Ένα δευτερόλεπτο στο κεφάλι μου
θέλω να ακούσω τη πιο θλιβερή μελωδία του κόσμου
εκείνη που νιώθεις πως μια παλάμη με γυάλινα δάχτυλα μπαίνει μέσα σου και στύβει την ψυχή σου
νιώθεις σαν πλυντήριο
με κάθε κομμάτι φθηνού ρουχισμού να αντιπροσωπεύει και όλες εκείνες τις στιγμές που οι αισθήσεις σου σαν να οξύνθηκαν
να άκουσες εκείνη τη φασαρία των ανθρώπων λίγο πιο δυνατά
να άγγιξες επιφάνειες τραχιές,που γδέρνουν κάπως τα μικρά σου δάχτυλα
να εισέπνευσες εκείνον τον ιδρώτα λίγο πιο βαθειά,να σου άρεσε κι όλας
στιγμές που είδες τον κόσμο από μια οπτική ανάποδη
όχι γιατί όλα φαντάζουν πως αναποδογύρισαν
μα γιατί ό,τι πάει ανάποδα μονάχα σε μπερδεύει
αμφιταλαντεύεσαι ανάμεσα στο «ήδη ξέρω» και στο «ακόμη μαθαίνω».
Βάλτο λοιπόν στον οικονομικό.
Μήπως επιτέλους ως ύπαρξη πάψεις να μολύνεις την γη που σε φιλοξενεί, μήπως συνεισφέρεις κάπως πιο εναλλακτικά.
Είναι της μόδας βλέπεις.
Ακούγονται γρανάζια μέσα στο κεφάλι μου,θέλουν λάδωμα τα αναθεματισμένα
σκουριασμένες σκέψεις και κάπου από πίσω ένα γέλιο που θυμίζει το δικό σου
μα δεν ξέρω άμα όντως είναι αυτό
γιατί μέσα από τα καλώδια η φωνή σου γεμίζει παράσιτα
ωθώντας με να θέλω να τα αφανίσω όλα ένα ένα
παρόλο που σου είχα πει εξ αρχής πως εγώ δεν σκοπεύω να σηκώσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι για πάρτη σου
αλλά τώρα βλέπω τη παλάμη μου πάνω στο μάγουλο σου
και λίγο βραχυκυκλώνω.
Θέλω να ακούσω την πιο θλιβερή μελωδία του κόσμου,
ύστερα να κλάψω ώσπου να μεταμορφωθώ σε σεντόνι
να με απλώσω σαν μπουγάδα,εμένα και τα ληγμένα μου συναισθήματα
πάνω σε ένα σχοινί
και με κάθε πέρασμα του ανέμου
να στεγνώνω
ώσπου να αξίζω να απλωθώ
σε κάποιο στρώμα ξένο
να με πλακώσει ένα ζεύγος από εκείνα τα ερωτευμένα
ώσπου να λερωθώ ξανά
μα πλέον γεμάτη με ηδονή
να με βάλουν πάλι μέσα στο πλυντήριο
να τα ξεχάσω όλα,
μαζί κι εσένα,
μαζί κι αυτούς,
μαζί κι εμένα.
Θέλω να ακούσω την πιο θλιβερή μελωδία του κόσμου,
εκείνη που είναι ικανή να εκτελέσει όλα τα μου στοιχειώδη
ξεκινώντας από τα γόνατα,τα οποία κάπως σαν να μικραίνουν
να λυγίζουν
να αγγίζουν έναν δρόμο άδειο
μα με τόση φασαρία συνάμα
να αναγκαστώ να τον αγγίζω με τις μικρές μου,ανούσιες παλάμες
να αισθανθώ την επιφάνεια την τραχιά
να γείρω νωχελικά στο πλάι
με μάτια αλμυρά να δω τον κόσμο ανάποδα,θολά και ξανά από την αρχή
να ακούσω τα βήματα του καθώς με ποδοπατούν,με παρασύρουν,με συνθλίβουν με τόση ευκολία
και ύστερα,
ύστερα να αφήσω το κεφάλι μου να πλαγιάσει μαζί μου
εισπνοή
να ευχηθώ να βρισκόταν ο ιδρώτας σου μέσα στα ρουθούνια μου
να ευχηθώ να απλωνόμουν στο δικό σου κρεβάτι
υποσχέσου μου μόνο,
στο όνομα ενός θεού που δεν πιστεύεις
πως θα βάλεις την πιο θλιβερή μελωδία του κόσμου
όσο θα ασχολούμαι με το ξαναγεννηθώ.