Σινεμάς ο Παράδεισος
«Ένα αποχαιρετιστήριο πράγμα καθώς ανάσαινε,
κατέβαινε στο χωλ»
Τσαρλς Μπουκόβσκυ
Εγώ από την άλλη
Πέρασα την μέρα μου
κλεισμένος στον φωταγωγό
M’ένα σκοτάδι πυχτό τόσο
που ένιωσα το χρώμα που ‘χουνε οι κόρες μου
Ύστερα βγήκα περιχαρείς στους δρόμους
και το αχέρωχο βήμα μου
προέδιδε την βασιλική μου καταγωγή
Στο ξεπεσμένο μου βασίλειο
κατοικούνε μυριάδες καρέ φιλμ
πάντα της ίδιας γωνίας λήψης
Το υλικό τους εύφλεκτο
και για να κρατήσω ζωντανή την μνήμη
χίλιους αιώνες τώρα γυρνάω με τα χέρια μου την μηχανή
σε δημόσιες υπαίθριες προβολές
Μετά τους τίτλους τέλους
απλώνω την τραγιάσκα μου στους περαστικούς
Μα όταν ξεχνιέμαι πότε πότε
πάντα στο ίδιο καρέ
Τα βλέπω όλα αυτά που με κόπο γέννησαν οι θύμησες
να λαμπαδιάζονται
Κι αφού δεν υπάρχει τίποτα άλλο
να καεί σε μια άδεια πλατεία από πέτρα
το πυρομάνι εικόνων κυνηγάει να κάψει εμένα τον ίδιο
Κάθε καλοκαίρι όμως όταν ο ήλιος πέφτει
στην ψάθινη τρύπια καρέκλα μου
Συνειδητοποιώ ότι οι μόνες ειπλογές μου
κινούνται ανάμεσα σε στάχτες και ένα μυαλό Σίσυφο
20 τσιγάρα μετά
Δεν έχει καμία σημασία
Αφού ξέρω
«Η Αγάπη είναι ένας σκύλος απ ΄την κόλαση»
Οι λέξεις δεν ανήκουν
Μπήγουν τα νύχια τους στα ποδάρια τους
να στάξει αίμα
Αναβάλουν την καθαριότητα του σπιτιού
Για να κρατήσουν ενθύμιο ξένες τρίχες δίπλα στα μαξιλάρια
Αυτοεξόριστοι σε κατ ‘ οίκον περιορισμό
Λες και η φθορά επέρχεται από το γδάρσιμο του ανέμου
Γαντζώνονται και κρέμονται και αιωρούνται και πετάνε
Και μου θυμίζουν νεογνικά αντανακλαστικά
Ανακαλύπτουνε καινούριες λέξεις
Για να αποφύγουνε τις καθαγιασμένες
Οι λέξεις λένε ψέματα
Οι λέξεις δεν μας ανήκουν
Οι λέξεις μου δεν σου ανήκουν
Ακούω λέξεις που φοβάμαι
στον καθημερινό μου εφιάλτη
Με ξυπνάει η στιχομυθία με το υποσυνείδητο
Κοιμάμαι μόνος να μη ξυπνήσω και σένα
Όποιος δεν ξέρει κολύμπι
Ή πνίγεται στα ανοιχτά
Ή παίρνει στο λαιμό του
Παρακείμενους λουόμενους
Γιατί λοιπόν να χαλάσουμε τα καλοκαίρια μας
Όταν η υπόθεση εμπεριέχει ένα νεκρό το λιγότερο
?
Ο Δρόμος
Ο Δρόμος είναι μεγάλος.
Για τα δικά τους πόδια
και τα δικά μου.
Εκτελούνται έργα σ ‘ αυτόν
ενίοτε και εργάτες
σίγουρα όχι για τις κακοτεχνίες του Δρόμου.
Οι οδοιπόροι του κουτουλάνε δέντρα
στα στενεμένα πεζοδρόμια
των λεωφόρων του παρελθόντος
και μάλλον δεν χάρηκαν
την όποια ανάσα δροσιάς.
Οι αλήτες των παραδρόμων
κορδώνουνε την ολιγόωρη φυγή τους
χωρίς καν να έχουν καβαλήσει
έστω κι ένα βαγόνι τραίνου.
Η ποτοαπαγόρευση
και οι νόμοι περί αλητείας
δεν τους άγγιξαν ποτέ
όπως δεν συγκινούν κανένα
τα διπλώματα οδήγησης
και τα φθηνά κλεμμένα ποδήλατα.
Ετοιμάστηκα για την μεγάλη κατηφόρα του
με το χέρι μακριά από το φρένο.
Είδα την απουσία ασφάλτου
και αναγκάστηκα να σκονίσω
τα άσπρα παπούτσια που μου φόρεσαν
να ταιριάζω στην τελέτη παράδοσης του Δρόμου.
Κράτος και Eκκλησία λιβανίζουν την ανάπτυξη
και ραντίζουν τους πιστούς.
Ο πάτερ με συγχώρησε που παραμέρισα
και πίστεψε την δικαιολογία της πνευμονίας.
Υποσχέθηκα να προτιμήσω το δικό του μαγαζί
μόνο που θα πιω κούπα μονορούφι
απ’ το άγιο δισκοπότηρο
και θα ξαλαφρώσω την κύστη μου
στον ευκάλυπτο του προαυλίου.
Στις δηλώσεις υπουργών
η κάμερα μ’ έπιασε να κλέβω απ‘ το μπουφέ
που βασικά ήταν τσάμπα
απλά υπερέβαλλα στην δοσολογία.
Η παρουσία μου εκτιμήθηκε
και έλαβα την υπόσχεση
παραχώρησης κιοσκίου
στην μέση του πουθενά του Δρόμου
να πουλάω ψάθινα καλάθια
ή έστω φρούτα εποχής.
Το καλοσκέφτηκα.
Εν τέλει κατάλαβα
ότι δεν μου πάει και τόσο ο Δρόμος
που προτίμησα ένα κιόσκι σε ερημική παραλία
με κονκάρδες για τις Καρέτα–Καρέτα.
Αλλά κι εκεί ακόμα
για να πάω
έπρεπε πρώτα να περάσω
απ ‘το μεγάλο Δρόμο.