Ο Τίγρης της Ζανζιβάρης
Νεκρική σπείρα κάτω απ’ τα πέλματα
σαλεύω και περιστρέφομαι
ποια κατεύθυνση έχουν οι φλόγες; Υπήρξα παιδί
που έτρεχε στα έσω κοιμητήρια
αλιευμένος μάντης δεινών
διέσωζα το παρών σε πειραματικά βαδίσματα
ρωτούσα
ποια κατεύθυνση έχουν οι παγετώνες
και τα πουλιά του ιουλίου
στεκόμουν στην προβλήτα των δεινών
περίμενα
το ακροφύσημα του κόνδορα: σαλεύω και περιστρέφομαι
νεκρική σπείρα
στο μέλλον μιας ανάστασης
που όλο ξεθυμαίνει
ξεθυμαίνει
ξεθυμαίνει
μέχρι που γίνεται ιαχή
άδειου γηπέδου
και μαγνητοφωνημένος οργασμός
ακούρδιστης συμφωνικής συνουσίας
και σύκο
από κανένα δέντρο της γνώσης, μα δέντρου άγνωστου
σκληρού και ξενικού,
που δεν έχουμε ποτέ ξαναδεί στην έρημη ήπειρό μας.
Τούτη η νότα δεν τράφηκε ποτέ
απ’ τους ξανθούς βάλτους
της μεσονύχτιας φρίκης, μα μόνο απ’ τις φωνές
της ακατανόητης χρήσης
του γυάλινου και λίγο ραγισμένου ηχείου -ω χω χα!
Kαι έπλεαν ακροβάτες πια
στις στάχτες του πολέμου – σχημάτιζαν σύννεφα
και ίριδες που φυσούσαν
άκουγες μια φωνή να λέει
άνεμοι των καιρών γιατί μας αντιμάχεστε;
Όμως μας ξέφευγαν
όπως τα δάκρυα οι στιγμές
και καμία πολιτεία δεν ήταν αρκετή για μας
οι ακροβάτες έπλεαν
γυρνούσαν οι καταπέλτες
και οι ακροβάτες έστεκαν: ζωή υπό το πρίσμα του Αναπόφευκτου
κάτω απ’ τον ιδρώτα που κρυστάλλωνε τις απόπειρες μας
την αγωνία μας
τα άλματά μας
την πίστη μας για βροχές και βροχές αιώνων.
Κατέφθανε ο μέγας τίγρης της Ζανζιβάρης.
-και
μας
έπνιγε
στο
ξύπνημα
του
τελευταίου
ονείρου.
Καλοκαίρι στον Καύκασο
Τα πρωινά μας είναι μια γενοκτονία,
άντε να γίνει κάνας πόλεμος
να γίνει κάνα τζέρτζελο
αναζητάμε νοήμονες μορφές θανάτου
στο διάστημα
αφού τα ηλεκτρονικά τσιγάρα ήταν μια απογοήτευση
και το καλοκαίρι στον Καύκασο δεν τελειώνει
με τσεμπέρια με καρφιά οι γιαγιάδες που φουμάρουν
πνίγουνε γουρούνια στο Μοσκβά
βραχυκυκλώνουν το νερό με φορτιστές ηλεκτρισμένους
απ’ τα καλώδια των τρόλλει
εθελοντικά διασχίζωντας τις ράγες
και το καλοκαίρι στον Καύκασο δεν τελειώνει
Tη φρίκη εδώ τη γνώρισα, κι όλα είναι στερεμένα,
κι΄ ανθρώπους φίδια συναντώ – καταραμένα ξένα.
Νάταν να ξαναγύριζα, κει στα παλιά μου μέρη
εκεί που ξέρω τα βουνά, τα δέντρα και τη φτέρη
ατάραχη ανατολή
όλοι οι δολοφόνοι θέλουν παιχνίδια μαζί σου
εμείς
ένα σακί καλό χώμα από φυτώριο
πλαστικό τρέμουλο στα χέρια
και το φως της Κουζίνας ανοιχτό!
Ξεθάβω με τα νύχια
ένα-ένα τα πτώματα.
Και το καλοκαίρι στον Καύκασο δεν τελειώνει.
Πρέπει να τον καταστρέψουμε πριν μας φάει
Μαλλιά από στάχυ. Ε;
Νύχια από ρόδες λεωφορείου που υποφέρει με όλους αυτούς τους βλάκες μέσα του.
Ρουθούνια από γυαλί και στάχτη.
συκώτι από μια υπόνοια ομοιοκαταληξίας.
Φρύδια από πετρογκάζι (ΕΚΡΗΚΤΙΚΑ!),
μέτωπο γεμάτο φακίρηδες
και κλειτορίδες φτιαγμένες από “ε βασικά είμαι παρθένος”.
Κάτι αρχίδια ΝΑ!
Λαιμός με ραγισμένες λάμπες,
ένα δοντάκι καλαμπόκια.
Στα αυτιά αντί για κερί έχει ολόκληρες λαμπάδες
κι ο σβέρκος του σαν άμαξα σέρνει γαϊδάρους.
Όταν κλαίνε τα μάτια του, βγαίνουν ΑΡΓΩσαρωνικοί,
αντί για βλεφαρίδες έχει οδοντικό νήμα.
Η γλώσσα του τυλίγεται γύρω από πορτοκάλια.
Ένα πάγκρεας ΝΑ!
Η καρδιά του είναι ξινή σαν πρώτος παγκόσμιος πόλεμος.
Τα πλεμόνια του ώριμοι χουρμάδες.
Στο στομάχι του χοροπηδάνε δυο σκυλίτσες,
στις φλέβες του κυλάει μια καστανή ουσία με επικριτικό βλέμμα.
Δάχτυλα από συνθετικό χλοοτάπητα με καουτσουκένια πετραδάκια.
Στην πλάτη του πετάνε ράμφη κορακιών
και υπάρχει μια παιδική χαρά κάτω απ’ τις μασχάλες του.
Ένας μυελός των οστών ΝΑ!
Γόνατα, σαν ψαροντούφεκο(ΑΕΡΟΒΟΛΟ!) από ξύλο,
μπούτια από σφαγμένους λύκους.
Το σάλιο του πηγή experience points σε ένα τελείως συνηθισμένο RPG,
πηγούνι μάνγκο-σαγκουίνι.
Μάγουλα τραβηγμένα σαν αιώρα,
χείλος-ρακούν που το αναγκάσανε να γίνει κατοικίδιο
και αγκώνες γεμάτοι λέπια σαν άφτερ-σέιβ.
Μια κωλάρα ΝΑ!
Είναι ο κουφός εργάτης.
Είναι μια βιντεοκασέτα σε ντι-βι-ντι πλέιερ.
Είναι ένας κηπουρός χωρίς επιμονή.
Είναι ο πυρετός του κολατσιού.
Είναι μία θεοπάλαβη και σιδερένια μύξα.
Είναι ο περσινός μου έρωτας.
ΕΙΝΑΙ Ο P.J.
(ΒΡΕΙΤΕ ΤΟΝ ΚΑΙ ΦΕΡΤΕ ΤΟΝ ΜΟΥ ΖΩΝΤΑΝΟ)