Οδυσσέας Διαμάντης

Αράχνη

Στη γωνιά του κρύου τοίχου

καθισμένη στο ταβάνι
μια αράχνη με κοιτάζει όλο νόημα.
Βάφει τα νύχια των ποδιών της
στα χρώματα της θάλασσας
και σκέφτεται πότε θα χτίσει
ένα κρυστάλλινο παλάτι
στον ουρανό.
Καταβροχθίζει τις σκόνες
που σκεπάσανε τους τοίχους
δαγκώνει τον αιμάσσοντα αέρα
και πλέκει τον ιστό της
με την επιμέλεια του γλύπτη.
Όμως, όταν ανοίξει κάποια πόρτα
ή φυσήξει άνεμος απ’ τα παράθυρα
σαν τον ληστή
όσα έφτιαξε με κόπο κι αγάπη
καταρρέουν και χάνονται.
Μα εκείνη επιμένει στ’ όνειρο
επιμένει στα κρυστάλλινα παλάτια
χωρίς ποτέ ν’ αλλάζει τα υλικά της ζωής της.
Ενεός μένω να κοιτάζω την αράχνη
που βάφτηκε σήμερα στα χρώματα της θλίψης
Λογικά θα ετοιμάζεται να γιορτάσει
τα νέα δίχτυα που θα σπάσουν
μαζί με το ηθικό της

γεγονός σύνηθες τους μονούς μήνες

στις πρόβες θανάτου.
Αλλά ποιος είμαι να κρίνω:
σε τελική ανάλυση
στο ταβάνι κάθεται
απλώς μια αράχνη που με κοιτάζει όλο νόημα.

Φάλουν ντάφα στο πάρκο Ελευθερίας

Με μια βαλίτσα να κόβει τα δάκτυλα
Σταθερά και με βήμα βαρύ πορεύομαι
Γεμάτος έξεις κι ένστικτα ανικανοποίητα
Δίπλα εσύ, γιομάτη με μύρια παράπονα.
Σε ρωτώ για το πώς θα βαθμολογούσες
Την εμπειρία στο σπίτι με τα φαντάσματα
«Βάζω ένα επτά, αυτό ταιριάζει. Εσύ τι λες»;
«Έξι, για τις φρούδες ελπίδες και τα νεύρα».
Πεινασμένοι, σταματάμε και κοντοστεκόμαστε
Στο Πάρκο Ελευθερίας
οι ταμπέλες δείχνουν ίσια στο Λυκαβηττό
Στο μαγεμένο λόφο που ακόμη δεν έχω πατήσει
Και ο Βενιζέλος δείχνει βλοσυρός το Αρεταίειο με ύφος σκληρό.
Έρχεται η φίλη σου, ομολογώ τη ζηλεύω λίγο
Γιατί έχεις καιρό πολύ να με προσέξεις τόσο
Μια ομάδα πέντε νοματαίων στο βάθος
Ασκεί την τέχνη του Φάλουν ντάφα
Γίνονται ένα με το φύσημα τ’ αγέρα
Με αργές διατάσεις και βαθιές αναπνοές
Που δεν ξέρω σε τι ακριβώς αποσκοπούνε
Ξέρω όμως σίγουρα πως στην Κίνα θα ήταν φυλακισμένοι.
Στο Πάρκο Ελευθερίας, είμαστε καθισμένοι στα γρασίδια
Κοιτώ τα φύλλα και τα μαλλιά σου να τα θωπεύει ο άνεμος
Σκεπτόμενος ότι τελικά, όλα είναι παραδόξως όμορφα.
Αλλά φεύγω, μη φοβάσαι, να χαρείς μόνη τη φίλη σου.

Όραμα ενός ξυλοκόπου

Το πευκοδάσος ήταν επιβλητικό. Παντού έβλεπες πράσινα και καφέ φύλλα, χιόνι, κορμούς με χίλιες αποχρώσεις του γκρίζου και του καστανού. Οι πευκοβελόνες ήταν απλωμένες στο έδαφος σαν τα χαλιά στα σπίτια το χειμώνα, έστω σε όσα υπάρχει τέτοια άνεση. Δεν άφηναν άλλο δένδρο να φυτρώσει, πλην ορισμένων θάμνων, οι οποίοι από το κρύο είχαν σχεδόν νεκρωθεί. Χιόνιζε και το είχε στρώσει για τα καλά. Η λευκή κουβέρτα έκανε το δάσος να μοιάζει με ονειρικό τοπίο. Μόλις που έχει αρχίσει να ξημερώνει και το δάσος κοιμόταν ύπνο βαθύ, από τον οποίο δεν ήθελε να ξυπνήσει. Όλα του τα ζώα είναι καλά κρυμμένα σε λαγούμια. Στο ποτάμι και τον καταρράκτη, χοντρές, κρυστάλλινες κρούστες πάγου είχαν σχηματιστεί.

Μέσα στο δάσος βρίσκεται ένας ξυλοκόπος. Υλοτόμος, με σύγχρονη ορολογία. Κρατάει ένα τσεκούρι βαθύ κόκκινο, όπως στη Λάμψη του Κιούμπρικ, και φοράει έναν πράσινο σκούφο και ένα χοντρό μπουφάν. Είναι ψηλός και έχει ένα παρουσιαστικό που θυμίζει τον θεό Πάνα, με έντονα ζυγωματικά, μύτη ελαφρώς γαμψή, προτεταμένο μέτωπο με μια βαθιά, οριζόντια ρυτίδα έκφρασης και μεγάλο σαγόνι. Τα μαλλιά και τα γένια του ήταν κατακόκκινα. Την αγριωπή εντύπωση του προσώπου του, τη μαλάκωναν τα δύο πράσινα μάτια του, ίδια με το χρώμα των φύλλων των πεύκων όταν ο ήλιος τα φωτίζει το ανοιξιάτικο μεσημέρι και δύο ρυτίδες κάτω από τα μάτια του, οι οποίες προκύπτουν σε όσους μπορούν να χαμογελούν συχνά και πηγαία. Έκανε γρήγορα βήματα προς το δέντρο που ήθελε να κόψει και σε κάθε δρασκελιά έπρεπε να σηκώνει ψηλά τα πόδια του για να διασχίσει το πυκνό χιόνι. Ένιωθε ότι είχε τη δύναμη να το κάνει. Είχε βάλει στο βαν του αντιολισθητικές αλυσίδες και είχε έρθει ίσαμε το δάσος για να κόψει πεύκα. Το ξύλο του πεύκου δεν είναι και το καλύτερο, καθώς αρπάζει γρήγορα αλλά και τάχιστα φλέγεται και γίνεται στάχτη πριν το καταλάβεις. Δεν είχε όμως και πολλές επιλογές.

Ζούσε μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, στον οικισμό Χ, ο οποίος βρισκόταν περίπου σαράντα λεπτά έξω από την Αθήνα. Είχε γίνει μια μεγάλη διακοπή ρεύματος, η οποία είχε ταράξει τους κατοίκους και την καθημερινότητά τους. Από την προηγούμενη μέρα, όλοι έψαχναν τρόπο να ζεσταθούν. Άλλος είχε προμηθευτεί πετρέλαιο, άλλος έκαιγε ξύλα, άλλος είχε σόμπα γκαζιού που την άναβε με τις ώρες και είχε στο υπόγειο γκαζάκια για ρεζέρβες. Κάποιοι που ζούσαν στην ανέχεια πήγαιναν στο δάσος και έκαναν παράνομη υλοτόμηση ή έκαιγαν πλαστικά και οποιοδήποτε τοξικό υλικό μπορούσε να καεί. Τα συνεργεία της ημικρατικής εταιρείας παροχής ρεύματος υποτίθεται ότι δούλευαν πυρετωδώς και ότι το αργότερο σε δύο μέρες θα είχε λυθεί το όλο θέμα. Κανείς δεν το είχε πιστέψει. Ούτε ο κοκκινομάλλης ξυλοκόπος. Για αυτό, επειδή ο καυστήρας του είχε πάθει βλάβη, αποφάσισε να κάψει τα ξύλα που θυμόταν ότι είχε στην αποθήκη. Όμως, διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει να προμηθευτεί. Είχε φύγει δύο μέρες για κάποιες δουλειές και το λησμόνησε. Είχε ξεχαστεί τελείως και δεν είχε πάρει ξύλα ελιάς ή πουρναριού που είχαν την καλύτερη απόδοση. Ο προμηθευτής ξύλων δεν μπορούσε να ανταποκριθεί πλέον στις παραγγελίες του κόσμου: όταν τον πήρε τηλέφωνο, τον άκουσε με στενοχώρια να του λέει ότι αδυνατούσε να εξυπηρετήσει και του ευχήθηκε καλή δύναμη.

Η βασική του δουλειά ήταν αυτή του κασκαντέρ. Είχε καλύψει στα δύσκολα πολλούς ηθοποιούς. Είχε πηδήξει από ταράτσα σε ταράτσα, είχε πατήσει το γκάζι χωρίς δισταγμό σε σπορ αμάξια, είχε βουτήξει σε λίμνες όπου δεν ήξερες τι θα συναντήσεις μέσα, είχε κάνει σούζες πάνω σε μηχανές και είχε κάνει καταδύσεις σε μεγάλα βάθη. Είχε ξεκινήσει ως κομπάρσος και στην πορεία προέκυψε να γίνει κασκαντέρ. Το μποξ είχε βοηθήσει στο ξεκίνημα: είχε αποκτήσει αθλητικό σωματότυπο και το αγριωπό του παρουσιαστικό με τα σγουρά κόκκινα μαλλιά και τα πυκνά γένια τον καθιστούσαν ξεχωριστό στον φακό και είχε παίξει σε δεκάδες διαφημίσεις. Στην πορεία είχε ασχοληθεί, πιο επιδερμικά, με την ορειβασία και την κατασκήνωση σε συνθήκες βουνού. Ακόμη και αυτά λειτούργησαν υπέρ του.

Κάποτε,  ένας ατζέντης, είχε περάσει να δει τα γυρίσματα για το επεισόδιο μιας σαπουνόπερας. Ο κοκκινοτρίχης τον είχε προσεγγίσει και του εξέφρασε το ενδιαφέρον να ασχοληθεί με τις δύσκολες και επικίνδυνες σκηνές στα έργα και τις ταινίες. Στο βιογραφικό του φαινόταν ότι ήξερε από πολεμικές τέχνες, υπήρχαν και βίντεο από αγώνες που το επιβεβαίωναν. Ακόμη, υπήρχε αναφορά στη συμμετοχή του σε έναν ορειβατικό σύλλογο. Ο ατζέντης παλιά είχε ασχοληθεί επίσης με την ορειβασία και συμπάθησε τον κοκκινοτρίχη, όταν εκείνος άρχισε να του μιλάει για τον ορειβατικό σύλλογο της περιοχής του. Του πρότεινε μετά από λίγες μέρες να γίνει κασκαντέρ σε μια ταινία δράσης με αυτοκίνητα. Με τον τρόπο αυτό, ο κοκκινοτρίχης είχε βρει το επάγγελμά του.

Το αστείο, σκεφτόταν ο κοκκινοτρίχης ξυλοκόπος, ήταν ότι είχε εργαστεί όντως ως υλοτόμος στο παρελθόν και ότι στον ρόλο όπου είχε να αναλάβει στη νέα παραγωγή, της οποίας τα γυρίσματα ξεκινούσαν σε λίγες μέρες, είχε να καλύψει τις δύσκολες σκηνές κολύμβησης σε ποταμό για έναν… μοναχικό ξυλοκόπο. Είχε διαβάσει λίγο το σενάριο και του είχε φανεί πολύ άστοχο και προχειροφτιαγμένο. Ήταν σαν να προσπαθούσαν να μιμηθούν τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ» χωρίς τη Λαίδη Κόνι Τσάτερλυ, τον Όλιβερ Μέλλορς ή τον κύριο Τσάτερλυ. Ήθελε να ήταν κριτικός κινηματογράφου και να μπορούσε από το γραφείο του να παίρνει ένα φτυάρι και, με ζήλο, να θάβει όλες τις φτηνιάρικες παραγωγές που φτιάχνονταν για να εισπράξουν γρήγορα τα χρήματά τους οι παραγωγοί και, τελικά, δεν τις θυμόταν κανείς ύστερα από ένα με δύο χρόνια το πολύ. Αλλά, πώς θα έβγαζε τα προς το ζην ένας κασκαντέρ χωρίς ηλίθιες ή φτηνές ιστορίες στη μεγάλη οθόνη;

Περπατάει προς το δέντρο της αρεσκείας του, ένα αρκετά ίσιο πεύκο. Εδώ είναι που δημιουργείται ξέφωτο πριν τον απότομο γκρεμό. Λοξοδρομεί και κοντοστέκεται στην άκρη του και βλέπει τη θέα. Στο βάθος είναι η πόλη των Αθηνών που αχνοφαίνεται και κάποια μικρά χωριά της Αττικής γης και οι οφιοειδείς περιφερειακοί δρόμοι. Λίγο πιο πέρα, είναι ο παγωμένος καταρράκτης: είχε χρόνια να ζήσει τέτοιο κρύο ο τόπος. Προχωράει πάλι προς τα πίσω, με μεγάλες, αργές δρασκελιές, για να βρει το πεύκο που είχε επιλέξει. Σκέφτεται ότι μπορεί με μερικές θαρραλέες τσεκουριές να το ρίξει κάτω και μετά να το κόψει σε μικρότερα κομμάτια. Από το πάχος του κορμού, υποθέτει ότι δεν είναι ούτε τριάντα ετών. Δεν φυσάει καθόλου: ο άνεμος έχει εντελώς σταματήσει και τα πάντα, εκτός από το χιόνι που πέφτει ασταμάτητα, μοιάζουν ακίνητα. Κανένας άλλος άνθρωπος δεν υπάρχει γύρω. Νιώθει ότι θα ήθελε λίγη παρέα τέτοια ώρα. Τα συννεφιασμένα πρωινά πάντα ο νους του τρέχει σε διάφορες σκέψεις. Η σκέψη που κυριαρχούσε στο μυαλό του εκείνη την ώρα ήταν τι θα φορούσε – θα φορούσε;- Εκείνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι, διότι ξύπνια αποκλείεται να ήταν. Είχε να τη δει καιρό και την τελευταία φορά που είχαν μιλήσει, του έδειχνε πως δεν δεχόταν να βρεθούν οι δυο τους.

Πιάνει γερά και σφιχτά το τσεκούρι του. Στέκεται μπρος στο πεύκο. Ανασηκώνει τους ώμους του, ξεφυσάει και παίρνει μερικές βαθιές ανάσες πριν ορμήσει. Υψώνει το τσεκούρι ψηλά πριν το πρώτο χτύπημα, όπως είχε υψωθεί το κόκκινο λάβαρο πριν καρφωθεί στο Ράιχσταγκ, όπως η σημαία της αστερόεσσας πριν το ανεπανάληπτο κλικ του φωτογραφικού φακού στη Σελήνη. Χτυπάει με δύναμη το τσεκούρι πάνω στον κορμό, με αποφασιστικές και ακριβείς κινήσεις. Πρώτα φεύγουν κομματάκια του φλοιού από το σημείο όπου πέφτει με δύναμη το τσεκούρι. Ο ξυλοκόπος ζεσταίνεται και για να διευκολύνει τη διαδικασία, βγάζει το μπουφάν του και το αφήνει να πέσει κάτω. Έχει μείνει με ένα πουλόβερ και ένα άσπρο πουκάμισο από μέσα. Έχει αρχίσει να ιδρώνει: το σώμα του παίρνει φωτιά εύκολα, ακόμη και στα χιόνια. Συνεχίζει να χτυπάει. Ακούγεται ένας παράξενος ήχος, σαν διαπεραστική κραυγή. Κοιτάζει δεξιά κι αριστερά. Τίποτα δεν κουνιέται, κανείς δεν φαίνεται πουθενά.

Συνεχίζει. Αλλάζει τη θέση του για να χτυπήσει κι άλλο τον κορμό και από το βάρος να πέσει μόνος του, χωρίς να τον πλακώσει. Ακόμη ένα ουρλιαχτό ακούγεται. Πάλι δεν φαίνεται κανείς. Βγάζει για λίγο τον σκούφο του και ξύνει το κεφάλι του απορημένος. Θα φταίει που δεν κοιμήθηκε πολύ καλά. Έχει σηκώσει τα μανίκια του και συνεχίζει το ξυλοκόπημα. Το δένδρο μοιάζει έτοιμο. Ακούει το τρίξιμο. Τρέχει παράμερα για να μην σκοτωθεί. Το πεύκο, από τα πιο ευθυτενή που είχε δει για κοινό μεσογειακό, πέφτει κάτω με βρόντο στο χιόνι και το βαθουλώνει ακουμπώντας στο χώμα. Εκείνος προχωράει τη δουλειά του. Αρχίζει και το κόβει σε μικρότερα κομμάτια, για να τα τρίψει με τη λίμα και να τα έχει έτοιμα για να τα ρίξει στο βαν και μετά στο τζάκι του. Έχει βγάλει τον σκούφο του. Αν δεν φοβόταν ότι θα κρύωνε, θα είχε πετάξει και το πουλόβερ. Ακούγεται ένα κλαψούρισμα, σαν μικρού παιδιού. Και πάλι, δεν μπορεί να καταλάβει από πού ακούγεται. Η συννεφιά καλά κρατούσε, μόνο αραιά και πού σχηματιζόταν μια χαραμάδα στα σύννεφα και φαινόταν για λίγο ο Ήλιος για να κρυφτεί πάλι στο παρασκήνιο. Πήγαινε τα κούτσουρα στο βαν, βάζοντας όσα χωρούσαν σε μια σκληρή τσάντα που είχε μαζί του. Είχε αφήσει το όχημα σε έναν δρόμο έξω από το δάσος. Όταν τα είχε μαζέψει όλα, έκλεισε την πόρτα και μπήκε στο όχημα. Του άρεσε η ζέστη του.

Ένιωσε ότι είδε μια ανθρώπινη φιγούρα πάνω στα δέντρα, πριν βάλει μπρος. Κοίταξε προσεκτικά: μια κοπέλα που φορούσε ένα λευκό χιτώνα στεκόταν, χωρίς να πέφτει, με τα γυμνά της πέλματα να ακουμπούν στον κορμό ενός πεύκου. Στο κεφάλι της είχε ένα στεφάνι από κλαδιά πεύκου και κουκουνάρια. Φαινόταν λυγερή, όχι ψηλή αλλά περήφανη και αγέρωχη, με μακριά καστανά μαλλιά, κάτασπρο δέρμα, λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου. Είχε πολύ σοβαρό ύφος το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με την αέρινη αύρα της. Για μια στιγμή του θύμισε Εκείνη… Αλλά, πριν προλάβει να χαθεί σε οποιαδήποτε σκέψη, του πέρασε από το μυαλό το τρομακτικά αυτονόητο: πώς ήταν δυνατόν να στέκεται οριζόντια προς το έδαφος, σε ύψος τριάντα μέτρων και να μην πέφτει; Τα μαλλιά της και το στεφάνι της, αντί να πέφτουν προς το έδαφος, αψηφούσαν τη βαρύτητα. Η γυναικεία μορφή τον κοίταξε. Είχε ένα διαπεραστικό βλέμμα και κάτι μάτια, γαλανά ζαφείρια. Εκείνος, έτριψε τα μάτια του και βγήκε έξω από το όχημα, για να πλησιάσει και να διαπιστώσει αν όντως την έβλεπε ή είχε τρελαθεί. Όντως, υπήρχε μπροστά του: την είχε πλησιάσει αρκετά και διαπίστωσε ότι το βλέμμα της, παγερά όμορφο, ήταν εχθρικό.

Η γυναικεία μορφή κατέβηκε από το δέντρο και πατούσε απαλά πάνω στο χιόνι. Του φώναξε: «Νομίζεις ότι αυτό που έκανες θα περάσει έτσι απλά; Θεωρείς ότι ήρθες εδώ και θα κάνεις ό,τι σου κατέβει, έτσι; Σήμερα έχεις μπλέξει άσχημα». Κρυστάλλινη, κοφτή φωνή, γρήγορη ροή λόγου. Εκείνος απόρησε ειλικρινά και απάντησε, ρωτώντας, «Τι ακριβώς έκανα; Θα ξεπαγιάσω στο σπίτι με το κρύο αν δεν κάψω κανένα ξύλο. Ποια είσαι, δηλαδή, που πρέπει να σου δώσω και λόγο»; Χωρίς να του απαντήσει, σε κλάσματα δευτερολέπτου, τον έφτασε αιωρούμενη και τον γρονθοκόπησε. Το χτύπημα ήταν ξαφνικό και τον βρήκε απροετοίμαστο. Παραλίγο να χάσει την ισορροπία του. Αναπήδησε γρήγορα προς τα πίσω και ετοιμάστηκε να της ανταποδώσει το χτύπημα. Πριν προλάβει όμως να αντιδράσει, η γυναίκα με το στεφάνι από κλαδιά πεύκου του είχε ρίξει μια κλωτσιά στο στομάχι, τον είχε ρίξει κάτω στο χιόνι και του πατούσε με μια απίστευτη δύναμη το πρόσωπο με το δεξί της πέλμα. Ένιωθε ότι θα του έσπαγαν τα μηνίγγια από την πίεση. Πώς ήταν δυνατό ένα τέτοιο πλάσμα να ασκεί τόση δύναμη; Παρεμπιπτόντως, τι όμορφα δάχτυλα ήταν αυτά στα πόδια της: το σχήμα τους ήταν ανεπανάληπτα ντελικάτο. Για μια στιγμή, σκέφτηκε ότι, αν ήθελε να τον λιώσει κάποιο πόδι, το είχε βρει.

Εκείνη του είπε αγριεμένα: «Σκότωσες έναν από τους αδερφούς μου. Αυτό το δέντρο που έκοψες και τεμάχισες ούρλιαζε, δεν άκουγες; Κάθε τι στο δάσος έχει ψυχή. Αλλά πού να ακούσεις… Ένας φαντασμένος άνθρωπος είσαι, ένας ηλίθιος θνητός, για τον οποίο η Φύση είναι κάτι ασήμαντο. Θα πληρώσεις ακριβά για αυτή σου την πράξη». Ευθύς, τον αρπάζει από τα μαλλιά και του δένει τα χέρια με έναν χαλκά που εμφανίστηκε με ένα χτύπημα των λεπτών της δακτύλων. Τρέχοντας και σχεδόν χωρίς να πατάει στο έδαφος, του κολλάει τη μούρη στον κορμό ενός πεύκου. «Σου άρεσε που έξυνες το καημένο δέντρο με τη λίμα σου; Τώρα θα σου τρίψω τη φάτσα, αλητήριε». Κι έτσι έκανε. Ο ξυλοκόπος δεν μπορούσε να φανταστεί πώς είναι να χώνονται ακίδες και κομμάτια ξύλου στο πρόσωπό σου, στα μάγουλα, στη μύτη, στα φρύδια, στα χείλη σου. Έτρεχε αίμα από το πρόσωπό του. Κομμάτια επιδερμίδας είχαν αρχίσει να φεύγουν από το άγριο σύρσιμο. Αλλά, να λέμε την αλήθεια, δεν είχε ρίξει ούτε ένα δάκρυ. Αυτό, το είχε προσέξει η νύμφη και την εκνεύριζε.

Τότε, της ήρθε μια πιο επιθετική ιδέα. Τον κοίταξε με ένα πονηρό βλέμμα, σαν εκείνους τους ανθρώπους που έχουν σκαρφιστεί το θάνατό σου, τον έχουν σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια και σου μιλάνε για το πώς είναι ο καιρός έξω. «Ρώτησες πριν πώς με λένε. Είμαι η Πίτυς, και φυλάω τα πεύκα σε αυτό το δάσος. Εσύ, που δεν δάκρυσες καν, τι όνομα έχεις; Πονάς καθόλου»; Εκείνος της απάντησε, βαριανασαίνοντας και φτύνοντας αίμα: «Αφού δεν σε νοιάζει, τι νόημα έχει; Ορέστης λέγομαι. Και όχι, δεν πονάω». Εκείνη ανασήκωσε τα φρύδια της και είπε: «Και γιατί να μη με νοιάζει, παρακαλώ; Ήρθες εδώ, δεν απολογείσαι για ό,τι έκανες και κάνεις ειρωνικές ερωτήσεις». «Αφού δεν με άφησες να πω οτιδήποτε», της αντίτεινε. «Αντιμιλάς κιόλας. Οποία ύβρις… Για να δούμε, θα πονέσεις με αυτό που θα πάθεις τώρα, Ορέστη»; Πριν καν το καταλάβει, μέσα στο στόμα του είχε μαγκωθεί ένα φίμωτρο με καρφιά που του έσπασε αρκετά δόντια και το κεντρικό καρφί του τρύπαγε τη γλώσσα. Ο πόνος ήταν τρομερός. Προσπαθούσε να ουρλιάξει, αλλά δεν μπορούσε. Μούγκριζε υπόκωφα και κυλιόταν στο έδαφος σαν να είχε αποτρελαθεί. Αίμα έβγαινε από τη μύτη του και δεν μπορούσε να πάρει μια σωστή ανάσα, κοντεύοντας να πνιγεί. Δάκρυα έβγαιναν ανεξέλεγκτα από τα μάτια του. Η νύμφη Πίτυς, τον έπιασε από τους ώμους, τον ακινητοποίησε και με ένα άγγιγμα πάνω στο φίμωτρο, εκείνο χάθηκε μεμιάς. Το στόμα του ήταν κατακκόκινο από το αίμα, το οποίο έφτυνε στο πλάι: άλλο που δεν ήθελε αυτό το φάντασμα να τον βασανίσει χειρότερα έτσι και της λέρωνε τον κάτασπρο χιτώνα.

Εκείνη, τον πλησιάζει περισσότερο. Πρώτη φορά τον κοίταξε με συμπόνια. Του χαϊδεύει το πρόσωπο και του δίνει ένα φιλί στα χείλη. Με τρόπο μαγικό, αμέσως όλες οι πληγές κλείνουν και το στόμα του γίνεται όπως πριν. «Άμα ήσουν πιο ευγενικός στην αρχή, δεν θα είχα ξεσπάσει έτσι. Όπως σε βλέπω, τα τραγίσια πόδια σου λείπουν. Σωστός αγριάνθρωπος. Κάποτε, σε αμνημόνευτους χρόνους, είχα ερωτευτεί έναν θεό, τον Πάνα: ήταν δέκα φορές πιο άξεστος από σένα. Έφτιαξε έναν περίφημο μουσικό αυλό και έπαιζε δυνατά όπου πήγαινε: τον άκουγες και ήξερες ότι επρόκειτο να σε πανικοβάλλει. Δεν έχω συναντήσει από τότε πλάσμα στη Γη πιο αυθόρμητο. Εκείνα τα χρόνια, ο Βοριάς με ήθελε επίσης. Εγώ όμως, πάγωνα μόλις τον έβλεπα, δεν τον ήθελα. Εκείνος, οργισμένος, απειλούσε ό,τι με ένα του φύσημα θα με γκρέμιζε και θα με τσάκιζε. Για να με σώσει από τον Βοριά, τον πιο άκαρδο από όλους τους ανέμους, ο Παν με έκανε πνεύμα των πεύκων και, από τότε, του έχει μείνει συνήθεια να φοράει κλαδιά πεύκου στο κεφάλι για στεφάνι. Δεν μπορώ να πω ότι χάρηκα πολύ όταν ερωτεύτηκε μερικές χιλιάδες φορές μέσα στους αιώνες, αλλά έτσι έγινε. Τα κλαδιά τα κρατάει, πάντως, σαν ανάμνηση όσων ζήσαμε. Του μοιάζεις πάρα πολύ στην όψη. Έχω δει ώρα τώρα πώς με κοιτάς. Τι σκέφτεσαι»;

Ο Ορέστης σκεφτόταν ότι όλα πάνω στην Πίτυ τον έκαναν να την ποθεί, επειδή του θύμιζαν Εκείνη. Όμως, δεν θα ήταν και η πιο έξυπνη ιδέα να της πει ακριβώς τι σκεφτόταν. Θυμόταν ότι μέχρι πριν λίγο κόντευε να πνιγεί στο ίδιο του το αίμα και ότι είχε καταπιεί μερικά από τα δόντια του, τα οποία ευτυχώς είχαν φυτρώσει ξανά: πώς θα πήγαινε για γύρισμα σε λίγες μέρες, αν του έλειπαν τα δόντια; Οπότε, βρήκε και είπε: « Η αλήθεια είναι πώς σε βλέπω κα σε θαυμάζω από την πρώτη στιγμή. Δεν συναντώ πλάσματα σαν κι εσένα κάθε μέρα. Με ένα φιλί μου έκλεισες όσες πληγές μου άνοιξες. Μπορείς να το ξανακάνεις»; Η Πίτυς δεν δίστασε. Του έδωσε ένα φιλί από τα πιο ζεστά και υγρά που είχε δώσει στις χιλιετηρίδες που έβλεπε το φως του Ήλιου.

Η νύμφη, τότε, σηκώνεται, τον αφήνει και προχωράει προς το ξέφωτο. Του κάνει νεύμα να την ακολουθήσει. Περπατάει ίσια προς τον γκρεμό: από κάτω έχουν χαθεί τα πάντα και υπάρχει μόνο μια βαθιά άβυσσος, χωρίς πάτο. Μόλις φτάνει στο κενό, δεν πέφτει, αλλά περπατάει στον αέρα. Γυρνάει και τον κοιτάζει στα μάτια. Γέρνει γεμάτη χάρη και νάζι το κεφάλι της προς τα δεξιά, με ύφος περιπαθές. Σαν να συντονίζει ορχήστρα, κουνάει τα χέρια της και ανοίγει χαραμάδες εκτυφλωτικού φωτός στον Ουρανό. Η θερμοκρασία ανεβαίνει. Οι πάγοι γύρω λιώνουν. Τα νερά του ποταμού ρέουν ξανά και ο καταρράκτης πέφτει με ορμή στη λίμνη. Σταγόνες αίμα στάζουν από τον Ουρανό και πεταλούδες βγαίνουν σε σμήνη από τη βαθιά άβυσσο, πετώντας σε μορφή στροβίλων γύρω από την ονειρική οπτασία. Μια πεταλούδα χρυσή κάθεται πάνω στο κεφάλι της δρυάδος νύμφης. Το στεφάνι στο κεφάλι της έχει γίνει χρυσό, όμοιο με στέμμα, καθώς ο Ήλιος το φωτίζει. Ή μήπως το στεφάνι είναι που δίνει φως στον Ήλιο; Φυσάει δυνατός νότιος αέρας που παρασέρνει τα φύλλα και τα καστανά μαλλιά της νύμφης ανεμίζουν, ενώ κουνάει τα χέρια της σε μια μελωδία που ο κοκκινοτρίχης ξυλοκόπος δεν μπορεί να ακούσει. Μήπως όμως δεν είναι ο αέρας που κινεί τα μαλλιά και τις πευκοβελόνες αλλά τα λεπτά, λευκά της χέρια; Ένα δάκρυ κύλησε από το πρόσωπο του ξυλοκόπου. Είναι δυνατόν να δει κανείς κάτι τόσο όμορφο και να μην βουρκώσει;

Ήχοι βημάτων ακούγονται και ο Ορέστης γυρνάει να δει. Στο δάσος, γίνεται κάτι απίστευτο. Μέσα από τις συστάδες των θάμνων και των πεύκων, προχωρούν ομάδες από Σάτυρους, που κρατούν μαύρες σημαίες, ενώ κάποιοι άλλοι εξ αυτών παίζουν σκανδαλιστικούς σκοπούς σε αυλούς. Δεν μπορείς να υπολογίσεις πόσοι είναι: μοιάζουν να έρχονται από τα βάθη του δάσους και των αιώνων. Στην πλευρά του ποταμού, άλλος μεγάλος όγκος αρχίζει να φαίνεται: είναι ξανθές νύμφες που κατεβαίνουν από το διπλανό βουνό. Οι Ορεάδες –έτσι λέγονται οι νύμφες των όρεων- κρατούν καλαθάκια, και προχωρούν φορώντας λευκά φορέματα. Έχουν πιασμένα τα μαλλιά τους και από τα καλάθια τους πετούν ψηλά στον αέρα λουλούδια και κλαδιά πεύκων. Κατευθύνονται προς το ποτάμι και τον καταρράκτη.

Οι Σάτυροι, σαν έτοιμοι από καιρό, ορμούν καταπάνω τους, ανεμίζοντας τις μαύρες σημαίες τους και αλαλάζοντας. Εκείνες τρέχουν με όλη τους τη φόρα προς κάθε δυνατή κατεύθυνση. Καθώς τρέχουν, κάποιοι σάτυροι πιάνουν μερικές απ’ όπου προλαβαίνουν, τα χέρια, τα μαλλιά ή από τα πόδια και τις σέρνουν στη λάσπη που έχει δημιουργηθεί από τη βροχή αίματος. Άλλοι Σάτυροι, με πιο λεπτούς τρόπους, παίζουν μελωδίες στους αυλούς τους και προσκαλούν τις Ορεάδες για μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Άλλοι, απλώς έχουν απλώσει τις γλώσσες τους και χοροπηδούν πίνοντας το αίμα που στάζει από ψηλά, βάφοντας όλη την πλάση κόκκινη.

Μία ομάδα από Ορεάδες έχει φτάσει στον καταρράκτη. Εκεί, πετούν τα λευκά τους φορέματα, που από τη βροχή αίματος κοντεύουν να κοκκινήσουν. Τρεις σάτυροι, σαστισμένοι από το θέαμα τις καλούν να μη φύγουν. Εκείνες πετούν τις κορδέλες που έδεναν τα μαλλιά τους, ανυψώνονται και χαιρετούν. Ένας εξ αυτών, πιάνει μία Ορεάδα από τα πόδια και πασχίζει να την κρατήσει στο έδαφος. Υψώνεται μαζί της ψηλά στον αέρα και την θερμοπαρακαλά να κατέβουν πάλι κάτω. Δύο άλλες νύμφες τον σπρώχνουν και πέφτει στην άβυσσο.

Σαν να μην έφταναν αυτά, ακούγονται ήχοι από άγρια θηρία, βρυχηθμοί. Γυναίκες ντυμένες με λεοντές και κρατώντας σπαθιά, μαστίγια και μαχαίρια εμφανίζονται από το πουθενά. Είναι οι Μαινάδες, ακόλουθες του θεού Διονύσου, όπως και οι Σάτυροι. Τις συνοδεύουν λεοπαρδάλεις, που τις κρατούν από λουριά ή τις έχουν καβαλικέψει. Μία εξ αυτών, κρατώντας ένα ρόπαλο και χτυπώντας τα μεγάλα στήθη της φωνάζει: «Κάνετε τέτοιο γλέντι και δεν μας καλέσατε; Ντροπή σας. Θα σας ξεσκίσουμε». Με μια ιαχή για σύνθημα, οι Μαινάδες βάλλουν κατά πάντων.

Αν πριν η μάζωξη θύμιζε μια παράξενη γιορτή, ένα αλλόκοτο καρναβάλι όπου μυθικά πλάσματα χτυπιόνταν, κυνηγούσαν το ένα το άλλο, έπεφταν στον γκρεμό και έσμιγαν τα σώματά τους, πλέον θύμιζε έναν οργιαστικό πόλεμο. Μέσα στο δάσος, Σάτυροι έκαναν ενέδρες σε Ορεάδες πέφτοντας από τις κορυφές των δέντρων πάνω τους· οι λεοπαρδάλεις είχαν ξαμοληθεί και κατασπάραζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους και, όταν χόρταιναν, ήθελαν κάποιον να τις χαϊδεύει στην κοιλιά· Μαινάδες άρπαζαν Σατύρους από τα κέρατα και Ορεάδες από τα μαλλιά και τους βουτούσαν στην σκούρα κόκκινη λάσπη. Δίπλα σε ένα ερωτικό τρίγωνο οποιουδήποτε συνδυασμού, κάποιος ξεψυχούσε με ένα σπαθί καρφωμένο στην καρδιά του. Ένας Σάτυρος προσέφερε λουλούδια σε μια Μαινάδα και εκείνη του δάγκωνε το χέρι και τον ξάπλωνε στο έδαφος όλο όρεξη. Μία Ορεάδα κρατούσε στην αγκαλιά της έναν Σάτυρο και μένανε αγκαλιασμένοι πάνω από τα δέντρα, μούσκεμα από το αίμα που έρεε από τον Ουρανό. Μαύρες σημαίες και κοκκινισμένα φορέματα ανεμίζουν στον αέρα από όσες και όσους τρέχουν να σωθούν ή να βρουν τη λύτρωση στο πάθος τους.

Ο Ορέστης, έχοντας πλήρη θέα από το ξέφωτο μπρος στον γκρεμό, έχει σαστίσει με όλο αυτό το πανδαιμόνιο, το βγαλμένο από το μυαλό ενός τρελού. Η Πίτυς του σφυρίζει. Τον μαλώνει με το βλέμμα της, έχοντας ένα μειδίαμα τρυφερότητας στα χείλη, πλασμένο από τους αιώνες. Από τα γαλάζια μάτια της αναβλύζει ένα φως κυανό. Μέσα από τα απαστράπτοντα μάτια της, ένα σχοινί πετάγεται και η άκρη του βρίσκει στο χείλος του γκρεμού. Τώρα, ένα σχοινί μονάχα ενώνει τη στεριά με τα μάτια της, σαν μια γέφυρα που ενώνει Γη και Ουρανό. Έχει ανοίξει τα χέρια της, καλώντας τον ξυλοκόπο να έρθει εκεί. Στην αρχή, ο Ορέστης διστάζει. Ανοίγει τα χέρια του και κάνει το πρώτο, μετέωρο βήμα στο σχοινί. Ακολουθεί το δεύτερο. Η καρδιά του πάει να σπάσει. Κλείνει τα μάτια του. Προσπαθεί να βρει την ισορροπία του. Πίσω το χάος, κάτω το έρεβος, μπρος του ένα ζευγάρι μάτια στο χρώμα του Ουρανού, σε ένα κορμί που ο χιτώνας έχει κολλήσει από το αίμα. Δεν έχει και πολλές επιλογές. Περπατούσε τώρα θαρρετά πάνω στο σκοινί: τι κασκαντέρ θα ήταν, αν φοβόταν; Έχει φτάσει στη μέση της απόστασης.

Τότε, όλα αλλάζουν. Ξάφνου, ο άνεμος στρέφεται σε βόρειο, ψυχρό και παγερό. Αρχίζει πάλι να πέφτει χιόνι. Ένα μουγκρητό ακούγεται από το βουνό. Ένας κατάλευκος γίγαντας με σουβλερά δόντια πλησιάζει επικίνδυνα. Ο Βοριάς ο ίδιος. Φωνάζει με στεντόρεια φωνή που σχίζει τον αέρα: «Δεν θα σε πλησιάσει κανείς, άθλια σκύλα». Ο ξυλοκόπος καταλαβαίνει ότι η κατάσταση είναι επικίνδυνη, χωρίς να μπορεί να γυρίσει πίσω, γιατί θα χάσει την ισορροπία του. Ο γίγας εκτοξεύει σταλακτίτες στις Μαινάδες, τους Σατύρους και τις Ορεάδες, κόβοντας ολάκερα σώματα στη μέση και θρυμματίζοντάς τα. Ένας σταλακτίτης πέφτει στο σχοινί και το κόβει. Ο ξυλοκόπος πέφτει στην άβυσσο. Προσπαθεί να πιαστεί από τις πεταλούδες, μα δεν μπορούν να τον κρατήσουν. Η δρυάδα μοιάζει ανήμπορη να τον σώσει. Βαθύ σκοτάδι πέφτει.

***

Το αστυνομικό τμήμα της περιοχής δέχθηκε τηλέφωνο για την ύπαρξη ενός πτώματος στο κοντινό δάσος, συγκεκριμένα στον γκρεμό. Οι αστυνομικοί πήγαν ομολογουμένως γρήγορα. Ένας περαστικός είχε δει ίχνη στο χιόνι και από περιέργεια τα είχε ακολουθήσει. Προσέγγισαν το σημείο, αφού απέκλεισαν το δάσος περιμετρικά του ξέφωτου και ένα μέρος από τον περιφερειακό δρόμο που ήταν κοντά στο σημείο της πτώσης. Πήραν ό,τι στοιχείο μπορούσαν. Το πτώμα δεν φαινόταν να έχει δεχθεί κάποιας μορφής κακοποίηση. Ήταν μια γριά γυναίκα που είχε δηλωθεί η εξαφάνισή της εδώ και μέρες από το σπίτι της. Ήταν μια πάρα πολύ πλούσια γυναίκα που έμενε στη γειτονιά με τις παλιές εξωτικές κατοικίες, δίπλα στο δάσος. Ρωτήθηκαν κάποιοι γείτονες σχετικά με την κατάσταση της γριάς και είπαν ότι, πολύ πιθανόν, η κόρη της δεν την πρόσεχε συνειδητά, επειδή ήθελε να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα και να την κληρονομήσει. Παρουσίαζε άνοια τα τελευταία χρόνια και η κόρη της δεν της χορηγούσε τα φάρμακά της όπως έπρεπε. Η γριά κυρία είχε χαθεί αρκετές φορές στο παρελθόν και είχε απασχολήσει τη γειτονιά της.

Ο Ορέστης ήταν σώος και αβλαβής. Καθόταν στο γραφείο του, στο σπίτι. Τα χιόνια, όπως απότομα είχαν έρθει, έτσι απότομα άρχισαν να λιώνουν. Το ρεύμα είχε κοπεί για τρεις ολόκληρες ημέρες. Με το πού καλοσύνεψε ο καιρός, το ρεύμα επανήλθε και όλα είχαν γυρίσει στην κανονικότητά τους. Οι βαλίτσες του είναι έτοιμες. Θα πάρει την αυριανή, πρωινή πτήση για τον προορισμό του. Όσα είδε, τα είχε γράψει πρώτα σε χαρτί τις ημέρες που δεν υπήρχε ρεύμα και εκείνη την ώρα τα έγραφε πυρετωδώς στον υπολογιστή του. Πληκτρολογεί ένα mail, το οποίο έχει ως εξής:

«Γεια σου,

Μου είχες πει πιο παλιά ότι μια ζωή θα παίζω σε ρόλους κουβαλητή και μπρουτάλ ξυλοκόπου. Μπορεί και να είναι αλήθεια. Δεν επεδίωξα ούτως ή άλλως κάτι παραπάνω: κομπάρσος και κασκαντέρ είμαι, όχι κάποιο αστέρι της υποκριτικής. Εγώ, σαν βιβλιοφάγος, θυμάμαι ότι στο μυθιστόρημα «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ» η Λαίδη είχε γνωρίσει τον εραστή της, Όλιβερ Μέλλορς, την ώρα που εκείνος έκοβε ξύλα δίπλα στην καλύβα του. Τουλάχιστον έτσι θυμάμαι. Είναι πολύ όμορφο βιβλίο, αξίζει να το διαβάσεις αν δεν το έχεις κάνει ήδη. Θα κάνω μερικά δύσκολα γυρίσματα σε ένα – ο θεός να το κάνει- έργο βασισμένο στο μυθιστόρημα. Θα μου πεις, πώς το θυμήθηκα αυτό που είχες πει τότε; Θα σου εξηγήσω τώρα.

Σου γράφω για να σου πω ότι πρόσφατα έζησα κάτι πολύ περίεργο. Πριν περίπου πέντε μέρες, είδα ένα όνειρο, ή όραμα θα έλεγα καλύτερα, τα χαράματα ενώ είχα πάει στο δάσος να κόψω ξύλα. Το περιγράφω στο διήγημα, που ελπίζω να διαβάσεις. Ίσως σε τρομάξουν κάποιες σκηνές με βία και αίμα. Από παλιά είχα πει να γράψω διηγήματα. Ήθελα να δημιουργήσω τουλάχιστον ένα όπου ο πρωταγωνιστής μου να δέχεται σκληρή βία από μια γυναίκα, επειδή αιώνες ολάκερους σας καταπιέζουμε και σας κάνουμε τη ζωή δύσκολη. Φαίνεται ότι το όραμα αυτό, όπως το έζησα, μου έδωσε αυτήν την ευκαιρία. Συνέβησαν τρομερά και εντυπωσιακά γεγονότα, τα οποία καταγράφω όσο πιο αναλυτικά μπορώ.

Ο φίλος μου ο … λέει ότι πιθανόν να έφταιγε ο κακός ύπνος για όσα είδα, μαζί και κάτι άλλο. Ισχυρίζεται ότι πριν μια εβδομάδα, όταν είχε έρθει από το σπίτι μου και ακόμη δεν είχε χιονίσει, κουβαλούσε μαζί του κάτι μανιτάρια που είχε μόλις μαζέψει από το δάσος. Ο … ξέρει από βοτανολογία και είναι ειδήμονας στα μανιτάρια: είναι πολύ πιθανό να γνωρίζει και τα 20.000 είδη μανιταριών και απ’ έξω και ανακατωτά. Αυτά που είχε μόλις μαζέψει, αν τα φας σε μεγάλη ποσότητα, έχουν ψυχεδελικές παρενέργειες. Είχα πάρει κι εγώ μανιτάρια από τη λαϊκή. Οι σακούλες είχαν το ίδιο χρώμα. Μάλλον τις μπερδέψαμε και εκείνος το κατάλαβε μέρες αργότερα, όταν ήθελε να τα φάει και ήταν πια αργά. Εκείνο το χάραμα, είχα βάλει στην ψηστιέρα τα μανιτάρια για πρωινό με λίγο λαδολέμονο και ρίγανη. Αυτή η εκδοχή βγάζει νόημα. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι άλλος στη θέση μου θα έβλεπε όσα είδα εγώ εκείνη τη μέρα. Μεταξύ μας, η νύμφη σου έμοιαζε τόσο πολύ, αλλά έχανε στις λεπτομέρειες.

Σου επικολλώ το αρχείο εδώ.

Καλή ανάγνωση,

Ορέστης».

Τα Χριστούγεννα ενός ταρίφα

Φίλες και φίλοι,
Όταν γράφω συνήθως προσπαθώ να πιαστώ από αληθινά περιστατικά και να τα μασκαρέψω, να τα παραλλάξω και να τα προεκτείνω σε διαφορετικές διαδρομές από τις αρχικές διηγήσεις. Η λογοτεχνία είναι ένα καλοδουλεμένο ψέμα, αν το δείτε σαν τον Πλάτωνα, καθώς επιχειρεί -όπως λέει- να μιμηθεί τη ζωή, η οποία είναι ήδη μια απομίμηση των απόλυτων ιδεών. Φυσικά, δεν γράφουμε για να πούμε ψέματα αλλά για να μοιραστούμε κάτι που λίγοι θα καταλάβουν, ακόμη λιγότεροι θα ενδιαφερθούν και όλοι τελικώς θα εκτιμήσουν για λόγους δικούς τους και όχι για τον λόγο που παρακίνησε τον δημιουργό. Έτσι, λοιπόν, θα σας πω μια ρεαλιστική ιστορία για σήμερα: θα ήθελα πολύ να μιλήσω για τα πεφταστέρια αλλά δεν υπάρχει ανάλογο φαινόμενο αυτήν την περίοδο που διανύουμε στην ελληνική δημοκρατία. Ή, έστω, για ένα λιβάδι με κόκκινα γεράνια και μέσα σε ένα μονοπάτι να περπατάει δεμένος ένας κύριος και δίπλα του να κρατάει την αλυσίδα μια αποφασιστική κυρία καβάλα σε ένα άσπρο άλογο. Αυτό ίσως γίνει άλλη φορά. Τώρα θα μιλήσουμε για λίγο πιο πεζά πράγματα.
Ο ίδιος δεν χρησιμοποιώ σχεδόν ποτέ ταξί: αν χρησιμοποιήσω, είναι για επείγουσες καταστάσεις. Αντίθετα, έχω έναν φίλο, τον Αργύρη, ο οποίος χρησιμοποιεί συχνά ταξί. Έχει την άνεση και το κάνει: μαγκιά του. Έχει την υπομονή και την περιέργεια να πιάνει κουβέντα με ταρίφες: κακώς. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι όπως μου τη μετέφερε εκείνος ο φίλος, με αυτούσιες στιχομυθίες αλλά και με εντυπώσεις δικές μου από το περιστατικό. Κάθε φορά που αλλάζει ο αφηγητής, αλλάζει και η ιστορία στα μέτρα του.
Η ιστορία του μου έκανε εντύπωση: είχε τόσες πολλές στερεοτυπίες που, ειλικρινά, τον καθιστούσαν πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Ας σας μεταφέρω στο σκηνικό. Είναι παραμονή Χριστουγέννων στην Αθήνα. Οι δρόμοι, λοιπόν, στην Αθήνα, είναι γεμάτοι τώρα που πλησιάζουν Χριστούγεννα. Την παραμονή γίνεται ένας χαμός στα μέσα μαζικής μεταφοράς αλλά ακόμη περισσότερο στην άσφαλτο. Όλη μέρα γινόταν ο χαμός στα εμπορικά καταστήματα. Τώρα, οι περισσότεροι γυρνάνε από δουλειές ή αρχίζουν σιγά-σιγά να ετοιμάζονται για επισκέψεις σε φιλικά σπίτια και για νυχτερινές εξόδους. Η άσφαλτος με το κατάμαυρο χρώμα της, με τις χιλιάδες γκρίζες αποχρώσεις της, θυμίζει την πίσσα που πέφτει από τα αναμμένα τσιγάρα. Ακούγονται κορναρίσματα. Είμαστε στη Λεωφόρο Συγγρού στο ρεύμα της ανόδου προς Σύνταγμα, λίγο πάνω από τη λεβεντομάνα της Παντείου (είναι πανεπιστήμιο, αλλά πάντα ακούγεται πιο όμορφη σαν σχολή). Εκεί, κολλημένος στην κίνηση, βρίσκεται ένας βασιλιάς της ασφάλτου, ένας απόστολος εκείνης της φατρίας του ανθρωπίνου είδους που τα ξέρει όλα: ο Γιάννης. Ο Γιάννης είναι ταξιτζής, επί το λαϊκότερον ταρίφας. Είναι σαράντα πέντε ετών, ομιλητικότατος, χωρισμένος και έχει φωτογραφίες με τα παιδιά του στο κινητό. Τα μαλλιά του τα αφήνει λίγο ανέμελα και ανακατεμένα για να μην φαίνεται πολύ η αραίωση που φέρνουν τα χρόνια στους άτυχους. Καθώς οδηγεί σκέφτεται ότι νιώθει μουδιασμένο τον πισινό του, σημάδι ότι θα τον πονέσει η μέση του σε λίγη ώρα και ότι ο γέρος που έχει να αφήσει στον Ευαγγελισμό του σπάει τα νεύρα. Αντιμιλάει: αυτό είναι μεγάλο ατόπημα. Στο ράδιο μιλάει ο τάδε κύριος που λέει ότι είναι όμορφο να είμαστε φιλάνθρωποι και να προσφέρουμε δώρα συμπαράστασης και βοήθειας σε αυτούς που τα έχουν ανάγκη: ο παππούς θα λέει ότι αυτά είναι λόγια για πέταμα και ότι αν είχαν δουλειά όλοι οι αναξιοπαθούντες δεν θα χρειάζονταν ελεημοσύνη.
Ο Γιάννης έχει πολύ κακή διάθεση: δεν πρόκειται να δει τα παιδιά του αυτά τα Χριστούγεννα: η γυναίκα του δεν τον αφήνει και το διαζύγιο είχε βγει αναφανδόν υπέρ της. Έτσι, μπορούσε να βλέπει τα παιδιά τα σαββατοκύριακα, αλλά επειδή τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά φέτος δεν έπεφταν σε σαββατοκύριακα, δεν μπορούσε. Έτσι, είχε μόνο τα Σάββατα, τις Κυριακές και κάποιες μέρες το καλοκαίρι όπου μπορούσε να βλέπει τα παιδιά του. Έτσι έχει η κατάσταση.
Δεν είναι δυνατόν να μπαίνετε στο αμάξι κάποιου, να τον πληρώνετε και να του τη λέτε και από πάνω, κύριοι, σκέφτεται ο Γιάννης. Λέει του παππού για το πόσο ωραίες είναι οι στήλες του Ολυμπίου Διός και ο γέρος ανταπαντάει ότι αυτά δεν πιάνουν μία μπρος στη ρωμαϊκή αγορά και τον Παρθενώνα. Ο γέρος συνέχεια έχει κάτι να πει αντίθετο σε οποιαδήποτε στιγμή. Στην άποψη ότι τα Χριστούγεννα πρέπει να τα περνάμε με την οικογένεια και ο μουρτζούφλης ο γέρος απαντάει με φράσεις όπως «πάνω από όλα πρέπει να ‘χει κανείς τον εαυτό του για παρέα. Αν ο εαυτός μας μας κάνει καλή παρέα, δεν είμαστε ποτέ μόνοι». Ξερόλας το ραμολί, σκέφτεται ο Γιάννης: ή είσαι μόνος ή δεν είσαι μόνος. Και για να μην είσαι μόνος έχεις παρέα. Τόσο δύσκολο είναι πια, σκέφτεται.
Η ώρα είναι 22:30. Έχουν κολλήσει τουλάχιστον δέκα λεπτά: το ταξίμετρο γράφει αλλά η ακινησία είναι πάντα αχώνευτη. Φαίνεται ότι κάποιο αμάξι έμεινε στη μέση του δρόμου και έρχεται συνεργείο να το πάρει. Ο Γιάννης Μαυρολιθιάς σκέφτεται πότε τελειώνει η βάρδια, ώστε να κάνει αλλαγή με τον γνωστό του που έχουν μαζί την άδεια του ταξί. Δέκα η ώρα θα είναι να αλλάξουν. Μέχρι τότε, υπομονή. Σήμερα του έχουν γίνει τα νεύρα κρόσια: παντού κίνηση πέρα από αυτήν που βοηθάει να γράφεται μεγαλύτερη χρέωση. Κοντεύει η ώρα, τουλάχιστον. Με τα πολλά και με τα λίγα, αφήνει το γέρο στο νοσοκομείο. Ποιον να είχε εκεί; Κανέναν αδερφό, αδερφή, σύζυγο, παιδί ή εγγόνι; Δεν ήξερε: τον ένοιαζε που το ταξί σταμάτησε να μυρίζει φαρμακίλα.
Τώρα που θα το πήγαινε το όχημα; Στο διάολο θα το πέταγε και θα το άφηνε καμιά μέρα, έλεγε μέσα του. Σήμερα ήταν παλιομέρα. Δεν του είχε μπει στο όχημα ένας άνθρωπος της προκοπής. Ο ένας ήθελε τέντα κλειστά τα παράθυρα και αν έβλεπε ότι ετοίμαζε να βγάλει στριφτό τσιγάρο λίγο πριν σταματήσουν του έβαζε τις φωνές και τον επέπληττε ως μη επαγγελματία. Άλλος ήθελε ενώ φυσούσε έξω να είναι όλα τα παράθυρα ανοιχτά, άλλος μύριζε, άλλος μουρμούριζε. Βλάκες όλοι. Σήμερα θα είχε υποτίθεται τη νυχτερινή βάρδια. Δεν τον ένοιαζε. Θα πήγαινε να τα πιει.
Σταματάει έξω από ένα τυροπιτάδικο. Παίρνει μια ζαμπονοτυρόπιτα και καφέ. Έχει φτάσει Ζωγράφου: ούτε που κατάλαβε πώς. Νιώθει ξεκομμένος από τα πάντα. Τον έχει πάρει τηλέφωνο ένα συνάδελφός του, ο Τζίμης. Είναι ένας που τον βαριέται αφόρητα αλλά τον ανέχεται επειδή όλοι για κάποιο λόγο τον συμπαθούσαν στις πιάτσες των ταξί. Εκείνος τον έβρισκε απλά τέρμα βαρετό: έλεγε όλο βαρετές ιστορίες. Ένα χέρι του κάνει σήμα. Είναι ένας νέος άνδρας, ξανθός, λίγο κάτω από τριάντα χρονών με κάτι πολύ χαρακτηριστικά τετράγωνα γυαλιά μυωπίας. Ο Αργύρης, με απλά λόγια. Σταματάει το όχημα λίγο παράμερα ο ταρίφας.
– Πού πας, φίλε;
– Θέλω να με αφήσετε προς Εξάρχεια.
– Διεύθυνση θα πεις;
– Διεύθυνση …….. .
– Έλα σιγά το δύσκολο. Μιλούσα με έναν συνάδελφο πριν στο τηλέφωνο για την κατάληψη στο Μαρούσι που είχαν μαζευτεί 200 αναρχικοί και οι ματατζήδες κρύβονταν στους γύρω δρόμους, δεν φαίνονταν. Και γιατί δεν βαράνε και βρίζουν οι αντιεξουσιαστές; Πονάει το ξύλο, ε, πονάει, για αυτό λένε μόνο «μπάτσοι ρουφιάνοι» φωνάζουν… Πονάω σου λέω παντού.
– Είναι και τι όπλα έχει ο καθένας στη διάθεσή του. Οι αστυνομικοί μπορούν να ρίχνουν στο ψαχνό, οι άλλοι όμως όχι. Ίσως για αυτό βρίζουν… Γιατί πονάτε;
– Δεν πάνε να χεστούν όλοι, λέω ‘γω. Έπαιξα μπάλα μιάμιση ώρα την Κυριακή τώρα στα πίσω-πίσω. Άι ρε βλάκα πεζέ πετάγεσαι: και να σε πατήσω τι θα γίνει;
– Όντως, βγήκε στο δρόμο χωρίς να κοιτάζει τίποτα.
– Βλέπεις τι γίνεται στους δρόμους; Μαστουρωμένος θα είναι.
– Δεν αποκλείεται αυτό που λέτε. Νομίζω τον έχω δει στο μετρό να παραμιλάει. Είναι γνωστή φυσιογνωμία.
– Είσαι καλούλης εσύ: είχα έναν γέρο βρωμιάρη, εντατική μύριζε, που με έπρηξε… (Σε αυτό το σημείο είπε όλα όσα σας ανέφερα παραπάνω. Ας κάνουμε ένα skip forward)… Και που λες, στη φωτογραφία εδώ στο κινητό μου είναι ο γιος μου, κοίτα τον εδώ τι ωραίος είναι στη φωτογραφία.
– Ω, πολύ ωραίος δείχνει.
– Παίζει στην κ-12 της ΧΧΧ. Και μπήκαμε οι γονιοί να παίξουμε εναντίον των παιδιών, μηδέν προθέρμανση. Μηδέν, δύο γύρες μόνο στο γήπεδο τάχα μου για ζέσταμα. Πονάω ρε παντού. Σφυρούσε και τα οφσάιντ ο διαιτητής που να τον γαμήσω. Μας γλένταγε κανονικά.
– Ήταν δηλαδή, τυπικός σε βαθμό αηδίας;
– Ναι, την είχε δει άλφα εθνική. Περπάταγα, δεν μπορούσα να τρέξω, αλλά έριξα και σπριντάκια να μη ρεζιλευτεί ο γιος μου, αυτό το φοβερό πλασματάκι. Το σπρινταριστό το στυλ το πήρε από μένα: δεν με έπιανες, λέμε, νέο. Τι να κάνω; Δύο στεντάκια έχω στην καρδιά και δεν παίρνω και τα φάρμακά μου τα έχω γράψει όλα στα παλιά μου τα παπούτσια. Λες και δεν θα πεθάνουμε όλοι. Για τον γιο όλα ρε, να ξαναπαίξω και να με συναρμολογούν μετά.
– Θα είστε καλός πατέρας. Πολλοί βαριούνται κάτι τέτοια και παρκάρουν τα παιδιά μπροστά από ένα κινητό.
– Είμαι 45 και τα έχω κάνει όλα, φίλε. Ξύλο, μαχαιριές στην καρδιά και πυροβολισμούς. Έχω είκοσι χρόνια να πατήσω σε γήπεδο σαν οπαδός, αλλά όταν πήγαινα ήμασταν σαν αστακοί στις θύρες, έτοιμοι για ξύλο. Έχω στείλει κόσμο στην εντατική. Ήμουν παντρεμένος, παράτησα γυναίκα με δύο παιδιά για γκόμενα. Κατάλαβες; Οπότε τα καλός μπαμπάς που μου λες τα έχω κάνει γαργάρα καιρό τώρα. Και μετά από δύο χρόνια μου λέει αυτή -μουνάρα σου λέω με περνάει τρία χρόνια, 45 εγώ κι αυτή 48 τώρα- «κάτω είμαι τσολιάς». Κατάλαβες;
– Είχε κάνει δηλαδή εγχείρηση διόρθωσης φύλου. Σας άρεσε, δηλαδή, μέχρι να σας το πει;
– Τι διόρθωση λες ρε; Αν μου άρεσε; Τρελός είσαι; Της έλεγα να κάνουμε κι ένα παιδάκι μαζί και μου τα μάσαγε ότι δεν θέλει παιδιά. Μου ανοίξανε τα μάτια όταν είπε το «είμαι τσολιάς». Άιντε στο διάολο, της λέω, που είσαι τσολιάς και τα υπόλοιπα οι δικηγόροι.
– Τι εννοείτε ότι τα υπόλοιπα ήταν υπόθεση των δικηγόρων;
– Πήγα να τη μαχαιρώσω πάνω στα νεύρα μου. Με κορόιδεψε ρε.
– Λέτε δηλαδή ότι νιώσατε εξαπατημένος και για αυτό γίνατε βίαιος; Πάντα συμβαίνουν περίεργα περιστατικά σε όλους τους ανθρώπους. Μπορεί κανείς να μοιραστεί εύκολα κάτι τέτοιο νομίζετε; Έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου τέτοιες πληροφορίες δεν τις μοιράζονται ποτέ οι άνθρωποι και φτιάχνουν ολόκληρο κυκεώνα από ψέματα.
– Συμβαίνουν αυτά λες, ε; Γιατί όμως σε μένα; Σε πειράζει να καπνίσω; Καθόλου, ε; Καλός είσαι. Καλά είσαι ρε; Πώς σε λένε κιόλας; Εμένα με λένε Γιάννη.
– Καλά είμαι. Αργύρης.
– Τώρα που συστηθήκαμε, έχω να πω ότι αρχίδια καλά είσαι, σε βλέπω αγχωμένο και με σκοτούρες.
– Σκοτούρες της ηλικίας. Μην αγχώνεστε για μένα.
– Ο μεγάλος μου ο γιος, που λες, είναι μποξέρ. Μου έχει πει να έρθω στο σύλλογο να παίξουμε. Είναι τέρμα νταυραντισμένος Να με σκοτώσει θέλει; Μου αντιμιλά πολλές φορές τώρα πια. Του λέω «θα σε δείρω» και μου απαντά «για έλα να σε δω». Όλα τα τέρατα είναι εκεί μαζεμένα. Μυρίζει βαρβατίλα κι αγριάδα το μέρος. Πονάω όλος ρε, θα παίζω και μποξ για πλάκα;
– Μέχρι αύριο κανονικά θα περάσει: ένα άσχημο πιάσιμο το πολύ να διαρκέσει τρεις ημέρες. Μετά, ξεπερνιέται και το σώμα γιατρεύεται μόνο του.
– Θα περάσει λες; ΑΧ, αβαβά θα μου περάσει, ευχαριστώ πολύ μπαμπάκα, αβαβά!..
– Οφείλω να ομολογήσω ότι όσα λέτε έχουν ενδιαφέρον. Έχετε σκεφτεί ότι ένας ειδικός ψυχικής υγείας θα σας βοηθούσε αρκετά; Σκεφτείτε το λίγο: είμαι ένας απλός περαστικός ο οποίος θέλει απλά να πάει σε ένα πάρτι…
– Να γαμήσεις. Πες το. Και στα παπάρια μου οι ψυχολόγοι: προτιμώ να δώσω 50 ευρώ στις πουτάνες.
– Όπως νομίζετε. Δεν είναι λίγο αδιάκριτη η ερώτηση που κάνετε;
– Πόσων χρονών είσαι;
– Όσο είμαι.
– Και αφού είσαι όσο είσαι και σε βλέπω ακμαίο πού πας ρε μεγάλε; Να μαζέψεις κυκλάμινα βραδιάτικα ή να κουρέψεις τίποτα λαγούς;
– Κανονικά δεν σας αφορά. Θέλω να περπατήσω λίγο, οπότε θα ήθελα να με αφήσετε στην αρχή της Ιπποκράτους.
– Καλά, εντάξει.
– Να ξέρετε με έχετε τρομάξει λίγο. Εξωτερικεύετε πράγματα με πολύ χύμα και επιθετικό τρόπο. Επίσης, δεν μου φαίνεστε τόσο νηφάλιος.
– Αλήθεια είναι. Κάτι έχω πιει μέσα στην ημέρα. Αν τα βάλω λίγο κάτω, είναι πέντε μπύρες, λίγο τσίπουρο και ένα ποτήρι ουίσκι. Πάω και για άλλα.
– Τι να πω… Λοιπόν, πάω όντως να περάσω όμορφα. Από εσάς θέλω δύο πράγματα: να μου πείτε «καλή επιτυχία και καλή δύναμη» και το δεύτερο να μου απαντήσετε σε αυτό: μιλάτε συχνά για αυτό το θέμα σε περαστικούς;
– Όχι. Μόνο σε εσένα και σε δύο φίλους. Ο ένας ήταν που χώθηκε μετά τον χωρισμό στην πρώην μου. Τα έσπασαν πρόσφατα από όσο ξέρω. Ο άλλος είναι στη στενή τώρα για κάτι χρέη από τα χαρτιά. Θα βγει σε ένα μήνα. Αυτός είναι η αλήθεια δεν μου έχει κάνει κάποια ατιμία. Ίσως όχι ακόμη.
– Καλώς. Επειδή, μεταξύ μας, μου μοιάζετε λίγο ακατέργαστος αλλά όχι δα και κακός άνθρωπος, θα θέλατε να μου πείτε τον αριθμό σας, να σας κάνω αναπάντητη κλήση και για οτιδήποτε προκύψει να με πάρετε τηλέφωνο;
– Ναι, φυσικά. Χικ. Εγώ θα πάω σε ένα μικρό μπαράκι στου Ψυρρή που μου αρέσει. Στα παλιά μου τα παπούτσια όλα.
– Για οτιδήποτε, πάρτε με ένα τηλέφωνο. Αν κάνετε καμιά βλακεία, θα σας δώσω στεγνά, να ξέρετε. Ορίστε τα χρήματά σας.
– Καλή συνέχεια!

Έτσι λοιπόν, ο ταρίφας άφησε το φίλο μου στον προορισμό του και είχαν ανταλλάξει τηλέφωνα. Οφείλω να ομολογήσω πως είμαι τυχερός που έχω έναν τέτοιον φίλο. Έχει έναν ωραίο τρόπο να μου μεταφέρει τις ιστορίες του. Στο πάρτι όπου πήγε, ο Αργύρης πέρασε καλά. Πέτυχε αυτήν που έψαχνε καιρό και έδεσε το γλυκό εκείνη την νύχτα.
Το μεσημέρι της 25ης Δεκεμβρίου, πριν πάω στο οικογενειακό τραπέζι, με πήρε τηλέφωνο ο Αργύρης. Ακουγόταν πολύ γαλήνιος και ανάλαφρος. Το ευχαριστήθηκε η ψυχή μου να τον ακούω. Επειδή τον ξέρω καλά, είναι από αυτούς τους ανθρώπους που μπορούν με ένα βλέμμα να σου αναπτερώσουν το ηθικό και η σταθερή φωνή τους και μόνο σε βοηθά να θυμάσαι ότι η ζωή είναι όντως μούρλια σκέτη. Όλοι τον χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο πρόθυμο, διαλλακτικό, δοτικό αξιαγάπητο και μονομάχο, ανοιχτό στις αλλαγές. Πολύ θα ήθελα να του μοιάζω. Το μόνο αρνητικό που του καταλογίζω ότι ώρες-ώρες μοιάζει αφελής ως εκεί που δεν παίρνει. Το τηλέφωνό μου άρχισε να χτυπάει στον ήχο που καλό είναι κάποτε να φιλοτιμηθώ να αλλάξω. Το σηκώνω:
– Έλα, Αργύρη!
– Τι λέει ρε Οδυσσέα, καλά είσαι;
– Καλά είμαι, εσύ;
– Πας στους δικούς σου;
– Ακριβώς. Λέγε πώς πήγε χτες. Μου είχες γράψει για εκείνον τον πυροβολημένο τον ταξιτζή που παραμιλούσε και έβγαζε τα εσώψυχά του. Τι άλλο έγινε; Μιλάς σιγά.
– Ε, ναι. Έχω βγει στο μπαλκόνι που βλέπει στο δρόμο και η Ζηνοβία κοιμάται ακόμη. Σήμερα είναι που θα παίξει το επεισόδιο από εκείνη την σειρά όπου είσαι κομπάρσος;
– Έχει παίξει ήδη: είμαι ο κύριος που κουβαλάει τα δώρα. Πλάκα κάνεις; Νόμιζα ότι ήταν ψόφια η όλη φάση. Για να μην αμφιβάλλεις σχετικά με το επεισόδιο : «ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΛΟΥΣΙΟΣ – ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 70 : Η Μόνικα εισπράττει τον λαχνό μετά βαΐων και κλάδων, αλλά δεν δείχνει ακόμα τις αληθινές της προθέσεις και συνεχίζει να κάνει την καλή στα παιδιά της, ενώ αλλάζει τη δημόσια εικόνα της, προβάλλοντας το προφίλ του φιλάνθρωπου».
– Ρε νάρκισσε, σε πιστεύω! Δεν ξέρω, αλλιώς αποδείχτηκε. Θα στα πω από κοντά, δεν θέλω να γίνομαι αδιάκριτος. Ο φίλτατος πήρε τηλέφωνο νωρίτερα, 9 το πρωί.
– Όντως; Τι είχε να σου πει; Χαζός είσαι που του έδωσες το κινητό σου; Δεν έχεις αίσθηση του κινδύνου;
– Φαινόταν απλά μια ακατέργαστη και ταλαίπωρη ψυχή. Πες με περίεργο, αλλά κάτι τέτοιοι μου ξυπνάνε αισθήματα συμπόνιας και ας είναι βλήματα.
– Ειλικρινά, ο τύπος είναι κάφρος. Γιατί συμπόνια;
– Κανείς μας δεν είναι τέλειος και δεν θέλω να ξέρω πώς θα ήμουν σε παρόμοιες συνθήκες: σίγουρα δεν θα μεγάλωσε και πολύ νορμάλ αυτός. Κάτσε, να σου τα πω, όμως, όπως μου τα είπε. Τον ακούω με τρεμάμενη φωνή να μου λέει: « Γεια. Πήδηξες ρε μαλάκα; Εγώ εδώ τα έκανα όλα λίμπα. Πήγα στο μπαρ που σου είπα. Βλέπω μια μουνίτσα πολύ δυνατή, φοράδα σου λέω. Πλησιάζω, πιάνω κουβέντα. Πολύ στρωτή και ξηγημένη φαινόταν. Ξέμπαρκη λέω, θα χωθώ να κάνω ταραχή… Μη ρωτάς ρε, άσε με να μιλήσω πού να σε πάρει! Τι, έχεις πονοκέφαλο; Πέρασες καλά ρε πουτανιάρη»;
– Θα του του το είχα κλείσει ρε Αργύρη. Πιστεύω ότι από διάθεση για κουτσομπολιό θες να μαθαίνεις τέτοιες ιστορίες. Δεν εξηγείται αλλιώς.
– Συνεχίζω όσα μου είπε: « Μου συστήθηκε ως Μιράντα. Τροφαντή, πιασίματα, βλέμμα φωτιά. Κερνάω, πιάνω ψιλή κουβέντα, δεν θυμάμαι καν τι έλεγα, την είχα ακούσει άσχημα από τα ποτά. Την παίρνω στο ταξί την πάω σπίτι. Μου κάνει πολύ τη δύσκολη. Τσαλίμια να μην ακουμπάω εδώ, ότι γαργαλιέται εκεί και τα ρέστα. Έχω γίνει πύραυλος. Πάμε επάνω σπίτι της, βάζει μουσική, φέρνει κρασί. Είμαι στο όριο να ξεράσω και τα άντερά μου. Πάω να της βγάλω λοιπόν τα ρούχα, δεν είμαι για άλλο ποτό. Την αγκαλιάζω της πιάνω τα στήθη και το χέρι πάει κάτω… ΠΙΑΝΩ ΚΑΤΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΙΝΗΤΟ. ΓΑΜΩΤΟ… Κατάλαβες;.. Τι γκαντέμης που είμαι! Πάλι σε «τσολιά» έπεσα… Κρύος ιδρώτας με κόβει και πάω να φύγω τρέχοντας, αυτή φωνάζει και μπαίνει μπρος στη πόρτα να μην βγω, τρώει μπουνιά και τρέχω σαν το διάολο, σκοντάφτω στις σκάλες. Ακούω φωνές, τρέχω, ανοίγω την είσοδο της πολυκατοικίας και την κλείνω με τόση δύναμη που σπάνε τα τζάμια και εξαφανίζομαι».
– Ότι δηλαδή δεν την κατάλαβε; Μας δουλεύει το άτομο; Το καταλαβαίνεις ότι μπορεί να είναι και ψεύτικα πολλά από όσα είπε;
– Στο μεταξύ, Οδυσσέα, ενώ μου τα έλεγε αυτά, ακούγονταν κάτι ήχοι από ζώα. Κότες, νομίζω. Τον ρωτώ τι συμβαίνει και μου λέει ότι του έστειλε η πρώην του μήνυμα που του ευχόταν για τις γιορτές και τον ρωτούσε πώς είναι. Εκείνος της απάντησε και λίγο μετά του γράφει ότι της λείπει. Τον ρωτώ να μου εξηγήσει από πού ακούγονται οι ήχοι και μου λέει ότι τον έπιασε κατούρημα δίπλα σε ένα κοτέτσι έξω από τα Φάρσαλα. Μου είπε ότι κοιμήθηκε τρεις ώρες και ότι πήγαινε να την βρει στη Θεσσαλονίκη. Εργάζεται λέει, ως μπαργούμαν σε ένα μαγαζί στο κέντρο της πόλης. Είπε ότι ήθελε να της κάνει δώρο Χριστουγέννων.
– Αργύρη, να μπλοκάρεις τον αριθμό: λαλημένος είναι.
– Εγώ νομίζω ότι τα εννοούσε όλα. Λοιπόν, πρέπει να σε κλείσω, κρυώνω έξω και δεν θέλω η παρέα μου να μείνει μόνη.
– Σεβαστό.
– Εύχομαι να περάσεις όμορφα με τους δικούς σου. Καλά Χριστούγεννα!
– Επίσης!
Υπάρχει άραγε στην ιστορία αυτή κάποιο ηθικό δίδαγμα; Νομίζω κανένα. Ωστόσο, ας θυμόμαστε πάντα ότι την περίοδο των Χριστουγέννων, όταν κλείνει ο χρόνος και σκεφτόμαστε τη ζωή μας, είναι μια καλή ευκαιρία για να σκεφτούμε τους κοντινούς μας ανθρώπους. Αυτή η ευκαιρία σε άλλους προξενεί χαρές σε άλλους λύπες, άλλους τους μαγκώνει άλλους τους παρακινεί.

Φυλλάδια για τον πόνο της Μούμου

Το μετρό είναι γεμάτο ασφυκτικά. Οι γέροι κοιτούν βλοσυρά τα νιάτα, οι εργαζόμενοι πάνε στις δουλειές τους με το ύφος ανθρώπων δίχως κάποια όρεξη. Οι άνθρωποι τρέχουν βιαστικοί να μπούνε μέσα σ’ αυτόν τον συρμό, όπως τρέχουν οι κότες στο κοτέτσι τους. Ένας νεαρός που με γοργό βήμα πάει να σταθεί στην μέση των συρόμενων θυρών καθώς κλείνουν, συναντάει την αντίσταση της μηχανής και κάνει πίσω, έχοντας σπρωχτεί από τις μουντές και άστοργες θύρες. Αναφωνεί πως σε όλους όσους το έχουν κάνει πριν από αυτόν, βλέπει πάντα τις θύρες να ανοίγουν και γυρνάει πίσω και η συντροφιά του τον ρωτάει αν είναι καλά ή τυχόν χτύπησε. Δεν είμαι εγώ εκείνος ο νεαρός: πάντα είμαι συνεπής και παίρνω τον συρμό των 7:00 από την Ανθούπολη, ούτως ώστε να φτάσω στο Ελληνικό και μετά να μπω στο γραφείο να φτιάξω τους φακέλους και τα λογιστικά βιβλία, να απαντήσω σε τηλέφωνα και να κανονίσω επαγγελματικά ραντεβού για τον εργοδότη μου.

Ο συρμός προχωράει θαρρετά. Τόσο το καλύτερο: βαριέμαι αφόρητα το πλήθος και θέλω να ξεμπερδεύω όσο νωρίτερα μπορώ. Εύχομαι να μην υπάρξει ούτε λεπτό καθυστέρησης. Είναι Φλεβάρης και φέτος έχει πολύ άσχημο κρύο. Στον σταθμό της Αττικής είναι κόμβος και πάντα πολλοί πάνε και πολλοί έρχονται. Κάποιος τα έχει κάνει απάνω του: βρωμάει το μπροστά βαγόνι και τούτο μου χαλάει περισσότερο την διάθεση. Οι κυρίες βάζουν τα κασκόλ τους μπροστά από τις μύτες τους και οι κύριοι παίρνουν ένα ύφος αηδίας και βάζουν τα χέρια τους μπρος από τα πρόσωπά τους, όπως όταν αισθανθεί κανείς την μυρωδιά κλούβιου αυγού. Μία παρέα ναρκομανών μιλάει για το πώς «η υπέρβαση της σαθρής ύπαρξης για μια ανώτερη εμπειρία δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο χλεύης από τους μη κατέχοντες τα μυστήρια», ενώ στην πίσω μεριά του βαγονιού, ένας μουσικός παίζει στο ακορντεόν κάποιο λαϊκό άσμα από το πρώην ανατολικό μπλοκ. Ο κόσμος του δίνει αφειδώς τα ψιλά του: όλοι αγαπούν μία νότα χαράς και ζωντάνιας στις καθημερινές μετακινήσεις στην πόλη των Αθηνών. Τον συμπαθώ: ποτέ δεν είχε το θράσος να βγει με ένα παιδάκι που αντί να πηγαίνει στο σχολείο κόβει βόλτες χωρίς αύριο στα τραίνα να εκτελεί χρέη κράχτη.

Στην Αττική έχει ήδη γεμίσει ο συρμός τόσο που φοβάμαι ότι κάποιος θα καθίσει επάνω μου. Σπάνια βλέπω τόσο κόσμο ακόμη και τέτοιες ώρες. Ίσως να έχει απεργία στα λεωφορεία: δεν θυμάμαι να πέρασε κανένα όταν περπάταγα προς το μετρό. Δίπλα μου κάθεται ένα παιδί από το Πακιστάν και απέναντι μας ένας μεσόκοπος άντρας, γύρω στα πενήντα, ήδη στουπί από το μεθύσι. Ισχυρίζεται ότι είναι φίλος με τον Αλκέτ Ριζάι και έχει βγει με άδεια από τις φυλακές Αυλώνα. Ρωτάει το παιδί αν θα κατέβει στον σταθμό Λαρίσης. Το παιδί του αποκρίνεται ότι δεν πρόκειται να κατέβει και εκείνος το δείχνει με το δάχτυλο και βρίζει, λέγοντας ότι κανονικά όλοι οι Πακιστανοί πάνε στον σταθμό Λαρίσης και ψωνίζουν μαύρες πόρνες από αράπηδες, με μία χαρακτηριστική προφορά βορειοελλαδίτικης επαρχίας. Το παιδί του αποκρίνεται ότι και πρωί είναι και πουτάνες δεν θέλει και εκείνος κάνει νόημα σε εμένα, αναφωνώντας: «Ρε, τι μαλακισμένου είναι αυτό ρε; Πακιστανός να σου πιτύχει». Χαμογελώ κάνοντας τον χαζό: δεν μπορεί κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις να κάνει κι αλλιώς, ειδεμή θα βρει τον μπελά του κι από πάνω. Στην διπλανή τετράδα θέσεων είναι ένας γέρος καλοστεκούμενος που συζητάει με έναν νεότερο άνδρα για ένα χειρουργείο που είχε περάσει και είχε σωθεί παρά τρίχα από βέβαιο θάνατο. Προσέχω και μία παρέα φοιτητών, αγόρια και κορίτσια, που μιλάνε για το μάθημα που θα δώσουν και απορούν αν είναι στα καλά του ο καθηγητής που ζητάει εξέταση οχτώ το πρωί.

Μέσα στον συρμό μπαίνει μία ομάδα μασκοφορεμένων. Φαίνονται νέοι άνθρωποι. Φοράνε αθλητικά μπουφάν και παπούτσια και τζιν σχισμένα από κατασκευής. Οι μάσκες τους είναι χαρτόνια προσαρμοσμένα να καλύπτουν το πρόσωπο εκτός από τα μάτια και το στόμα. Είναι πέντε άτομα. Τρεις κοπέλες και δύο αγόρια. Η πιο κοντή από όλες τις κοπέλες κρατάει ψηλά έναν φορητό υπολογιστή στον οποίο προβάλλεται ένα βίντεο. Τα δύο αγόρια, ο ένας παχουλός και πανύψηλος γίγας και ο άλλος αδύνατος και μετρίου αναστήματος κρατούν πολλά φυλλάδια ανά χείρας. Το ίδιο και οι άλλες δύο κοπέλες. Από τον φορητό υπολογιστή ακούγεται μυκηθμοί και σπαραγμοί ζώων. Κουνιέμαι λίγο πιο δεξιά για να βλέπω καλύτερα. Διακρίνω ότι είναι εικόνες από ένα εκτροφείο αγελάδων. Μηχανές απομύζησης γάλακτος στερεωμένες στους μαστούς των αγελάδων τις κάνουν να μουγκανίζουν σαν τρελές. Θα έλεγε κανείς ότι αν είχαν ανθρώπινη φωνή θα τρομάζαμε με όσα θα ούρλιαζαν απελπισμένες, όπως φαίνεται στο βίντεο.

Στάση Σταθμού Λαρίσης. Ο νεαρός αλλάζει τελικά θέση από τα νεύρα του. Τώρα, μας κάνει παρέα μία μητέρα με την κόρη της. Η μικρή είναι παραπονιάρα και όλο τραβάει τα μανίκια από το παλτό της μητέρας της. Η μητέρα της τής λέει ότι αν είναι καλή στον οδοντίατρο θα την πάει στον παιδότοπο μετά. Θυμάμαι ότι όταν πήγαινα εγώ στον οδοντίατρο όλη η ιατρική ομάδα καθόταν από πάνω μου να μου λέει ανέκδοτα και να μου αποσπά την προσοχή, διότι φοβόμουν, έκλαιγα και φώναζα. Ελπίζω οι νέες εκδόσεις παιδιών να τα πηγαίνουν καλύτερα από εμένα με το συγκεκριμένο άθλημα. Δείχνει χαριτωμένη με τα γυαλάκια της και τα κοτσιδάκια της. Στην ηλικία της ήμουν ένας μικρός μπόγος με φακίδες, θυμάμαι. Ο μέθυσος ρωτάει πώς λένε το κορίτσι και βγάζει το κινητό του έξω ρωτώντας την μητέρα της αν έχει αναπτήρα για να ανάψει τσιγάρο. Εκείνη τον κοιτάζει με αποτροπιασμό και του απαντά ότι απαγορεύεται μέσα στον συρμό και τις αποβάθρες και εκείνος της αντιτείνει ένα πολλά βαρύ «αφού δεν σι τακτουποιεί ο άντρας σ τι να περ’μένω» για να εισπράξει ένα «είστε παντελώς γελοίος». Σφίγγει το παιδί στην αγκαλιά της ως αντίδραση απέναντι στον άντρα που όλο μουρμουράει κάτι για το πώς οι γυναίκες μιλάνε πολύ με τους φεμινισμούς και όλα τα συναφή που εφηύραν οι μασόνοι και οι μπάτσοι. Ακόμη προσπαθώ να καταλάβω τη νοηματική σύνδεση, πιστέψτε με.

Η παρέα των ακτιβιστών δεν κάθεται σε ένα σημείο συνέχεια. Στο Μεταξουργείο κινούνται λίγο και φτάνουν σε εμάς. Δεν μιλούν. Στέκουν βουβοί και μας κοιτούν μέσα από τις μάσκες τους. Η μία από τις κοπέλες προτάσσει ένα φυλλάδιο προς την μητέρα και το παιδί. Η μικρή παιδούλα ρωτάει τι είναι αυτό. Η μάνα της προστάζει την κόρη της αν το δώσει πίσω και αποκρινόμενη στους πάντα βωβούς ακτιβιστές εκτοξεύει ένα «ανεπρόκοποι νέοι». «Συγγνώμη, κυρία μου», ξεσπάει απροσδόκητα μία από τις κοπέλες «δεν ενδιαφέρεστε για το μαρτύριο των αγελάδων και άλλων βοοειδών που υποφέρουν στα εργοστάσια του καπιταλισμού-κάτεργου επιτήρησης που μας επιβάλλει να τρώμε κρέας για να εξυπηρετούνται οι εταιρείες κρέατος και γαλακτοκομίας για να θησαυρίζουν; Έχετε συλλογιστεί ότι τα ζώα έχουν αισθήματα και υποφέρουν όπως εμείς; Διαθέτουμε κοινές εγκεφαλικές δομές με πολλά μέλη του ζωικού βασιλείου, όπως το μεταιχμιακό σύστημα όπου ως επί το πλείστον εδράζονται οι συναισθηματικές λειτουργίες. Καταλαβαίνετε ότι είμαστε φιλοξενούμενοι σε αυτόν τον πλανήτη και όχι ιδιοκτήτες του; Εμείς ως Ομάδα Αναρχικών Χορτοφάγων και Οικολόγων είμαστε ενάντια σε κάθε μορφής ζωορατσισμό και ζωοφοβία που νομιμοποιεί την εκμετάλλευση των τετράποδων φίλων μας» Η κυρία θυμωμένη λέει: «Είστε ένα μάτσο χαραμοφάηδες και ζωόφιλοι. Σας ξέρουμε όλους τους αναρχοκομμουνιστές που έχετε απορρίψει τον Θεό και για αυτό κολλάτε στα ζώα: μισείτε βαθιά τον άνθρωπο και την πίστη του». «Κρίμα στο παιδί σας αν γίνει μία βάρβαρη μικροαστή σαν εσάς που δεν σκέφτεται τον πόνο όλων των ζωντανών πλασμάτων και δη των αγελάδων όπως η μικρή Μούμου». «Ουστ, παλιόπαιδα», απαντάει εκείνη.

Ομόνοια. Η μητέρα παίρνει την κόρη της και πάνε σχεδόν τρέχοντας. Κάθονται δύο γριές στις θέσεις τους. Εγώ και ο μέθυσος είμαστε μαζί. Ο ψηλός κάθεται δίπλα μου. Σε όλη την σκηνή ήταν κοντά, πιθανόν σε περίπτωση που συμβεί κάτι. Κρατάει μία στοίβα από φυλλάδια και προκηρύξεις της οργάνωσης. Του ζητάω να μου δώσει μερικά. Αμίλητος, μου δίνει. Ξεκινώ το διάβασμα. Εικόνες από αγελάδες και πουλάρια με δάκρυα στα μάτια. Δριμύτατες κατηγορίες έναντι των εταιρειών παραγωγής κρέατος, αυγών και της βιομηχανίας δημητριακών. Μαθαίνω ότι το 80% των παραγόμενων δημητριακών πάνε για την εκτροφή των αγελάδων και άλλων ζώων μέσω βίαιης, μηχανικής σίτισης. Κάθε χρόνο, εκατομμύρια μαμάδες, γράφει η προκήρυξη, βλέπουν τα μικρά τους να φεύγουν μακριά από αυτές για πάντα. Προς επιβεβαίωση, η φωτογραφία μίας κλαίουσας αγελάδας στο πάνω-πάνω με το εξής σλόγκαν: «Η Μούμου είναι μία από τις 9.000.000 μητέρες που κλαίνε για το παιδί τους». Διευκρινίζεται ότι ο αριθμός αφορά μόνο στις ΗΠΑ. Ζεστάθηκα πολύ και δεν έχω όρεξη να βγάλω το πανωφόρι μου.

Σταθμός Συντάγματος. Σχεδόν όλοι μετεπιβιβάζονται. Ο μεθύστακας δίπλα μου ρεύεται και γυρνώ ξαφνιασμένος να δω αν είναι όντως άνθρωπος, μυθικό κτήνος ή καλικάντζαρος. Διαβάζω και για άλλα ζωντανά στο οπισθόφυλλο. Τα γουρουνάκια υπόκεινται σε βίαιη εξαγωγή δοντιών για να μην μασούν τις ουρές τους ενώ βιώνουν έντονο στρες, τα αρσενικά κοτοπουλάκια αλέθονται ζωντανά αφού δεν παράγουν αυγά, όσα ζώα παράγουν κρέας και γάλα ποτίζονται με ορμόνες και χημικά για να παράγουν τετραπλάσιες ποσότητες γάλακτος από το κανονικό, μηχανές χορήγησης σπέρματος κυριολεκτικά εισβάλλουν στους κόλπους δεμένων θηλυκών ζώων και χύνουν λίτρα ολόκληρα για να είναι σίγουρο πώς θα αναπαραχθούν θέλοντας και μη. «Για την παραγωγή ενός κιλού κρέατος ή σόγιας για ζωοτροφή χρειάζονται περίπου οχτώ κιλά σιτηρών και δεκαοκτώ χιλιάδες λίτρα νερού, ενώ για ένα κιλό σιτηρών μόλις δεκαπέντε λίτρα».

Είμαστε στον Άγιο Ιωάννη. Ο μεθυσμένος με σκουντάει και μου λέει « Εγώ στο χουριό είχα κάποτε μια μιγάλ’ γιλάδα. Ήταν να τη σφάξου αλλ’ ίσφαξα τουν γείτουνα πού’θιλει να μου την κλέψ’, ο αγύρτ’ς. Ήταν ταχυδρόμους. Στου διάβολου ούλοι οι ταχυδρόμ’ κι οι μπάτσ’. Καλός είσι συ…». Πέφτει το κεφάλι του βαρύ και ροχαλίζει, με σάλια να στάζουν. Από πού να ξεφύτρωσε αυτός ο Νεάντερνταλ, αλήθεια, στο μετρό; Σκέφτομαι: οι άνθρωποι κάποτε είχαν θεούς με μορφή ζώων, μετά μείξεις ανθρώπων και ζώων, ύστερα καθαρά ανθρώπινους θεούς και έπειτα απρόσωπους, άχρωμους, άοσμους και άφυλους και έπειτα αρχίζουμε δειλά-δειλά να μιλάμε για θρησκευτική ουδετερότητα, ανεξιθρησκία και νέος θεός γίνεται το χρήμα που περιγράφουμε με αριθμούς. Ως λογιστής είμαι ένας μικρός ιερέας της θεότητας του χρήματος. Προφανώς είμαι μικρός επειδή υπάρχουν ορκωτοί λογιστές, χρηματιστές, επιχειρηματίες και πολλοί άλλοι. Στην Ινδία, όπου συνυπάρχουν πολλές παραδόσεις από διαφορετικούς χρόνους, έχουν την αγελάδα ζώο ιερό, θυμάμαι, επειδή θεωρούν πως από αυτήν γεννήθηκαν όλοι οι θεοί και ο κόσμος. Αν μία αγελάδα κοιμηθεί στην μέση του δρόμου, οι οδηγοί σε πολλές επαρχίες της Ινδίας περιμένουν καρτερικά το ζωντανό να πάει πιο πέρα αφού ξυπνήσει…

Σε λίγα λεπτά φτάνω στο Ελληνικό. Το φυλλάδιο ήταν αρκετά ενημερωτικό και με καλοπροαίρετη διάθεση αλλά κάπου μου έμοιαζε επιτηδευμένο στην γλώσσα και στην συγκινησιακή φόρτιση που επιχειρούσε να κομίσει. Ο μεθύστακας-Νεάντερνταλ, αφού έκανε εμετό, βγήκε στην Ριζούπολη. Θα περπατήσω πέντε λεπτά. Το γραφείο είναι λίγα βήματα από τον σταθμό, όμως, υπάρχει ένας πορτοκαλί γατούλης σε μία γωνιά του δρόμου, δίπλα σε ένα σουπερμάρκετ. Είναι λες και με περιμένει κάθε μέρα εδώ και περίπου ένα εξάμηνο. Του έχω φυλαγμένη γατοτροφή και το ταΐζω όταν πάω και όταν φεύγω από την δουλειά. Δεν ξέρω από πού ήρθε, αλλά ξέρω ότι μία μέρα θα έχω ένα κλουβάκι και θα τον πάρω από εκεί, να βρει ένα σπιτάκι. Θα του πέσει λίγο μακριά, ίσως. Αλλά, όταν σκέφτομαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που διαμαρτύρονται για τα δικαιώματα των ζώων σε έναν κόσμο που ούτε η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είναι δεδομένη, σκέφτομαι εκείνο το γατάκι. Και όλους όσους κρυώνουν έξω. Μία ακόμη ημέρα δουλειάς με περιμένει.

Η κοπέλα, η αφίσα, το χάος

Η θεία μου η Ελένη ήταν και είναι ένας ιδιαίτερα καλός και ευγενικός τύπος ανθρώπου. Ποτέ δεν θα φωνάξει ή θα τσακωθεί με κάποιον άλλον άνθρωπο, παρά θα επιδιώξει να σταματήσει την κουβέντα. Αν, πάλι, το κακό έχει συμβεί, τότε θα φροντίσει ως πνεύμα πρακτικό που είναι, να επωφεληθεί της καταστάσεως ή έστω να μην προκληθεί περαιτέρω ζημία σωματική, οικονομική, συναισθηματική, ηθική σε καμία πλευρά. Τούτο, σημαίνει ότι η εκδίκηση και τα αντίποινα ξενίζουν ως ιδέες την θεία μου. Ίσως να αποτελεί ένδειξη υγιούς ανατροφής μια τέτοια στάση ζωής. Όμως, οι καιροί είναι σκληροί και οι άνθρωποι τα αγριότερα των θηρίων. Σε πιο παλιές εποχές όμως, μια τέτοια στάση είχε το νόημά της. Μια τέτοια εποχή ήταν και αυτή της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 1981-1985. Τότε οι άνθρωποι αναζητούσαν πολύ πιο απλές χαρές από ό,τι σήμερα: ήθελαν λίγο κρασί, λίγο ήλιο, λίγη θάλασσα και κοινοβουλευτικό δρόμο για τον σοσιαλισμό, νοούμενο ως ταυτόσημο με την διόγκωση των κομματικών στρατών και του –πάντα ταξικού- κράτους. Πόσο πιο απλά και όμορφα μπορούσαν να είναι τα πράγματα; Καμία αγωνία, κανένα Χρηματιστήριο, ούτε μεγάλα έργα και τέταρτος δρόμος για τον σοσιαλισμό και κρίση: ήτο μια εποχή για αρχόντους…

Η θεία Ελένη είχε μεγαλώσει στην Καρδίτσα. Τα παιδικά της χρόνια μύριζαν τυρί, γάλα από την φάρμα όπου δούλευαν οι γονιοί της και κοπριά. Το 1977, ενώ η Ελένη ήταν ακόμη στην δευτέρα τάξη του γυμνασίου, μετακόμισε με τους γονείς της στην Αθήνα, κοντά στην Πλατεία Κύπρου στην Καλλιθέα, στην οδό Κρέμου, αριθμός 99. Οι γονείς της είχαν πέσει έξω με τις δουλειές στα χωράφια και επειδή ως πρώην πολιτικοί εξόριστοι δεν είχαν καλά προηγούμενα με αρκετούς από τους γνωστούς τους σε εκείνα τα μέρη, αποφάσισαν ότι έπρεπε να πάνε στο κλεινόν άστυ. Μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια μέχρι το 1981 προσπάθησαν πολύ σκληρά για να ορθοποδήσουν ως οικογένεια. Αλλά, τελικά τα κατάφεραν. Ο κυρ Θωμάς δούλευε σερβιτόρος σε μια καφετέρια στην Ομόνοια, όπου έπρεπε να ανεβοκατεβαίνει τους ορόφους των γύρω πολυκατοικιών σαν σίφουνας για τις παραγγελίες, ενώ η κυρά Φρόσω έκανε την μοδίστρα για να βοηθάει όσο μπορούσε. Στα 1981 η ζωή τους άλλαξε: από δύο ταλαίπωροι μεροκαματιάρηδες, στιγματισμένοι από τους δεξιούς ότι είχαν περάσει από την Μακρόνησο και τους άλλους τόπους μαρτυρικής εξορίας παντός αριστερού και κομμουνιστή, οι γονείς της θείας μου μπόρεσαν και έστησαν μια δική τους βιοτεχνία ρούχων. Η κυρά Φρόσω είχε αναλάβει να βοηθάει τον άνδρα της στα ραψίματα, τα μπαλώματα και στην ύφανση πουκαμίσων και φανελών στο χέρι, ενώ παράλληλα κρατούσε και τα φορολογικά βιβλία της επιχείρησης, απόφοιτος ούσα της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής.

Ήταν η περίοδος που κανένας κόπος, καμία αφισοκόλληση, καμία στάλα ιδρώτα δεν πήγαινε στράφι για τους υποστηρικτές, τους οπαδούς, τους εραστές της μεγάλης σοσιαλιστικής παράταξης. Ο Ήλιος ανέτελλε πράσινος και τούτο σήμαινε πάρα πολλά, όπως έλεγε μια ταινία της δεκαετίας του 1980. Ακόμη και οι μη ψηφοφόροι, βολεύονταν από σπόντα. Η σύνταξη Εθνικής Αντίστασης, ήταν μια ωφέλεια την οποία χαίρονταν όλοι οι πρώην εξόριστοι –και ορισμένοι μη εξόριστοι που περνούσαν να παίρνουν την σύνταξη από την τράπεζα, βεβαίως- καθότι οι σοσιαλιστές αγωνιστές της εποχής χαρακτηρίζονταν κυρίως από άμιλλα, ανθρωπιά και ανυστεροβουλία και ας ψήφιζαν ΚΚΕ και όχι το παλαιό, καλό, γλυκό, παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Στα 45 του χρόνια ο κυρ Θωμάς μπόρεσε να βγάλει δίπλωμα αυτοκινήτου για να παίρνει τις παραγγελίες: πιο πριν η επάρατος Δεξιά δεν του επέτρεπε να έχει δίπλωμα, λόγω «φακέλου κοινωνικών φρονημάτων». Στα 1981, η Ελένη μπήκε στο Πανεπιστήμιο, στο Χημικό Τμήμα. Τότε έκλειναν οι βιομηχανίες, αλλά ήξερε ότι το πιο πιθανό ήταν να γίνει καθηγήτρια σε κάποιο γυμνάσιο ή λύκειο. Αγαπούσε το αντικείμενο της, αλλά ήθελε να ζήσει: και αυτό σήμαινε ότι και τις βόλτες της έκανε, που της είχε στερηθεί λόγω του κάπως αυταρχικού τρόπου και της πεισματικής εμμονής και ιδιοτροπίας του πατέρα της σε ηθικά ζητήματα, και το χαρτζιλίκι της μόνη το έβγαζε και για κάποια πράγματα που κάνουν τα κορίτσια όταν ξενυχτάνε δεν έλεγε ποτέ στους γονιούς της. Ήταν σε όλα της τύπος και υπογραμμός η θεία μου η Ελένη. Μέχρι που πήρε εκείνον τον λιμοκοντόρο τον δεξιό το σπουδαγμένο στο Αμέρικα με τα λεφτά του μπαμπά, την αστική λινάτσα και έφυγε για το Μονμπλάνς στην Ελβετία με όσα πρόλαβαν και άρπαξαν από τις μετοχικές φούσκες στο Χρηματιστήριο. Ακόμη και τώρα, εν καιρώ κρίσεως και απουσίας της μεγάλης σοσιαλιστικής παράταξης της ουσιαστικής αλλαγής και της προόδου αυτού του έρμου τόπου, χαίρονται τα εγκληματικά λεφτά του χρηματιστηριακού χάους.

Τότε όμως ήταν άλλα χρόνια, αγνά και όμορφα! Η θεία Ελένη, το «Λενιώ» όπως την έλεγε ο πατέρας της, έκανε κατά καιρούς διάφορες δουλειές. Είχε περάσει από ταμίας σε φούρνο, είχε μοιράσει φυλλάδια διαφημιστικά σε σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, είχε περάσει ως σερβιτόρος σε καφετέρια και, σποραδικά, πήγαινε και σε κάστινγκ για κομπάρσος σε διαφημιστικά. Τα κάστινγκ δεν ήταν σίγουρη πηγή εισοδήματος τότε, πόσο μάλλον στην σημερινή εποχή. Αλλά, με μία ή δύο ημέρες παρουσίας στα γυρίσματα, μπορούσε να βγάλει τα λεφτά για όλες τις βόλτες και τα έξοδα που μπορούσε να έχει μια φοιτήτρια μέσα σε έναν μήνα: ήταν πολύ σημαντικό για αυτήν να είναι ανεξάρτητη. Ο αρτηριοσκληρωτικός κομμουνιστής πατέρας της την έλεγε «ατομικίστρια» επειδή δεν ήθελε να ασχολείται με την πολιτική, καθώς η ίδια ήθελε να κάνει απλά την ζωή της. Εκείνη δεν έβρισκε λόγο να του απαντήσει. Ήξερε πως όταν μεγαλώνουν οι άνθρωποι δεν μετακινούνται από τις θέσεις τους.

Η θεία Ελένη δεν πτοείτο. Αποφάσιζε μόνη της τι θεωρούσε σημαντικό για αυτήν. Έτσι, μια ανοιξιάτικη μέρα, έχοντας μόλις αφήσει μια δουλειά στο ταμείο ενός συνοικιακού φούρνου, πήρε την εφημερίδα με της αγγελίες δουλειάς. Βρήκε μια που την βρήκε αρκετά συμπαθητική, αν και κάπως αόριστη. Δίνανε καλά λεφτά για φωτογράφηση, σε νέες και νέους μέχρι τριάντα χρονών. Το γραφείο κάστινγκ που είχε αναλάβει την συγκεκριμένη διαφήμιση, της οποίας το περιεχόμενο αγνοούσε η θεία μου, ήταν ένα από τα πιο γνωστά της εποχής. Πήγε, πέρασε, απάντησε σε ερωτήσεις σχετικές με τα χόμπι της και –παραδόξως- αν ασχολούταν με την πολιτική και τα κόμματα. Μίλησε για τις ασχολίες της και τα ενδιαφέροντα της και απάντησε ότι δεν ασχολούταν τόσο με την πολιτική. Ο συνεντευκτής την κοίταξε λίγο σκεφτικός και της είπε ότι δεν πειράζει και όλα είναι εντάξει. Έδωσε το σταθερό του σπιτιού της και τα στοιχεία της σε ένα έντυπο που της χορηγήθηκε μετά την συνέντευξη και έφυγε. Την επομένη κιόλας μέρα την πήραν τηλέφωνο και της ανακοίνωσαν ότι τους ταίριαζε με βάση τα όσα είπε στην συνέντευξη και την συνολική της παρουσία. Της είπαν ότι τα γυρίσματα δεν θα διαρκέσουν και πολύ, ήταν πολύ συγκεκριμένες οι λήψεις που θα γίνονταν. Εκείνη χάρηκε που θα έβγαζε καλά λεφτά με λίγο κόπο και έκλεισε το τηλέφωνο. Την επομένη, ξεκίνησε για την διεύθυνση που της είχαν ορίσει, κάπου κοντά στο Πανεπιστήμιο.

Έφτασε στην ορισμένη διεύθυνση ελαφρώς ιδρωμένη, αλλά ευδιάθετη και κομψή. Ένας νεαρός, γύρω στα είκοσι, με γενάκι δέκα ημερών και μαλλί βαμμένο έτσι που θύμιζε τον Τζωρτζ τον Μάικλ αλλά σε ετεροφυλοφιλική εκδοχή, της χαμογέλασε γλυκά και την ρώτησε αν είχε έρθει και αυτή για τα γυρίσματα. Εκείνη του απάντησε θετικά και αυτός πέταξε το τσιγάρο που κάπνιζε εκείνη την ώρα και μπήκαν μαζί. Ο νέος- αφού συστήθηκε ως Λάμπης- πήγε μαζί της μέσα. Πέρασαν τον στενό διάδρομο και ένας τύπος με πράσινο ελεκτρίκ πουκάμισο του υπέδειξε την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου δεξιά, «ποτέ την αριστερή», όπως είπε. Έστριψαν δεξιά, έχοντας ανταλλάξει πολλά λάγνα βλέμματα, και μπήκαν. Είδαν πολλούς νέους ανθρώπους, κοντά εικοσιπέντε άτομα, άντρες γυναίκες, ο καθένας ντυμένος όπως του είχε έρθει να ντυθεί. Δεν υπήρχε κανένας ενδυματολογικός κώδικας μεταξύ όλων όσων παρευρίσκονταν για τα γυρίσματα. Άλλος είχε ανοιχτό πουκάμισο με σταυρό στο στήθος και μουστάκι, άλλος ξυρισμένος κόντρα με μαλλί χτενισμένο πίσω έτσι που να έχει έναν όγκο μπροστά, κοπέλες με μίνι και έντονο βάψιμο στα χείλη, άλλες με παντελόνια καμπάνα και μεγάλα σκουλαρίκια στα αυτιά και κάπου μια πανκ γκόμενα και ένας ροκάς με μούσια και μπότες.

Ο Λάμπης είπε στην τότε νέα και όμορφη θεία Ελένη να πιάσουν την κουβέντα μέχρι να ξεκινήσει το γύρισμα για να περάσει η ώρα. Γνώρισαν την Ρίτα, μια φοιτήτρια της Νομικής, η οποία είχε έρθει από επαρχία να σπουδάσει. Πριν το 1981 και τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, η Ρίτα δεν θα είχε ξεκολλήσει ποτέ από την στάνη του πατέρα της. Τώρα, ο πατέρας της είχε πάρει επιδοτήσεις με το τσουβάλι για να βελτιώσει την κτηνοτροφική του μονάδα και να φέρει καλό εξοπλισμό, αλλά εννοείται ότι σαν πνεύμα ανυπότακτο και επαναστατημένο δίχως αιτία προτίμησε να τα κάνει εξοχικό στην θάλασσα και να στείλει την κόρη για σπουδές. Γνώρισαν τον Γιάννη, ένα παιδί μάλαμα, ο οποίος δούλευε σερβιτόρος κυρίως, είχε πάει και στρατό στα 18 και τώρα ήταν σε μια επαγγελματική σχολή ειδικευόμενος υδραυλικός. Είχε πολύ πικάντικό χιούμορ και πείραζε την πανκ κοπέλα με τα βαμμένα πράσινα μαλλιά και τα γαλάζια μάτια όπου παραδόξως μπορούσες να χαθείς μέσα τους. O σκηνοθέτης ήταν ένας φαλακρός με φαρδιά κοιλιά και πούρο στο στόμα. Όλο μουρμούραγε, θα έλεγε κανείς ότι βρίσκεται σε κάποιο παραλήρημα αν δεν είχε και ανθρώπους από το επιτελείο να απαντούν στα ακατανόητα μουρμουρητά του. Ο σκηνοθέτης ζήτησε από όλους να ησυχάσουν για να πάρει τον λόγο. Είπε πως σήμερα είναι μια σημαντική μέρα και όλοι κοιτάχτηκαν περίεργα καθώς δεν καταλάβαιναν τι εννοούσε. Η νέα γενιά είναι που ανοίγει τους δρόμους για το αύριο και τα νιάτα έχουν ψυχή, έχουν μπέσα, έχουν όνειρα, έχουν καύλα και αλητεία και φιλοσοφία, όρεξη για τέχνη, καυγάδες, μπελάδες και παιδικά αστεία, έλεγε ο σκηνοθέτης. Πάλι, όλοι έμοιαζαν να μην καταλαβαίνουν.

Ζητήθηκε από τους παρευρισκόμενους κομπάρσους να κρατάνε άλλοι ο ένας το χέρι κάποιας από τις κοπέλες, άλλοι να κοιτούν αριστερά σαν να δείχνουν κάτι, άλλοι να κοιτούν σκεφτικοί δεξιά, άλλοι κι άλλες να αγκαλιάζονται και άλλοι πάλι να γελάνε ή να κοιτούν σοβαροί μπροστά στον φακό. Κανείς δεν ήξερε ποια ήταν η βασική ιδέα της φωτογράφησης. Η θεία Ελένη κι ο Λάμπης είχαν ρωτήσει τον φωτογράφο τι συμβαίνει. Εκείνος τους ρώτησε αν τους ενοχλούσε κάτι ή αν δεν τους άρεσε το ποσό που θα πληρώνονταν. Εκείνοι του απάντησαν ότι δεν τους ενοχλούσε κάτι· απλά ήθελαν να ξέρουν τι σκατά θα γινόταν με αυτές τις φωτογραφίες. Ο φωτογράφος δεν απάντησε. Τους κοίταξε με ένα μυστήριο βλέμμα και τους είπε ότι καλό είναι να μην ρωτούν, αφού θα πληρώνονταν καλά και πώς η περιέργεια έφαγε την γάτα. Ο φωτογράφος πετάχτηκε για λίγο, αφήνοντας το τσούρμο να τον περιμένει για λίγο. Είπε ότι ήθελε να πάει στην τουαλέτα του προσωπικού, η οποία βρισκόταν στην αριστερή πόρτα του διαδρόμου, η οποία ήταν αποκλειστικά και μόνο για το προσωπικό. Οι δύο νέοι δεν άντεξαν να μείνουν με την απορία. Σκέφτηκαν ότι αν άνοιγαν την πόρτα λογικά θα βρισκόντουσαν σε τίποτα γραφεία ή κάτι παρόμοιο, θα έβρισκαν κάποιον άνθρωπο να τους πει τι συμβαίνει και όχι να τους αμολά μυστήριες φράσεις και αινιγματικές ατάκες της κακιάς ώρας βγαλμένες από φθηνιάρικες βιντεοταινίες. Ανέβηκαν τα σκαλιά και βγήκαν πάλι στον διάδρομο. Η απαγορευμένη πόρτα έγραφε «ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ». «Τι μας λες;» , είπε σκωπτικά ο Λάμπης και συγκατάνευσε η θεία Ελένη.

Ο Λάμπης πιάνει το χερούλι της πόρτας και την ανοίγει. Άπλετο φως. Για λίγα δεύτερα χάνουν την αίσθηση των πραγμάτων γύρω τους. Νιώθουν κάτι γλιστερό να τους ακουμπάει. Η φωτεινότητα επιστρέφει στα κανονικά της επίπεδα και μπορούν να δουν. Ο φωτογράφος στέκεται απέναντι τους με ένα μαύρο χιτώνιο. Ο σκηνοθέτης είναι επίσης εκεί, αλλά φοράει ένα χαβανέζικο πουκάμισο και πράσινα γυαλιά ηλίου. Τους γυροφέρνουν κάτι παράξενα όντα ντυμένα σαν διαστημάνθρωποι που βγάζουν άναρθρες κραυγές. Και οι δύο έχουν κλάσει μέντες. Η θεά Ελένη κοντεύει να χεστεί ενώ ο Λάμπης έχει ήδη κάνει μούσκεμα το βρακί του. Νιώθουν κάτι κολλώδες πάνω τους. Συνειδητοποιούν όταν δύο μεγάλο σαλιγκάρια με πλοκάμια τους κρατάνε ακίνητους και η κολλώδης ουσία είναι το σάλιο που βγαίνει με το τουλούμι από τις βεντούζες στα πλοκάμια τους. Από το ταβάνι ανοίγει μια τρύπα τηλεμεταφοράς και εμφανίζεται ακόμη ένας μαυροφορεμένος, του οποίου το πρόσωπο κρύβεται κάτω από μια μαύρη μάσκα. Δεν τους γελούν τα μάτια τους: είναι ο Νταρθ Βέιντερ, ο μέγας Σηθ που θα φέρει το σκότος στον γαλαξία. Τους πλησιάζει και τους λέει ότι μπορεί επιτέλους να δείξει σε όλους το πρόσωπό του. Ο σκηνοθέτης με τα χαβανέζικα ρούχα τον ρωτάει αν είναι βέβαιος. Εκείνος απαντά «ναι, θέλω πολύ να δεις». Βγάζει την μάσκα. Ακούγεται ο ακόλουθος διάλογος:

-Μπαμπά;
-Γιε μου!
-Μπαμπά, έλα να σε αγκαλιάσω!
-Όλοι θα αγκαλιαστούμε. Φέρε το αρκουδάκι σου…
Τα φώτα, έσβησαν παντελώς…

Λίγους μήνες μετά έχει αρχίσει η προεκλογική περίοδος. Η μεγάλη δύναμη της ανθρωπιάς, της προόδου, του δημοκρατικού σοσιαλισμού και της εθνικής ανεξαρτησίας, το ΠΑΣΟΚ της καρδιάς μας, πολεμάει εναντίον της επαράτου «Δεξάς», όπως προφερόταν συχνά, και κατά των διασπαστικών δυνάμεων της κομπλεξικής και μη αυτοδύναμης Αριστεράς που μιλάει για επαναστάσεις χωρίς να υπολογίζει τους ξενοδόχους. Το ΠΑΣΟΚ είναι σοσιαλιστικό και έτοιμο να τα δώσει όλα. Οι διαφημίσεις, οι καβγάδες στα τηλεπαράθυρα, οι εμπρηστικοί τίτλοι των εφημερίδων της κάθε πλευράς έδιναν και έπαιρναν. Η θεία Ελένη είχε κάνει τελικά κάτι με τον ωραίο Λάμπη αλλά δεν φτούρησε το νταλαβέρι και το έσπασαν. Ωστόσο, κάτι είχε μείνει: η αφίσα του ΠΑΣΟΚ που τους έδειχνε αγκαλιά με σλόγκαν «Η Νεολαία ψήφισε Αλλαγή, τώρα θα ψηφίσει την Συνέχεια». Έπαιρναν φίλοι και γνωστοί τον κυρ Θωμά και του έλεγαν ότι η Ελενίτσα είναι σε αφίσα του ΠΑΣΟΚ. Αυτός τους σιχτίριζε και τους έλεγε ότι δεν θα είδαν καλά και πως η Ελένη είναι πολύ καλό κορίτσι για να κάνει τέτοια. Για όσα είδε με τον Λάμπη και όσα έγιναν το μόνο που σκέφτεται είναι ότι με τόση μαστούρα που είχε πέσει δεν θυμόταν την τύφλα της αυτός και αυτή, παρά μόνο κάτι τύπους με μαύρα χιτώνια. Δεν ήθελε να μάθει περαιτέρω. Τουλάχιστον είχε βγει μια σκέτη κουκλίτσα και θα την είχε να την θυμάται την αφίσα.

ΠΑΣΟΚ-ΑΛΛΑΓΗ-ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ

Αρέσει σε %d bloggers: