Μέρες κενές και ξάστερες
Η άγνοια χτυπά τα τζάμια.
Η μουσική στην διαπασών.
Λογία μπλεγμένα σε στίχους.
Βλέμματα τριγύρω ανάκατα.
Προσμονή, λαχτάρα,
μπορεί ακόμη και βαρεμάρα.
Στα σκαλιά εκείνος
και ‘μεις.
Με τα μέσα του τρώγεται.
Μυρμηγκιά οι ανασφάλειες
που βγήκαν βόλτα στα χεριά μας επάνω.
Μα η ώρα πέρασε και κείνος
έκανε μια γκριμάτσα, τάχα πως γέλασε.
Από την άλλη εγώ.
Μέσα σ’ ἐνα τετράγωνο,
προσπαθώ να συντονίσω εαυτό και πραγματικότητα.
Τριγυρνώ και ψάχνω τα θέλω μου σε καπνούς.
Ξεγλιστράς στα υπόγεια,
και γυρνάς τον εαυτό σου σε τσιγάρα.
Το ημερολόγιο γράφει:
«Χαμένοι στην μελωδική χασούρα, δέκα βήματα πριν την πτώση σας.»
Μα δεν βαριέσαι.
Φωτά τριγύρω.
Φωτά μέσα μου.
Φωτά με έντονα χρώματα και σκούρα μαζί.
Μαύρο και κόκκινο.
Πάντως όχι άσπρο.
Άσπρο χρώμα έχουν τα υφάσματα
που δένουν τους συντρόφους μας
στα αυθαίρετα ψυχοκελια τους.
Άσπρο χρώμα έχει η μηχανή
που μεταφέρει το άκαρδο ερπετό
με το γκλοπ και την λυσσά.
Άσπρο χρώμα έχει η απάθεια
που γατζωνεται στα ματιά του
τα σκόρπια πρωινά.
Άσπρο χρώμα έχει η ένταση
που μου χτυπάει τα μηνίγγια
εκείνες τις ώρες της αιχμής.
Μες την τόση βοή των ημερών
Ξυπνητήρια αδιάκοπα στριγκλίζουν.
Οι ώρες, γριές που περπατούν αργά
και στοιβάζονται στα έρημα παγκάκια της πλατείας.
Μες την τόση βοή των ημερών
να δεις που μπέρδεψα την βροχή
με τα μάτια σου.
Ψάχνουμε λίγο κενό στο δάπεδο
μην τυχόν και γλιστρήσουμε στους φόβους μας.
Μες την τόση βοή των ημερών
να δεις που οι δρόμοι
μας διώχνουνε.
Εμάς. Που σημαδέψαμε τα πεζοδρόμια
και οι φωνές μας,
συντρόφεψαν την άσφαλτο.
Εμάς. Που αδειάζουμε τασάκια
μπας και γεμίσουμε τα μέσα μας.
Εμάς. Που διασχίζουμε το μαύρο.
Μέρες τώρα, μετράει αδικίες
και σβήνει την αποχαύνωση.
Πόσα μερόνυχτα να φύγουν ακόμα
από τα χέρια μας μέσα ;
Πόσα να πνίξω/ πόσα να ουρλιάξεις,
πόσα να στριμώξω/ πόσα να ρημάξεις.
Πόσα να αδειάσω/ μέχρι να ξοφλήσεις.
Μες την τόση βοή των ημερών
τα είναι μας προσάναμμα
ανάμεσα στην πόλη και τις κεραίες της.