Ε. Κάτη

Ξανανακαλύπτοντας τον Θεό

Κοιτάζω τα δάχτυλα του ποδιού μου
Τα έχει καταπιεί το σεντόνι με τα λουλούδια
Το σεντόνι με τα λουλούδια
Το σεντόνι με τα λουλούδια
Έχει ξεκινήσει να φυτρώνει στον λαιμό μου
Ο λαιμός μου
Θυμάται κάθε δαγκωνιά που βιώσε
Κάθε δαγκωνιά
Μου θυμίζει
Έμαθα να αγαπώ πεσμένη στα τέσσερα
Πεσμένη στα τέσσερα έμαθα
να φιλάω τα ξύλα με επιμονή να αναπνεύσουν
Θα αναπνεύσουν
Κλέβοντας μια μια τις κόκκινες τριχες
Τις κόκκινες τρίχες
Υποσχέθηκα να τις φυλάω και έκανα τάμα
έκανα τάμα πεσμένη στα τέσσερα στο ξωκλήσι του χωριού

Θεέ μου κάνε να μην καραφλιάσω
Θεέ μου
Αν υπάρχεις
Κάνε τα ξύλα να μιλήσουνε
Θεέ μου
Κάνε τα ξύλα να αναπνεύσουν
Να αφήσουν τα μαλλιά μου ήσυχα
Θεέ μου
Κάνε να βρέξει να φυτρώσουν τα λουλούδια να αναπνεύσει η πόλη
Θεέ μου
Κάνε να βρέξει να φυτρώσουν τα μαλλιά μου να αναπνεύσω επιτέλους
Θεέ μου
εσύ μου έμαθες την πρώτη αγάπη
την μοναδική, την μονοδιάστατη, την θεόσταλτη
την λουσμένη με μύρο, την πλυμένη με θειάφι
την ματωμένη από καρφιά και από αγκάθια
την εσταυρωμένη
την αναστημένη
την ριγμένη στην γη
την ανυψωμένη στους ουρανούς
την πανταχού παρούσα
την πεσμένη στα γόνατα
την προσευχόμενη
την μαυροφορούσα
την σε λατρεία
μετατρεπόμενη
αγάπη

Άλογα

Τρεις χιλιάδες πράσινα άλογα
με ρωτάνε που είναι το αγόρι σου
εγώ αυτή τη λέξη δεν την έμαθα ποτέ
Μαθαίνω να μην τους απαντάω
Μαθαίνουν να τρώνε τα μαλλιά μου αντί για άχυρα
Τα τέσσερα αστέρια που θάφτηκαν στον λόφο την ημέρα με τα κόκκινα
φαντάσματα
επερωτούνε την σιωπή μου
Ρίχνω κι άλλο χώμα πάνω τους
ενώ κρατώ γερά το στέρνο μου
να μην χυθεί το γκριζωπό υγρό
Και μπει στον κόλπο μου
Δίπλα μου κάποια κρύβει ντρόγκια στον δικό της
Η καθεμία μας επιβιώνει όπως μπορεί
μου λέει και ξεριζώνει το γκαζόν
Ελευθερώνει τα αστέρια
Κραυγάζω
«Ο Άδης μου έδωσε καλύτερο αστρολογικό χάρτη από τον ουρανό
Ο Άδης κόβει τις πούτσες από όλους τους άντρες που αγάπησα»
«Που είναι το αγόρι σου;» με ρωτάνε τρεις χιλιάδες πράσινα άλογα
Ρουφάω σταγόνα σταγόνα το γκαζόν και τον κρύβω στα μπούτια μου
«Εγώ αυτήν λέξη δεν την έμαθα ποτέ»

Σημειώσεις από τα παρασκήνια

Η σκηνή με καταπίνει με το που τολμάω να μιλήσω
και εγώ καταπίνω χύσια σε στάσεις αστικών λεωφορείων
Τα εν άστει Διονύσια δικαιολογούν
την αστική παράνοια.

Μωρό μου ευχαριστώ για την τυρόπιτα
αλλά αν ήθελες να μου πεις πως με βλέπεις σαν πρεζάκι
αρκούσε το βλέμμα σου.

Τρεις φορές την ημέρα
αναρωτιέμαι αν βουίζει η τηλεόραση
ή αν εγώ αποτρελάθηκα
γράφω ποίηση στα διαλλείματα από το κρίμιναλ μάιντς
και η τεχνολογία με ειρωνεύεται.

Αγάπη μου
ευχαρίστησες σήμερα τον θεό που γεννήθηκες με αρχίδια
και μπορείς να είσαι ελεύθερα μαλάκας;

Θέλω να ξέρεις
Κυρίως σ’αγαπώ γιατί το εννοείς
όταν λες πως θα με αντάλλαζες
με την πρώτη σοσιαλιστική σεξ ντολ
κι εγώ το ίδιο.

Έχω γδάρει το κεφάλι μου χίλιες φορές
Και ακόμα να καταλάβω αν έχω εγκέφαλο
ή αν πρόλαβα κιόλας να τον κάψω από τα ντρόγκια
τις οχτάωρες απλήρωτες πρόβες
τις ανασφάλειες
και την προσπάθεια μου να διαβάσω Τζούντιθ Μπάτλερ.

Το να είσαι καλλιτέχνης σημαίνει
αναμφίβολα
πως πουλάς την υπεραξία σου σε τιμή ευκαιρίας
και την ψυχή σου στο διάολο για μια θέση στα σκατά.

Με ηθικό πλεονέκτημα πάντα.

Τον επόμενο αιώνα
θα έρθει ο κομμουνισμός
η πρέζα θα είναι νόμιμη
θα πωλείται στα περίπτερα
σε ροζ πακετάκια
και ως προειδοποίηση
θα έχει ποιήματα μου
όπως τα πακέτα των τσιγάρων
έχουν τώρα σάπιους πνεύμονες.

Τσακωθήκαμε για τον Τομ Ρόμπινς

Ένα μονόπρακτο σε μία σκηνή.

«Μα ο Τομ Ρόμπινς είναι σεξιστής» μου είπε, πίνοντας του ουίσκι του. «Μιλάει συνέχεια για μουνιά». Σκέφτηκα πόσο ωραία θα ταίριαζε να του σπάσω το ποτήρι με το ουίσκι στα μούτρα ως απάντηση σε μια τέτοια δήλωση. Συγκρατήθηκα.
«Και εγώ μιλάω συνέχεια για μουνιά αγαπητέ Θ.» του είπα «δε με λες και σεξίστρια».
«Όχι γιατί αν σε πω, φοβάμαι ότι θα μου βγάλεις σουγιά».
Σε αυτό είχε δίκιο κατά βάθος, όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ.
«Ο Τομ Ρόμπινς στο “Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν” αντικειμενοποίησε τις λεσβίες όσο κανένας σις στρέιτ συγγραφέας» συνέχιζε ακάθεκτος την επίθεση του.
«Ο Τομ Ρόμπινς στο “Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν” μίλησε για τις λεσβίες με τρυφερότητα και ειλικρίνεια. Περιέγραψε το λεσβιακό σεξ χωρίς να το φετιχοποιεί ως δυο γυναίκες που περιμένουν έναν άντρα» απάντησα. «Και δεν μπορείς» είχα ξεκινήσει να ουρλιάζω «να μου υπερασπίζεσαι τον Μπουκόφσκι» σηκώθηκα όρθια κουνώντας το τσιγάρο μου μες την μούρη του, «και να μου κατηγορείς τον Τομ Ρόμπινς για σεξισμό.»
Ήθελα να τον δείρω. Σκεφτόμουν μόνο πως ήταν διπλάσιος από εμένα σε όγκο οπότε έπρεπε να κινηθώ γρήγορα και να τον αιφνιδιάσω.
«Ο Μπουκόφσκι αν θες να ξέρεις» σηκώθηκε και αυτός όρθιος «περιγράφει μια υπαρκτή –σεξιστική- καθημερινότητα, δεν μειώνει συνειδητά τις γυναίκες».
«Τουλάχιστον επιφανειακός. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα με το Μπουκόφσκι, είναι απλά ότι είναι μέτριος και θεωρείται καλός απλά και μόνο γιατί μιλάει για μουνιά» γέλασα ψάχνοντας το κονιάκ μου.
«Ο Τομ Ρόμπινς είναι και χίπστερ και σεξιστής. Και επειδή είναι εναλλακτικούλης του συγχωρείτε ο σεξισμός, ενώ ο Μπουκόφσκι είναι τίμιος και ειλικρινής».
Το παραξήλωσε . Ήθελα να τον σκοτώσω. Σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να απαγγέλω τα αγαπημένα μου εδάφια απ’ το «Αμάντα» όσο του κοπάναγα το κεφάλι στη γωνία του τραπεζιού και έπειτα να του χάραζα Τρυποκάρυδους με τον σουγιά μου. Ίσως, απλά, να έφταιγε το ότι δεν σηκώνω το κονιάκ.
«Καριόλη τώρα το παράκανες. Θα φτύσεις το αίμα της μάνας που σε γέννησε. Θα εύχεσαι να μην είχες διαβάσει ποτέ Γκουτιέρεζ, θα σε χορέψω τον χορό των επτά πέπλων» έβγαλα τον σουγιά μου και ξεκίνησα να τον κυνηγάω γύρω-γύρω.
«Τι έγινε πουτανάκι του μαγικού ρεαλισμού, δεν ξέρουμε να υπερασπιστούμε τον Ρόμπινς και το ρίχνουμε στο βρομώξυλο;». Φαινόταν να διασκεδάζει πολύ την κατάσταση.
«Άσε μας ρε φίλε, που θες γκουγκλ σερτς για να θυμηθείς τρία βιβλία του Χέμινγούει και μιλάς και από πάνω».
«Σιγά μωρή, που βάζω στοίχημα ότι ποτέ δεν τελείωσες το “Κόκκινο και το Μαύρο”».
«Μιλάει και ο τύπος που δεν μπορεί να εκτιμήσει τον Σαραμάγκου».
Είχαμε λαχανιάσει και οι δύο από το κυνηγητό, όμως δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω τέτοιες προσβολές να πέσουν κάτω. Ήταν θέμα τιμής πλέον.
«Τι έγινε ρε γατάκι, δεν έχεις σταυρώσει στίχο δυο βδομάδες και έχεις νευράκια;» είπε καθώς έβαζε μια πολυθρόνα ανάμεσα μας.
Πήγε να χτυπήσει ευαίσθητο νεύρο αλλά δεν το κατάφερε.
«Τουλάχιστον εγώ δεν προσπαθώ να ρίξω δεκαπεντάχρονα κοριτσάκια μιλώντας για Σαίξπηρ» ούρλιαξα σκαρφαλώνοντας στην πολυθρόνα.
«Ναι προσπαθείς να τα ρίξεις μιλώντας για φεμινισμό».
«Η διαφορά είναι ότι εμένα μου κάθονται, δεν τρομάζουν».
«Ναι ρε μαλάκα, πως το κάνεις;»
«Κέρνα τα επόμενα και θα σου πω».
«Μέσα».
Καθώς πήγαινε προς το μπαρ του έχωσα ένα μπουνίδι στα πλευρά. Πολύ το ευχαριστήθηκα.
«Αυτό, για να μάθεις να μιλάς άσχημα για τον Τομ Ρόμπινς» του είπα.

Χώματα

Γέμισα χώματα το στόμα μου
Και με το σάλιο μου έφτιαξα λάσπη
Την έφτυσα κάτω και έστησα ένα ομοίωμα σου
Χάραξα γραμμές στα μάγουλα, την πλάτη και το λαιμό σου
Έπεσα στα τέσσερα και το έγλυψα
Να είμαι προετοιμασμένη την επόμενη φορά που θα σε συναντήσω
Το στόμα μου γέμισε χώματα
Τα ξέρασα πάνω στο ομοίωμα σου και σε μεγάλωσα
Δίνοντας σου την δυνατότητα
Κάθε πρωί να σου μιλάω
Σε μεγάλωσα
Δίνοντας σου την δυνατότητα
Κάθε βράδυ να μαθαίνω πως σ’ αρέσει να κοιμάσαι
Σε μεγάλωσα
Δίνοντας σου την δυνατότητα
Να σε χαϊδεύω και να σε γλύφω
Να φτύνω χώματα πάνω σου
Κι εσύ να μεγαλώνεις
Τις λέξεις που σου λέω και να ψαρεύεις
Μέσα από τα χώματα τα κέρματα που κρύβω
Όλα χρυσά και ασημένια, όλα μπρούτζινα
Να μεγαλώνεις
Τα χέρια μου για να χωρέσεις μέσα
Να μεγαλώνεις
Τόσο πολύ που δεν χωράς σε κανένα ποίημα
Και το ομοίωμα σου έφτασε ως ουρανό
Θέλω ανεμόσκαλα να φτάσω στο κεφάλι σου
Αντ’ αυτού κουλουριάζομαι ανάμεσα στα δάχτυλα του ποδιού σου
Γλύφω χώμα και φτύνω λάσπη
Να μεγαλώσεις κι άλλο
Τόσο που δεν θα μπορείς ούτε εσύ πια να αντέξεις το βάρος σου

Πάντα ήθελα έναν χειροποίητο τάφο

Η εποχή των Κριών

διασταύρωση Αγίων πάντων και Συγγρού
εννιά του Μάρτη
κρύβονται τρεις ρινόκεροι στην τσάντα μου
βαραίνουνε την πλάτη μου
καθιστάν αδύνατο να κινηθώ
μια πεταλούδα με απελευθερώνει φωνάζοντας
η Συγγρού μυρίζει αγριοκέρασο
φράουλα, βύσσινο
ο ήλιος στέκεται ψηλά
/θέλω να σε δαγκώσω/
ο ήλιος χαμηλώνει
/θέλω να μπω μέσα σου/
ο οδηγός του λεωφορείου σχολιάζει την πιάτσα
/θέλω να κόψω ένα ένα τα οπτικά σου νεύρα/
η τρίτη στην σειρά με την ξανθιά περούκα μου κλείνει το μάτι
/θέλω να κουλουριαστώ στον φάρυγγα σου/
με ρωτάει αν θυμάμαι πώς να πάω σπίτι
/θέλω να ρίξω οξύ στον εγκέφαλο σου/
με κερνάει ένα τσιγάρο
/θέλω να τρυπήσω τους πνεύμονες σου/
στρίβω στην Δημητρακοπούλου
/θέλω να με ξεράσεις/
στην γωνία δύο νταβατζήδες
/κι έπειτα
νεκρή και αποστεωμένη
να ξαπλώσω δίπλα σου
τιμώντας
την Εποχή των Κριών που έρχεται/

Πώς να επιβιώσετε στην Αθήνα χωρίς λεφτά

Αρχικά πρέπει να μικρύνεις πολύ
να μαζέψεις το σώμα σου κι απ’τις τέσσερις γωνίες του
να το διπλώσεις καλά και προσεκτικά
να χωρέσει να γλιστρήσει κάτω από τις σταματημένες κυλιόμενες στο μετρό της Ομόνοιας
να μπει σε όλα τα ραγίσματα της Σταδίου και να ψάχνει για νομίσματα γλύφοντας τις ρίζες των δέντρων
κάτω από το πεζοδρόμιο
θα βρεθούν πολλά σπίτια να σε φιλοξενήσουν
για αυτό πρέπει να είσαι μικρή να χωράς
στο κενό ανάμεσα στην κάσα του κρεβατιού
και στο στρώμα
να μην πιάνεις πολύ χώρο
το πρωί να τρυπώσεις κάτω από την χαραμάδα και να φύγεις
διπλώνοντας πρώτα την κουβέρτα
όσο καλά δίπλωσες τον εαυτό σου για να χωρέσεις στις τσέπες των ανθρώπων και να βρεις ψίχουλα
αν πεινάσεις μην ψάξεις εκεί
κινδυνεύεις έτσι τσαλακωμένη να σε περάσουν για χαρτομάντηλο
καλύτερα δίπλωσε το σώμα σου στα δύο σε εμβρυακή στάση
χώσε το κεφάλι σου μέσα στο αιδοίο σου και φάε
τα εσωτερικά σου όργανα μέχρι να χορτάσεις.

Αν δεν έχεις αιδοίο δοκίμασε τον πρωκτό
σίγουρα πιο άβολο, μα κάνει την δουλειά του

Πορσελάνες

Εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε ποτέ πορσελάνες -μας έλειπε η αριστοκρατική καταγωγή- ή μάλλον δεν έλειπε, είχε χαθεί κάπου στα χρόνια -ο προπάππους ήταν πλούσιος και μορφωμένος, έχασε τα λεφτά του για να σωθεί -στις γκόμενες τα έφαγε μην λες ψέματα στα παιδιά. Στο σπίτι μας ήταν πάντα κακό να λέμε ψέματα εκτός αν ήταν ψέματα που αγκαλιάζουν και γλύφουν τις πληγές. και κάτι Χριστούγεννα σπάσαμε όλες τις μπάλες για το δέντρο -η έλλειψη πορσελάνης σήμαινε και έλλειψη καλών τρόπων, αν και πάντα μας φαίνονταν αντιαισθητικά τα σπασμένα πιάτα πάνω σε πίστες- κι είπαμε ψέματα πως καμία δεν στεναχωρήθηκε που μείναμε χωρίς στολίδια. Ήταν μια κίνηση εκδίκησης φυσικά, ευνουχίσαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο και μετά στολίσαμε μια μήτρα από κόκκινη γιρλάντα στην βιβλιοθήκη. Την βγάλαμε αργότερα, αισθάνονταν άβολα οι επισκέπτες, οι άντρες κυρίως, βέβαια και μετά όποιος άντρας έμπαινε στο σπίτι καθόταν στην άκρη του καναπέ ή έμπαινε μόνο σε ένα δωμάτιο και πάντα μίλαγε χαμηλόφωνα. Εμάς το σπίτι μας έδιωχνε τους άντρες αφού πρώτα τους πιπίλαγε τον λαιμό και τους έκανε να κλαίνε, κι εμείς, στεκόμασταν στο κατώφλι της πόρτας, πάντα με μια μικρή χαρά, μόνο καμιά φορά κάποια από εμάς δάκρυζε λίγο και μετά είχε νεύρα – δεν της μιλάγαμε τότε, την αφήναμε, και έπειτα σφίγγαμε τα χέρια μας και σαν όρκο λέγαμε θα τα καταφέρουμε, πάντα τα καταφέρνουμε, και η Θεά πάνω από το κεφάλι μας γέλαγε και έβαζε τα κλάματα από τα γέλια. Εμείς στο σπίτι μας μετράγαμε τις χρονιές με την δουλειά ή και με την ανεργία και πάντα λέγαμε “του χρόνου θα πάρουμε πορσελάνες και κολονάτα ποτήρια και κηροπήγια” “να βγάλεις το καλό σερβίτσιο” και γελάγαμε γιατί εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε ποτέ καλό σερβίτσιο μόνο πάντα κάποια άνεργη ή κάποια στο όριο της ανεργίας ή κάποια συμβασιούχα ή κάποια που δεν τις κόλαγαν ένσημα ή κάποια με πρησμένα πόδια ή κάποια με κρίσεις πανικού ή κάποια που δεν ξέρει τι θέλει να κάνει στην ζωή της. Εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε πορσελάνες μόνο μια συναδέλφισσα κάποια στιγμή μας είχε φέρει κάτι κούπες δώρο από την Βουλγαρία, ήταν άρρωστος ο εγγονός της ή κάτι τέτοιο και κάτι πόδια με σπασμένες φλέβες φρόντισαν να πάρει άδεια, όμως ποτέ δεν τα χρησιμοποιούμε είναι στο πάνω ντουλάπι γιατί εμείς στο σπίτι μας ότι χρησιμοποιούμε το σπάμε, το πετάμε κάτω με δύναμη, του φωνάζουμε, εμείς στο σπίτι μας μάθαμε πως δεν είναι κακό να σπας, παρά μόνο να προσέχεις τα μικρά μικρά γυαλιά που μένουν κάτω από το χαλί, που κρύβονται δίπλα στα ντουλάπια της κουζίνας, πάντα να προσέχεις τα γυαλιά όταν σπας αλλιώς σπάσ’ τα όλα, σπάσε μέχρι και τις πορσελάνες που δεν έχουμε, σπάσε την ιστορία του προπάππου σου που ήρθε από τον Πόντο και η κάθε εγγονή λέει άλλη ιστορία -ξεπεσμένες μαρκησίες- καμιά δεν παραδέχεται πως η ιστορία μας είναι ραγισμένη όπως θα ήταν και οι πορσελάνες μας, αλλά ποτέ σκονισμένη πάντα την φυσάμε και την ξεσκονίζουμε, εμείς στο σπίτι μας έχουμε για ξεσκονόπανα ληγμένες συμβάσεις και απολύσεις, άγριες ματιές αφεντικών και κυβερνήσεων εμείς στο σπίτι μας γλείφουμε την σκόνη με την γλώσσα και μετά δοκιμάζουμε το γλυκό πριν τελειώσει, πάντα ανυπόμονες, εμείς στο σπίτι μας πάντα βιαζόμαστε και πάντα αργούμε, έχουμε πάντα πολλές δουλειές, εμείς στο σπίτι μας ποτέ δεν προλαβαίνουμε κι όμως βρίσκουμε μια στιγμή να αναρωτηθούμε αν ο προπάππους μας είχε πορσελάνες αν η γιαγιά μας ήξερε τι πάει να πει προλετάρια αν η μητέρα μας, μας αγαπάει στ’ αλήθεια, αν κάνει να πιούμε το γάλα που έχει λήξει. Εμείς στο σπίτι μας γρατζουνάμε τα χέρια μας και λέμε πως φταίει η γάτα, ξεχνάμε πως δεν έχουμε γάτα και νιαουρίζουμε το βράδυ, δαγκώνουμε το μαξιλάρι μας και κλαίμε στα κρυφά, παρακαλάμε την Θεά να είναι καλή μαζί μας, να βγουν καλές οι εξετάσεις, να πάει καλά η συνέντευξη, να πετύχει το παιδί στις πανελλήνιες.
εμάς
στο σπίτι μας
πιο πολύ μας λείπουν οι πορσελάνες
παρά η Θεά

Αναφιέρωτο

Έχεις ένα ροδοπέταλο και ένα γιασεμί στον ώμο
Αγόρι.
Την ζωή μου κυβερνάς
και κυβερνιέσαι
απ’ τα πάθη μου.
Αγόρι.
Μόνο εσύ μόνο σκίζεις την πέτρα
και τον άνεμο
και τον ήλιο και μέσα του περνάς.
Αγόρι.
Δεν έχεις πρόσωπο.
Πετάς και χάνεσαι.
Φτερά αγγέλου
και μυρωδιά από γαρδένιες
στο διάβα σου.
Αγόρι.
Έρχεσαι και φεύγεις
μα την ζωή μου ποτέ
ποτέ ποτέ ποτέ
δεν επισκέπτεσαι.
Αγόρι.
Ακλόνητος οδηγός
περασμένων αναμνήσεων
στον δρόμο της λήθης.
(Κινείσαι και χάνεσαι)
Αγόρι.
Ροζ και πορφυρά
υφάσματα
καλύπτουν το πρόσωπο
το λαιμό
τα χέρια
και το σώμα σου.
Αγόρι.
Κάποιοι σε βλέπουν αλλιώς
μα εγώ ξέρω καλά
ποιος
και πως είσαι
Αγόρι.

Αρέσει σε %d bloggers: