ένα ουίσκι και συνήθως αμίλητος πήγαινε σ’ένα δωματιάκι που υπήρχε στο υπόγειο. Υποθέτω πως έκανε τα λογιστικά της επιχείρησης. Γύρω στις δύο ανέβαινε πάνω για να πιει άλλο ένα ουίσκι και τότε, αρκετά σπάνια πάντως, μπορεί να πιάναμε καμιά κουβέντα. Είχε ένα πατρικό ύφος όταν μου μιλούσε, που αν και στην αρχή με εκνεύριζε, μετά το συνήθισα και μετά ίσως το εκτίμησα. Του άρεσε όντως η λογοτεχνία, είχε πολλές γνώσεις επί του θέματος και έτσι η συζήτηση μαζί του, απέφευγε τον κίνδυνο να γίνει πληκτική. Εκτός απ’όταν έπιανε την προσωπική ζωή των συγγραφέων, που οι αναλύσεις του δεν είχαν τέλος. Και συνήθως δεν είχαν και καμιά λογική βάση. Ήξερε κουτσομπολιά για όλους, πράγματα που δύσκολα θα αναφέρονταν σε κάποια βιογραφία, αλλά όπως έλεγε και ο ίδιος συχνά-πυκνά, άμα διάβαζες το έργο τους προσεχτικά θα τα καταλάβαινες. Για παράδειγμα, o Μπορίς Βιαν ήταν πούστης (με τον αρχαιοελληνικό τρόπο) και ο Κάφκα βουτηγμένος στο όπιο μέχρι τα φρύδια. Δεν έβγαζα άκρη.
Δυο φορές τον μήνα, έρχονταν δυο παλικάρια και φέρνανε μια κλειστή κούτα με ντόνατς. Την έβαζα στην άκρη και όταν έφτανε το αφεντικό την έπαιρνε στο λογιστήριο. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι η κούτα είχε στ’αλήθεια ντόνατς μέσα, αλλά αφού έτσι έλεγαν δεν είχα λόγο να το ψάξω παραπάνω. Ποιος νοιάζεται; Κάποιο απόγευμα, το αφεντικό μπήκε μέσα φανερά ταραγμένο. Απόδειξη γι’αυτό είναι ότι ήπιε δυο ουίσκια αντί για ένα, και ότι είχε κέφια για κουβέντα απ’την αρχή. Επίσης, αν και αυτό μπορεί να’ταν συμπτωματικό, το πουκάμισο του είχε δυο-τρεις φανερούς λεκέδες αίματος. Ή σάλτσας ντομάτας. Ίσως να’τρωγε κοκκινστό πιο πριν, δε μ’αρέσει να είμαι απόλυτος. Όπως και να’χει, μιλήσαμε για γαλλική λογοτεχνία, μιλήσαμε για τον Μπαλζάκ και τις σχέσεις του με την κηπουρική. Κάποια στιγμή, σαν κάτι να θυμήθηκε, το αφεντικό σηκώθηκε και πήγε στο υπόγειο. Όταν επέστρεψε κρατούσε μια καραμπίνα και μου ζήτησε να την βάλω στο ράφι κάτω απ’την μπάρα. Είπε: καλού κακού, και συνεχίσαμε την συζήτηση μας.
Κατά καιρούς σκάγανε και κάτι άλλοι τύποι στο μαγαζί, φίλοι του νεαρού μπάρμαν ή του αφεντικού, και μια στο τόσο έφευγα νωρίτερα γιατί ήθελαν να μιλήσουν. Και όταν μιλούσαν δε μπορούσα να’μαι μπροστά. Εντάξει δεν είμαι μαλάκας, καταλάβαινα ότι κάτι έτρεχε με το μέρος, απ’την πρώτη στιγμή το είχα ψιλιαστεί. Αλλά ξαναλέω: ποιος νοιάζεται; Έπαιρνα δεκαπέντε ευρώ την ώρα για να κάθομαι· δε πα να πουλούσαν και τα όργανα των παιδιών τους; Το κρίμα στα κεφάλια τους. Εγώ είχα την συνείδηση μου ήσυχη, και καμία διάθεση να μπλεχτώ παραπάνω. Και τότε ήρθε ο Δεκέμβρης.
Ο νεαρός μπάρμαν την παρουσίασε σαν γκόμενα του. Δεν ήταν. Ο νεαρός μπάρμαν είπε πως είχε καταγωγή απ’την Ιταλία. Δεν είχε. Όμως εμείς την φωνάζαμε Ιταλίδα και ο νεαρός μπάρμαν πολύ θα ήθελε να την είχε για γκόμενα. Έπιασε δουλειά στο μπαρ σαν σερβιτόρα· στην πραγματικότητα απλώς καθόταν και κοίταζε τους καλοβαμμένους τοίχους όπως όλοι μας. Ήταν κοντούλα, μελαχρινή, δυναμίτης κανονικός. Όταν χαμογελούσε δε μπορούσες να μη χαμογελάσεις και συ. Και ας μην υπήρχε λόγος. Ήταν ξεκάθαρο απ’την πρώτη στιγμή ότι είχα μπλέξει άσχημα, έπρεπε όμως να δείξω χαρακτήρα. Τα δύσκολα του επαγγέλματος, σκέφτηκα.
Η Ιταλίδα παρ’όλα αυτά είχε δυο κουσούρια: τραγουδούσε κάτι παράφωνα λαϊκά που σου τρύπαγαν το μυαλό και δεν γούσταρε τον νεαρό μπάρμαν. Κυρίως το τελευταίο. Σε κάθε περίπτωση, η Ιταλίδα δούλευε στα ωράρια του νεαρού μπάρμαν και καθόταν κάνα δίωρο μετά με εμένα. Και ο νεαρός μπάρμαν καθόταν. Προσπαθούσε να την στριμώξει σε κάθε ευκαιρία, όμως εκείνη με πολύ στυλ τον απέφευγε, τον έκανε να καίγεται πάνω στα σκατά του. Σχεδόν τη θαύμαζα για τον τρόπο της, μου φαινόταν πανέξυπνος και ταυτόχρονα αυθόρμητος. Ο νεαρός μπάρμαν διατηρούσε τις ελπίδες του αλλά στην πραγματικότητα ήταν χαμένος από χέρι. Απ’την άλλη, με’μένα η Ιταλίδα ήταν πολύ πιο ζεστή, όμως εγώ πάλευα να κάνω τον αδιάφορο. Ίσως αυτό την έλκυε στα μούτρα μου, ποιος ξέρει. Την σκεφτόμουν συνέχεια, την ήθελα δική μου, όμως ένας άντρας πρέπει να βάζει τις προτεραιότητες του σε τάξη: άντεξα ελάχιστα. Λίγο καιρό αργότερα άρχισε να υπάρχει ξεκάθαρο φλερτ μεταξύ μας, πράγμα που δεν άργησε να πάρει είδηση ο νεαρός μπάρμαν. Η συμπεριφορά του προς εκείνη άλλαξε. Της φερόταν απότομα, σαν να’ταν ο γαμημένος ιδιόκτητης του μπαρ, και ορισμένες φορές την διέταζε με ύφος δε ξέρω τι. Εκείνη με ευκολία τα κατάπινε και συνέχιζε. Με εμένα παρέμενε ο ίδιος μαλάκας που ήξερα. Και όταν του έλεγα πως το κατενάτσιο δεν έχει θέση στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, έβαζε τα γέλια.
Ένα βράδυ που ο νεαρός μπάρμαν είχε φύγει εξαιτίας κάτι δουλειών τρέχα-γύρευε, η Ιταλίδα και’γω βάλαμε να πιούμε. Και αφού ήπιαμε, μερικές στιγμές αργότερα φιλιόμασταν. Και λίγο αργότερα το κάναμε πάνω στο τραπέζι. Και μετά στο πάτωμα. Και μετά πάλι στο τραπέζι. Ήταν το κάτι άλλο. Της είπα πως ο νεαρός μπάρμαν δε πρέπει να καταλάβει το παραμικρό και συμφώνησε. Της είπα πως καλό θα ήταν να μην ξαναγίνει και έδειξε σκεπτική. Το ίδιο και’ γω. Πιάσαμε να κοροιδεύουμε τον νεαρό μπάρμαν και να δοξολογούμε την τύχη μας. Απ’οτι φαίνεται η Ιταλίδα τον είχε γνωρίσει στην προηγούμενη δουλειά της, σ’ενα ιταλικό εστιατόριο. Εξ’ου και το παρατσούκλι. Ήταν τακτικός θαμώνας και της είχε προτείνει μια εργασία με πολύ λιγότερο κόπο και πολύ περισσότερα λεφτά. Μέχρι να της εξηγήσει περί τίνος πρόκειται, νόμιζε πως την προόριζε για πουτάνα. Ευτυχώς τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα. Για μια στιγμή ένιωσα κάπως άσχημα: o τύπος ήταν στ’αλήθεια καψουρεμένος.
Την ίδια νύχτα το αφεντικό και’γω είχαμε μια συζήτηση για τον Ντοστογιέφσκι. Του είπα πως κατά την γνώμη μου εκείνο που τον ξεχώριζε ήταν η νηφαλιότητα του, η διαύγεια του. Το αφεντικό διαφώνησε. Κατά την γνώμη του εκείνο που τον ξεχώριζε απ’τους υπόλοιπους ήταν η ενσυναίσθηση του. «Αυτό μικρέ. Η ενσυναίσθηση. Έπαιρνε της αμαρτίες των άλλων πάνω του, σαν ένας άγιος.» Στα λόγια του υπήρχε μια βαθιά κατανόηση· μου έδωσε την εντύπωση ότι μιλούσε για τον εαυτό του, ότι και ο ίδιος κουβαλούσε ένα φορτίο βαρύτερο απ’το τομάρι του. Ίσως πάλι να ‘ταν και ιδέα μου· όλα όσα είχαν γίνει με την Ιταλίδα προηγουμένως είχαν αλλοιώσει την αίσθηση της πραγματικότητας. Ήμουν σαν υπνοβάτης.
Έτσι λοιπόν φτάνουμε στην παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Θα πήγαινα στο μπαρ στις οχτώ και θα το έκλεινα στις δέκα. Ανεξαρτήτως των συνθηκών, παραμένει υπερβολικά μίζερο να αλλάζεις χρόνο εν ώρα εργασίας και ευτυχώς το αφεντικό ήθελε οι υπάλληλοι του να το διασκεδάζουν. Και απ’οτι φαίνεται ο νεαρός μπάρμαν – σαν πιστό σκυλί- το’χε ρίξει έξω από νωρίς, γιατί όταν έφτασα στο μαγαζί, ήταν ξεκάθαρο πως είχε ρουφήξει το κατιτίς του. Και άλλες φορές μου έλεγε να σνιφάρουμε καμιά γραμμή, αλλά δεν τον θυμάμαι ποτέ σε αυτήν την κατάσταση. Απ’την άλλη, Πρωτοχρονιά ήταν, μην γίνομαι και μαλάκας. Η Ιταλίδα έβαζε μουσική, κάτι εορταστικό, έναν τύπο που προσπαθούσε να μιμηθεί τον Σινάτρα. Έβαλα να πιω μια μπύρα, τσουγκρίσαμε τα ποτήρια και οι τρεις μας, ανταλλάξαμε μερικές ευχές. Ο νεαρός μπάρμαν έκανε βόλτες μόνος του χαμογελαστός, προσπαθούσε να πείσει την Ιταλίδα να χορέψουνε. Της φερόταν πάλι όπως πρώτα μετά από καιρό, η σκόνη τον είχε κάνει πραγματικά ευδιάθετο. Εκεί έγινε το πρώτο λάθος: η Ιταλίδα τον απέρριπτε εμφατικά, συζητούσε μαζί μου σαν μην τον άκουγε. Εν’ολίγοις, τον έφτυνε στα μούτρα. Κάποια στιγμή πήγα να κατουρήσω, και όταν γύρισα το σκηνικό είχε αλλάξει ολοκληρωτικά. Είχαν έρθει τα πάνω-κάτω. Ο νεαρός μπάρμαν ούρλιαζε στ’αυτιά της Ιταλίδας. Της έλεγε ότι ήταν μια άχρηστη πουτάνα, που δε μπορεί να κάνει ούτε τα βασικά. Η πρόφαση γι’αυτόν τον χαμό ήταν μια κατσαρίδα που είχε πάρει το μάτι του να κόβει βόλτες κάτω απ’τα τραπέζια. Την χαστούκισε και η Ιταλίδα ξέσπασε σε κλάματα. Εγώ τα είχα χάσει· είπα στο νεαρό μπάρμαν να κάνει στην άκρη, γιατί το παρατράβηξε. Του φώναξα: αρκετά ρε! Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε το αηδιαστικό έντομο. Ήταν χοντρό σαν αρουραίος και για να το λιώσω χρειάστηκε να το πατήσω δυο φορές. Του τινάχτηκαν τ’ άντερα έξω. Ο νεαρός μπάρμαν είπε στην Ιταλίδα να εξαφανιστεί, και εκείνη αφού πήρε την τσάντα και το παλτό της έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Έκλαιγε και ψέλλιζε κάτι ακατανόητες κατάρες. Μείναμε οι δυο μας. Ο τύπος που πάλευε να μοιάσει στον Σινάτρα ήταν αφόρητος, η φωνή του έμοιαζε να βγαίνει από ένα πηγάδι με σκατά. Αυτό δεν πτόησε τον νεαρό μπάρμαν που γρήγορα ξαναβρήκε το κέφι του, εγώ όμως ένιωθα τα μηνίγγια μου να τρέμουν απ’τα νεύρα. Με είχε πιάσει ένας απίστευτος πονοκέφαλος: προσπάθησα να ηρεμήσω. Ο νεαρός μπάρμαν τριγυρνούσε πέρα-δώθε και μονολογούσε ότι αυτός ήθελε απλώς να χορέψει. Κάθε τόσο έβριζε την Ιταλίδα, και έφτυνε στο πάτωμα· ήταν ξεκάθαρο πως είχε πάθει κάποια κρίση θιγμένου εγωισμού. Έβαλα να πιω ένα ουίσκι. Ο νεαρός μπάρμαν συνέχιζε τις αόρατες απειλές του, και’γω όταν σήκωσα το ποτήρι, παρατήρησα πως τα χέρια μου έτρεμαν σαν παλαβά. Δε σταματούσε να μιλάει ο τύπος, το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να εκραγεί. Τι εκνευριστικός βλάκας! Ο νεαρός μπάρμαν μου χαμογέλασε και μου είπε πως θα την έβρισκε και θα την σκότωνε. Δεν ήξερε με ποιον είχε μπλέξει το τσουλάκι! Θόλωσα, ένιωθα πως ο μαλάκας θα με κανε να εκραγώ. Τα αυτιά μου βούιζαν και ο νεαρός μπάρμαν δεν είχε σταματημό: κάποιος έπρεπε να το κάνει να το βουλώσει. Και αφού δεν ήταν κανείς άλλος εκεί γύρω, και αφού ο Μαστουρωμένος Τιμωρός συνέχιζε να ρωτάει “ξέρεις ποιος είμαι εγώ’’ φλίπαρα για τα καλά· έδρασα ενστικτωδώς. Όταν γύρισε την πλάτη του, έβγαλα την καραμπίνα απ’το ράφι και τον πυροβόλησα. Το λέω ξεκάθαρα: με όλη μου την ψυχή τον πυροβόλησα. Και ευτυχώς η καραμπίνα ήταν γεμάτη. Η σφαίρα τον βρήκε στο σβέρκο και ο νεαρός μπάρμαν αφού τρέκλισε για λίγα εκατοστά, έπεσε στο έδαφος σαν ένα τσουβάλι με χώμα. Το κοντοστούπικο πτώμα του προσγειώθηκε πάνω στην κατσαρίδα. Κοίταξα τον τοίχο: το σκίτσο της πρεζούς σε απόγνωση, είχε γεμίσει αίματα. Σκατά και απόσκατα, είπα. Ωστόσο ήδη ένιωθα πολύ καλύτερα. Κατάλαβα πως έπρεπε να την κάνω απ’το μέρος στα γρήγορα. Δεν ένιωσα καμία διάθεση φιλανθρωπίας, δεν πήγα καν να τσεκάρω αν ζούσε ή ήταν ψόφιος. Σημασία είχε να φύγω. Παρ’όλα αυτά, είχα να κάνω μια τελευταία δουλειά. Κατέβηκα στο υπόγειο και βρήκα τις κούτες με τα ντόνατς. Άνοιξα μια και σοκαρίστηκα με το θέαμα: είχε στ’αλήθεια μερικούς μπαγιάτικους λουκουμάδες εκεί μέσα. Οι οποίοι όμως ήταν τυλιγμένοι με χαρτί. Και γύρω από αυτό το χαρτί, υπήρχε μια δέσμη με κατοστάρικα. Άρπαξα έναν και τον έχωσα στη τσέπη μου. Έπειτα ξανάκλεισα την κούτα. Ανέβηκα πάνω και είδα για μια τελευταία φορά τον χώρο. Ο νεαρός μπάρμαν ούτε που σάλευε. Έκλεισα την μουσική και τα φώτα, τελείωσα με μια γουλιά το ουίσκι μου και βγήκα έξω. Κλείδωσα το μπαρ και έβαλα τα κλειδιά στην τσέπη μου. Άρχισα να περπατάω, στην αρχή βιαστικά, μετά πιο ήρεμα. Ο κρύος αέρας με συνέφερε, με έκανε να χαμογελάσω. Ένιωθα πάλι κύριος του εαυτού μου. Όχι και άσχημα σκέφτηκα: τρία χιλιάρικα και ένα ντόνατ βανίλια. Και η νύχτα έξω ήταν παγωμένη και γιορτινή. Το επόμενο πρωί έφυγα απ’την χώρα.
ΔΥΟ ΛΕΠΤΑ
Μουσική: Αίολος
Στίχοι: Σιλουάν Κ.
Χρυσό Άλμπατρος
Γυρίζοντας πίσω τώρα,
σκέφτηκα έναν μεγάλο καθρέπτη στην μέση ενός κατοικημένου δάσους
-πυραμίδες απ’τον ίδιο μέσα στον ίδιο; σκέφτηκα πως
θα αρκούσαν τα υδάτινα θρύψαλα (και ας ήταν θρύψαλα, ναι),
θα αρκούσαν, ήταν εκεί, μπροστά μου,
στ΄αλήθεια πάλευα να αφεθώ: θα αρκούσαν έλεγα, γιατί είμαστε χέρια
και πόδια ακούραστα
και περιπέτεια
και όνειρα και πράξεις ηρωικές. Και ένιωθα σίγουρος πως για χάρη τους
ίσως μπορούσα να κάνω στην άκρη,
να εξορίσω με 2 κλωτσιές
την αίσθηση του Χωρισμού των Χωρισμών: της καρδιάς απ’την καρδιά.
Και ο μεθυσμένος λαγός βάραινε με τις ιδέες μου
και συνέχιζε να λαχανιάζει.
Στο ίδιο μέρος (διαμέρισμα, λεωφορείο, οτιδήποτε)
στεκόταν μεταμορφωμένη η αρχέγονη οδύνη:
το ανολοκλήρωτο ελάφι πλέον κάλπαζε πάνω μου, πιστέψτε με,
τα είχα καταφέρει!
Ήταν στιγμές που έμοιαζε μ’ένα ενδότερο διαστημόπλοιο! Ναι,
οι ασχολίες μου ήταν γλυκές αλλά και δυναμικές,
η εφήμερη φλόγα
έβγαζε την μουσούδα της γεμάτη αισιοδοξία! Σε κάθε περίπτωση: με είχε κυριεύσει
η θέληση της εκστατικής όρασης,
της εκστατικής αφής,
της -δίχως άλλο- άμεσης κατάκτησης! Άγγιζα την βεβαιότητα!
Άλλοτε όμως, και όταν η σιωπή απομάκρυνε κάθε δυτικό μέτωπο,
μπορούσα να το αισθανθώ:
καλά κρυμμένος πίσω απ’τον παλλόμενο παροξυσμό
ήταν ξανά εκείνος ο καθρέπτης
ήταν ξανά η Πυραμιδική Αυτοκτονία: και η κορυφή της ήταν θάνατος σκέτος,
γιατί πάταγα στα δικά μου πτώματα,
και ήταν καταρράκτης σκοταδιού τα ποδοπατημένα μάτια μου,
και ήταν μούχλα του δάσους οι ποδοπατημένες μύτες μου
και ήταν θάνατος σκέτος λοιπόν,
εγώ μέσα σε εμένα: 1 τάφος αμετάκλητος
ο αιματηρός μηχανικός του εαυτού.
Και έπειτα άρχισε να ψιχαλίζει· θα ορκιζόμουν πως ήταν τυχαίο:
μερικές γουλιές έπεφταν στο εύφορο στήθος του απογεύματος,
όμως ακόμα
πάλευα να αγνοήσω το μάταιο της αποστολής μου; ναι,
παραμερίζοντας με στυλ
κάθε αμφιβολία,
θα επιζητούσα να συνεχιστούν οι έρευνες κάποιας πληρότητας,
θα γινόμουν ο παραισθητικός ντετέκτιβ
κάθε πιθανής διεξόδου. Η βροχή δυνάμωνε,
και παρ’οτι οι πόρτες ήταν ασφαλείας, άνοιξαν ευπρόσδεκτα:
και ήρθαν τα ζωτικά χρώματα και τα συνέλεξα
και τους έβγαλα καφέ και μπύρα και τσιγάρο.
Και παρ’ότι έξω βροντούσε, εδώ το γλέντι στ’αλήθεια είχε ανάψει·
στο τέλος, αυτό ήταν αρκετό
για να μου προξενήσει έναν αφόρητο πονοκέφαλο.
Τότε λοιπόν βγήκα από ‘κει μέσα και -προς έκπληξή μου-
με ακολούθησαν και ορισμένοι καλεσμένοι.
Ήξερα πλέον πως είχα αποτύχει,
οι έρευνες μου μόνο σύγχυση προκαλούσαν,
ο περίγυρος μου παρέμενε εκείνο το Ελάφι, εκείνος ο Καθρέπτης,
Εκείνος Εγώ.
Κιόμως! τώρα σαν κάτι να είχε αλλάξει· μέσα στο ανεπαρκές καρναβάλι που κατρακυλούσε απ’τους αγκώνες μου
και απ’την πλάτη μου, διαφαινόταν σαν σιωπηλό πανηγύρι
η Ουσία των Πραγμάτων,
που υπήρχε και ας ήταν κομμένη στην μέση,
που όντως, ναι, υπήρχε
και η αθέατη υπόσχεση της μ’ακολουθούσε. Και τότε επιτέλους ένιωσα
πως είναι δυνατόν
η πυραμίδα να χτιστεί ανάποδα,
και τότε επιτέλους ένιωσα
πως ένας Ερωτευμένος Συζητητής (για να με καλέσει να του απαντήσω),
μου πρόσφερε την άλλη όψη: και μαζί μ’όλο το οικοδόμημα
σηκωνόταν ένα βάρος
πολύ πιο πέρα απ’το αισθητό!
Έτσι λοιπόν συνέχισα να προχωράω, χωρίς να ξέρω ακόμη για που.
Γυρεύοντας ίσως τους λευκούς παπαγάλους,
προχώρησα.
Έφτασα ως το κέντρο της καταιγίδας
παρέα με κάποιους εναπομείναντες συντρόφους :
πλέον στον ορίζοντα
φαινόταν η λαμπερή άνοιξη ενός σταυρού.
Η κρυφή καταδίωξη
1
Είμαστε ντετέκτιβ. Στα 60 δευτερόλεπτα της Αγωνίας στεκόμαστε πίσω απ’τον ιδρώτα, πίσω απ’το τρέμουλο των χεριών, κάτω απ’την καρδιά που πάλλεται μανιασμένη. Είμαστε ντετέκτιβ και δεν δεχόμαστε τα προφανή ως δεδομένα. Τα 60 δευτερόλεπτα της Αγωνίας είναι απλώς το πεντανόστιμο τυρί της φάκας, την ωρα που η Πραγματικότητα βρισκεται κρυμμένη πίσω απ’την μωβ κουρτίνα. Ο ήχος του πιάνο φτάνει στις πιο υψηλές νότες και έπειτα χάνεται στο σκοτεινό δάσος. Ευτυχώς δεν είμαστε μόνοι, η Εμπειρία μας βοηθάει. Είναι το μοναδικό μας όπλο, το άλογο που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει. Τα φώτα μιας κάντιλακ πέφτουν στο σκοτεινό δρόμο και η Εμπειρία στέκεται εκεί ακλόνητη ως φακός της αφόρητης Πραγματικότητας. Οι λέξεις με την βοήθεια της αποκτάνε βάθος, η αμφιβολία γίνεται μια κατεύθυνση, το ίδιο και ο φόβος. Η γλώσσα αισθάνεται την ολοκλήρωση της, η Αλήθεια φανερώνεται σαν φωτιά.
2
Είμαστε ντετέκτιβ και η μωβ κουρτίνα ξεθωριάζει αφού πρώτα πέσουμε στο έδαφος σφαδάζοντας. Η Εμπειρία είναι ο αδερφός μας και ο μοναδικός δρόμος προς την διελευκανση του Εγκλήματος. Απ’τον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας ακούγεται 1 ψίθυρος: οι ντετέκτιβ πρέπει να σκάψουν με ψυχραιμία και οργάνωση. Οι σπασμωδικές κινήσεις βοηθάνε τον Εχθρό, σηκώνουν χώμα που τον κρύβει. Το μωβ γίνεται παχύ κόκκινο και η Πραγματικότητα χαχανίζει γεμάτη αυταρασκεια. Η Εμπειρία μας καλεί να φανούμε γενναίοι: τo πτώμα θα ξεβραστεί μόνο του στην στεριά αρκεί να πιέσουμε με όλη μας την δύναμη. Η Εμπειρία θα σταθεί δίπλα μας αρκεί να την αγαπήσουμε. Έτσι λοιπόν εγκαταλείπουμε τα σπίτια μας, τις δουλειές, τις πατρίδες μας. Στεκόμαστε κάτω απ’τον απέραντο ουρανό και βρεχόμαστε απ’την ηλεκτρική καταιγίδα. Εγκαταλείπουμε τα όρια για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στο καθήκον. Τότε η Εμπειρία μας ευγνωμονεί και τραντάζει τα δάχτυλα μας ακόμα και όταν συλλαμβάνουμε 1 διαστημικό καουμπόι. Η μωβ κουρτίνα της ομίχλης διαλύεται, το πτώμα κυλιέται στις πέτρες. Καρδιές τυλιγμενες με ατσάλι αντέξτε!
3
Είμαστε ντετέκτιβ. Στο σκοτεινό δωμάτιο δεν προχωράμε ψηλαφώντας. Βαδίζουμε με την σιγουριά ενός τυφλού, γνωρίζουμε τα πόμολα, τα έπιπλα, τις απρόσμενες παγίδες. Βαδίζουμε προς την Αποκάλυψη παρά τις φωνές που την αρνούνται. Βουτάμε στο πηγάδι της αβύσσου, γνωρίζοντας πως αυτό δεν είναι αρκετό. Η Εμπειρία μας καθοδηγεί. Οι ντετέκτιβ αντιλαμβάνονται πως ο μοναδικός ρεαλισμός είναι ο βιωμένος. Τα στοιχεία καταγράφονται με προσοχή: είναι χειμώνας και η Πραγματικότητα πίνει κονιάκ σε 1 μπαρ. Τα χνώτα της βρωμάνε. Ο Ντετέκτιβ ξαναδιαβάζει το χαρτί με προσοχή και δε χάνει ούτε λεπτό. 1000 χαρακιές απλώνονται στο μέτωπο του, όμως πλέον βρίσκεται πιο κοντά: η Ζωή πέφτει πολύ βαριά στους ωμούς του, παρ’ολα αυτά αντιστέκεται σαν λύκος. Η Πραγματικότητα ουρλιάζει φοβισμένη, την ώρα που ο ντετέκτιβ σπάει με μια κλωτσιά την πόρτα του μαγαζιού. .
4
Είμαστε ντετέκτιβ και φτύνουμε στην μούρη τον ρεπόρτερ. Μας είναι άχρηστος και είναι επικίνδυνος, γιατί διαστρέφει την Ζωή προς την Απλότητα. Μπλέκεται στα πόδια μας και μας εμποδίζει. Εμείς του λέμε: η Απλότητα είναι 1 ψέμα φορτωμένο με ένοχες. Η Απλότητα είναι η άμυνα των φοβισμένων και εμείς παλεύουμε να εκτεθούμε. Μια αυτονόητη μωβ κουρτίνα, ένας αόρατος θάμνος. Ο δήθεν ρεαλισμός της καταγραφής, είναι μια γαμημένη διαδήλωση από ζόμπι. Η Πραγματικότητα καταφέρνει να ξεφύγει, όμως η Εμπειρία μας δίνει 1 γερο χαστούκι και μας υπενθυμίζει: οι ντετέκτιβ δε δέχονται το μακιγιάζ του δολοφόνου, αποκλείουν την μηχανική του συναισθήματος. Οι συμβάσεις ξεπερνιούνται μονάχα με την βοήθεια του πιστού μας φίλου. Η μεγάλη υπέρβαση μυρίζει αίμα, και αλκοόλ και σπέρμα και ανάσα μιας καταδίωξης μέσα στην χειμωνιάτικη πόλη. Είμαστε ντετέκτιβ και πρέπει να σκάψουμε, να σκάψουμε με οργάνωση και ψυχραιμία. Στη μέση διασταυρωμένων πυρών. Στο μέτωπο.
5
Είμαστε ντετέκτιβ και γνωρίζουμε πως ο δολοφόνος είναι γεμάτος από κόλπα αντιπερισπασμού: το Όνειρο μας σαγηνεύει, όμως εμείς γνωρίζουμε πως είναι μια ακόμη φλούδα. Ο δολοφόνος το χρησιμοποιεί για να μας κάνει να χαθούμε, όμως εμείς το εκμεταλευομάστε όπως μπορούμε. Τίποτα δε πάει χαμένο. Το Όνειρο δεν είναι εχθρός μας, αλλά 1 στοιχείο, 1 βοηθητικό καθρεφτάκι. Βρίσκεται εκεί αλλά από μόνο του μας κάνει να ξερνάμε με την υποκρισία του. Πρέπει να το καλοπιάσουμε, να το βασανίσουμε, να το κάνουμε να μαρτυρήσει. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε πως εκείνο δεν είναι ο δολοφόνος, πως εκείνο την ώρα του φόνου κοίταζε μέσα απ’την κλειδαρότρυπα. Ένας μάρτυρας είναι το Όνειρο, ένας μάρτυρας! Πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε με εξυπνάδα και σύνεση, πρέπει να το αφήσουμε εκεί ως κομμάτι του σκηνικού. Πρέπει να το καταγράψουμε με δυσπιστία.
6
Είμαστε ντετέκτιβ και ο δολοφόνος σύντομα θα βρίσκεται στα χέρια μας. Μια μελαχρινή χορεύει στο γκρουβ μπιτάκι και το μυστήριο τρυπώνει στον κώλο μας. Δεν έγινε αυτό και εκείνο, δεν έγινε ούτε το άλλο. Ο περιπλανώμενος ντετέκτιβ που αιμορραγεί, βυθίζεται στην άσφαλτο χαμογελώντας. Κρατάει το χέρι της όμορφης γυναίκας και ψελλίζει 1 ακόμη στοιχειό.
Κόκκινη Σκόνη
Είσαι διάφανη ριγμένη
ανάσκελα στα μαξιλάρια της νύχτας, πως βρέθηκες εκεί κάτω;
πως βρέθηκες εκεί
κάτω;
Απέχουμε πλέον
μέρες
και σφαγμένα μήλα και ο χώρος είναι μια βουβή κραυγή,
πως βρέθηκες εκεί, κάτω;
Η φωνή του τενόρου αιματοκυλά τα χείλη σου
διασχίζουμε το νεκροταφείο
που σκαρφαλώνει στο σβέρκο μας, πες μου
πως βρέθηκες εκεί κάτω;
Χάνεσαι ή επιστρέφεις
επανέρχεσαι, επανέρχεσαι;
Χτυπάνε τον ώμο μου ψελίσματα απ’την ψυθιριστή σφαίρα
λειώνει το πρόσωπο των νεύρων
απ’την σιωπή σου,
πως βρέθηκες εκεί κάτω;
Tα ψημένα ρουθούνια της αποθήκης μας,
πως βρέθηκες εκεί κάτω,
ανέβηκα την σκάλα σαν να ‘μουν ο σκύλος σου
μαύρη κοκαΐνη
τα ρουθούνια τρέμουν απ’την απεγνωσμένη νύχτα σου:
μ’ακούς ή
πλέον είναι στ’αλήθεια αργά,
πως βρεθηκες εκεί κάτω;
Διάλεξα το πρώτο βαγόνι,
λευκή γούνα που χάνει το χρώμα της
ποδοπατιέται απ’τα δόντια μου, θυμάμαι ήσουν αναδυόμενη και σκοτεινή,
έτσι βρέθηκες εκεί κάτω;
Σπάραξα απαλά τα μαλλιά σου,
ήταν όταν ανασάνες ομίχλη: πιρούνια μασάνε το γυαλί
στα πληγωμένα ούλα μας.
Ο κύριος που χτυπάει την πόρτα
ανάποδα και κρεμασμένος, άδειος,
έτσι
βρέθηκες εκεί κάτω;
Και πέφτει η γυναίκα του ματιού απ’την γέφυρα,
δε ήθελα να τρέξω πάνω στην χορδή
απλά ακολούθησα,
ήσουν υποταγμένο δέρμα και μαύρο ράμφος φώτισε
την υγρή βελόνα. Στ΄αλήθεια
έτσι βρέθηκες εκεί κάτω;
Τα χέρια του σκλάβου στις μύτες μας
είναι γροθιές σ’ενα πεθαμένο κουνέλι
η ασφυξία αθώα σα νιαούρισμα βεντάλιας
και δεν έβλεπα εσένα πια
παρά μόνο
την άυπνη άμαξα που καλπάζει.
Έτσι βρέθηκες εκεί κάτω.
Στο δωμάτιο που θυσιάστηκε το βλέμμα σου
αλυχτάνε αποτυπώματα, η καρδιά υπάρχει
στην βραδύτητα,
θα μείνουμε για καιρό ξεχασμένοι
μα
πως βρέθηκες εκεί κάτω;
Μέχρι να διαβάσεις το ποίημα, το νερό θα ‘χει ζεσταθεί
Mέχρι να διαβάσεις το ποίημα, το νερό θα’χει ζεσταθεί
και η νεότητα μας σαν ένα τρελό κουτάβι
θα καταριέται την τρυφερότητα της νύχτας·
η νεότητα μας θα ρίχνει γροθιές ασθενικού μποξέρ
στον πρωινό τοίχο του καθήκοντος.
Για λίγο, τα πάντα αστράφτουν: είναι η όραση του ελαφιού
πάνω απ’τον λόφο του σκότους,
ενώ με κοιτάς και κοιτάμε
τον φίλο μας που κοιτάει σαν υπνωτισμένος
την νυχτερινή θάλασσα και λέει πως πρέπει να φύγουμε
από αυτό το γαμημένο μέρος πριν να’ναι πολύ αργά. Δε βλέπεις;
το τέλος έχει ήδη παιχτεί, τα φώτα ανάβουν με την πρώτη κραυγή,
τώρα τι θα κάνουμε;
Μέχρι λοιπόν να διαβάσεις το ποίημα, οι υδρατμοί θα μας σκεπάσουν
και θα πολτοποιήσουν το φάντασμα που μας καταβάλλει:
η ατμόσφαιρα με λιωμένο το κεφάλι είναι ένα τραύμα
που κουβαλάμε μέσα μας με περηφάνια
και οι αναμνήσεις που μόλις δημιουργήσαμε
είναι ασυγκράτητες και οπλισμένες ως τον λαιμό.
Η τρυπημένη σάρκα καίγεται κάτω απ’το ξεχασμένο πορτατίφ
και οι μπύρες μας που ζεστάθηκαν στάζουν στην μοκέτα
ενώ ξημερώνει η γλυκύτητα της ματωμένης γροθιάς
με τον σκονισμένο καφέ στο χέρι
και τα τσιγάρα που καίγονται
σε μια άδεια στάση λεωφορείου
στα δάχτυλα της Αθήνας.