zZz
Χθες αποφάσισα να δοκιμάσω το πιο κακόφημο και εθιστικό απ’ όλα τα ναρκωτικά: το final boss· αυτήν που πήρε το όνομα της από τους «ήρωες» στο Vietnam. Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας διηγηθώ αυτήν την περιπέτεια.
Ήθελα καιρό να το κάνω, γιατί έτσι, ως καλός και τολμηρός ψυχοναύτης που είμαι, θα είχα διασχίσει αλώβητος και τα πιο επικίνδυνα και τρομακτικά νερά αυτής Ηπείρου που λέγεται ψυχοδραστικότητα· θα είχα ξεμπερδέψει με το πιο σκοτεινό μέρος αυτού του ταξιδιού, ώστε να το βγάλω από το bucket list μου και να πάω παρακάτω — στα ψυχεδελικά, που φοβάμαι ακόμη περισσότερο· τέλος, θα είχα κάνει ένα σημαντικό βήμα προς το να τερματίσω επιτέλους αυτό το ασυνήθιστο και ιντριγκαδόρικο — αν και συχνά κουραστικό και ψυχοφθόρο — game, αυτό το «narcogame» που αποφάσισα πριν μερικούς μήνες ότι θέλω να παίξω — δηλαδή να γίνω ένα κινητό Psychonaut Wiki1 — και που έχω αρχίσει να βιάζομαι όλο και περισσότερο να τερματίσω, για να βρω άλλο — πιο safe και χαλαρό, λιγότερο αυτοκαταστροφικό και επιβαρυντικό για τις σχέσεις μου — χόμπυ, και να προχωρήσω με την ζωή μου.
Συναντήθηκα λοιπόν με έναν — δυστυχώς — έμπειρο σε αυτά φίλο και κάναμε προς Βικτώρια, το άντρο της Κολάσεως. Φτάνουμε εκεί πέρα σε κάτι κωλόστενα που βρωμάνε σήψη, παρακμή, εξαθλίωση, δυστυχία και κατρουλιό, και που δεν θες για κανέναν λόγο να πατήσεις, και βρίσκουμε έναν τύπο να κάθεται σε κάτι σκαλιά. Ο σένιος — συγκριτικά με τους υπόλοιπους της περιοχής — αυτός τύπος μπορούσε να μας βοηθήσει με το «quest» μας. Όσο καθόμαστε μαζί του στα σκαλάκια περνάει ένα αμάξι με Αλβανούς που μας φωνάζει να σηκωθούμε να φύγουμε. Ακούστηκαν απειλητικοί, κι εγώ τρόμαξα λίγο, γιατί νόμιζα ότι μας εκφοβίζουν επειδή κάνουμε νταλαβέρια στο σημείο τους, αλλά αναδρομικά κατάλαβα ότι απλά μας προειδοποιούσαν για το καλό μας. Σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τον δρόμο με τα μπουρδέλα, τους μελλοθάνατους και τα σκουπίδια. Άναψα τσιγάρο να αποφορτίσω την ένταση και την ανησυχία για την αβεβαιότητα του τι ακολουθεί. Ο φίλος μου χαλαρός· είναι βετεράνος. Είχε πιει και δύο ζάνια πριν. Δεν πρόκειται να μας πειράξει κανείς. Αυτή η σκέψη με καθησύχαζε. Άντε να τελειώνουμε.
Τρία λεπτά περπάτημα και καθόμαστε λίγο πιο κάτω σε κάτι μαύρα σκαλάκια κάπως καβατζωτά, μία είσοδο ενός κτηρίου, μάλλον εγκαταλελειμμένου. Αρχίζει το νταλαβέρι. Βάζουν, βγάζουν, λεφτά, σακουλάκια, μαλακίες. Δεν ήθελα καν να κοιτάω, ήθελα απλά να τελειώνουμε να πάμε να φύγουμε, να πάμε σε μία νορμάλ γειτονιά. Όμως καθόμασταν παραπάνω απ’ όσο διαρκεί μία τυπική συναλλαγή, γιατί οι δύο τους ήταν κάτι σαν φιλαράκια, οπότε αποφάσισα να γίνω κι εγώ κοινωνικός για λόγους ευγένειας. Αρχίσαμε να ανταλλάζουμε χαμόγελα και να ψιλομιλάμε σε έναν συνδυασμό απλουστευμένων ελληνικών και αγγλικών. Έμαθα ότι είναι Ιρανός, έμαθε ότι σήμερα «ξεπαρθενιάζομαι». Ο φίλος μου μου δίνει λίγο πρέζα να τη νιώσω στο χέρι μου και μου λέει να την περιεργαστώ: μαύρη και σκληρή, σαν σκληρό τσόκο. Μαύρος Θάνατος, τρόμος και καύλα. Με ρωτάει αν με ενοχλεί να πιούμε εκεί επί τόπου, πάνω στο πεζούλι. Εγώ είχα περιέργεια και βιαζόμουν να δοκιμάσω, οπότε κανένα θέμα· το μόνο που με ένοιαζε είναι να φύγουμε γρήγορα γιατί φοβόμουν μην μας δουν μπάτσοι με αυτόν τον ύποπτο τύπο. Το ότι ήταν μετανάστης δεν βοηθούσε καθόλου. Αν μας έβλεπαν, δεν την γλιτώναμε. Επίσης, τι φάση, θα πιούμε πάνω σ’ αυτό το πεζούλι που έχει λουστεί από τα κάτουρα όλων των Αθηνών; Δεν γαμιέται; Το σπάει με την κάρτα και το κάνει δύο καφετιές γραμμές. Είναι πιο μεγάλες από αυτές που έχω συνηθίσει να βλέπω με άσπρο χρώμα και τον ρωτάω μην και πεθάνουμε. Γελάει. Χρειαζόμαστε καλαμάκι. Εγώ δεν βγάζω λεφτά μπροστά σε αυτόν τον έμπορα, οπότε σκίζουμε και τυλίγουμε το πιστοποιητικό εμβολιασμού του φίλου μου σαν καλαμάκι, και το πίνουμε μύτη. Νιώθω μία κάθαρση. Επιτέλους υπερέβην έναν ακόμη φόβο του Θανάτου, και έβγαλα κι αυτό το πράγμα από το bucket list του παχνιδιιού μου μου. Περιμένω 5 λεπτά να δράσει. Ο έμπορος πάει στην γωνία να κατουρήσει. Όσο εκείνος λείπει, λέω στο φίλο μου «τι καθόμαστε εδώ, αν περάσουν μπάτσοι θα έχουμε θέμα, γιατί δεν φεύγουμε;». Είναι η δεύτερη φορά που του το λέω. Καβατζώνει την πρέζα από πίσω μας και μου λέει «άραξε, εσύ δεν έχεις τίποτα πάνω σου». Αν σκάσουν, εγώ απλά κάνω τον Κινέζο. Στρίβουμε τσιγάρο. Μέχρι να τελειώσει το τσιγάρο μου τα έχει βάλει….
«Τώρα καταλαβαίνω γιατί εθίζεται και καταστρέφεται τόσος κόσμος απ’ αυτό»
Παίζει να το είπα αυτό και 5 φορές κατά την διάρκεια της νύχτας. «Αμάν» σκέφτομαι ξανά, «γιατί δεν φεύγουμε;» Πάμε γυρεύοντας. Μου λέει κάτσε να έρθει ο τύπος και την κάνουμε. Έρχεται. Δεν προλαβαίνει καλά καλά να κάτσει και περνάει αμάξι από μπροστά μας. «Μπάτσοι» λέει ο φίλος μου. «Φτου σου γαμώτο και το φοβόμουν!» Πόσες ήταν οι πιθανότητες; Αλλά σήμερα «καθάριζαν» την γειτονιά. Ο φίλος μου λέει ότι αυτό που συμβαίνει είναι ότι μάλλον τα νταλαβέρια χαλάνε την πιάτσα στα μπουρδέλα και οι μπάτσοι έχουν θέμα με τα λεφτά που τσεπώνουν από την προστασία. Μήπως όμως μετέφεραν εκεί την πιάτσα για να χτυπήσουν μια κατάληψη που στεγάζεται παραδίπλα; Μυστήρια πράγματα.
Περνάνε αργά και χαμηλώνουν το παράθυρο. «Πίνουμε τίποτα;» Ρωτάει ο μεγαλύτερος σε ηλικία μπάτσος. Ο νεαρότερος δεν μιλάει καθόλου. Κάνουμε όλοι τους ανήξερους. Ανοίγουν την πόρτα και κατεβαίνουν κάτω. Εγώ παίρνω φάτσα βρεγμένης γάτας και βγάζω τον σκασμό γιατί φοβάμαι ότι αν μιλήσω θα πω μαλακία και θα μας κάψω. Αυτοί το παίρνουν χαμπάρι ότι είμαι άκυρος και αρχίζουν να ρωτάνε τον φίλο μου που κάθεται ανάμεσα σε εμένα και τον έμπορο, ένα σκαλάκι πιο ψηλά κι από τους δύο και είναι εντελώς ψύχραιμος. Ο μπάτσος φουλ αυστηρός και σοβαρός, δεν σηκώνει πολλά πολλά· είναι παλιός στο κουρμπέτι. Αρχίζει η ανάκριση. Εγώ έχω χεστεί πάνω μου στη σκέψη ότι θα πάω αυτόφωρο και θα μάθει η μάνα μου τι κάνει ο κανακάρης της όταν βγαίνει τις νύχτες και γυρνάει το χάραμα· αλλά είμαι ταυτόχρονα και χαλαρός από την πρέζα και νιώθω σα να μην τρέχει κάστανο. Νιώθω ηδονή, χαλάρωση, αλλά και ένταση και στρες. Είμαι μία αντίφαση. Νιώθω και υπέροχα και απαίσια. Δεν φαίνεται όμως ότι έχουμε πιει, είμαστε κυριλέ. Μας ρωτάει τι κάνουμε εδώ. Βόλτα στα μπουρδέλα, απαντάμε. Ρωτάει τον φίλο μου τι κάνουμε εδώ με τον μετανάστη. Ο δικός μου απαντάει ότι δεν τον ξέρουμε και ότι «εγώ βόλτα με τον φίλο μου ήρθα». «Ποιον κοροϊδεύουμε;» σκέφτομαι. Ο μπάτσος το έχει πάρει χαμπάρι ότι κάτι βρώμικο παίζει εδώ. Μας κάνει ερωτήσεις και απαντάμε σαν ηλίθιοι· ο Ιρανός το παίζει κακομοίρης που δεν ξέρει γρι ελληνικά. Μας λέει να πούμε αν έχουμε τίποτα πάνω μας πριν μας το βρουν. Δεν παραδεχόμαστε τίποτα. Ψάχνουν γύρω μας και βρίσκουν την ηρωίνη. «Τι βλέπω εδώ; Πρέζα;».
Μας λένε να σηκωθούμε και μας κάνουν σωματικό έλεγχο. Εμένα με παίρνει ο νεαρός — μάλλον ήταν μαθητευόμενος ακόμη, ευγενικός και ήρεμος. Με ρωτάει τι κάνω εδώ. Του εξηγώ ότι ήρθα από εξωτερικό για Πάσχα και του δείχνω και το πάσο μου για να κερδίσω λίγο συμβολικό κεφάλαιο στα μάτια του, μπας και την βγάλω καθαρή. Μετά ψάχνει τον φίλο μου. Ο σοβαρός μπάτσος ψάχνει τον μετανάστη. Κάπου εκεί κατάλαβα ότι μάλλον δεν έχουν κάτι με εμάς, γιατί μάλλον μας έβλεπαν ως θύματα κι εκείνον ως τον θύτη· δύο Έλληνες 20ρηδες και ένας ξένος, άγνωστος 40ρης. Ήταν σχεδόν λογική η αντίδραση του μπάτσου; Άρχισα να ψυχανεμίζομαι ότι μάλλον θα την γλιτώσουμε, αλλά η αγωνία μου δεν είχε ακόμα σιγάσει. «Κι άλλη πρέζα» λέει όσο τον ψάχνει. Ντάξει λέω, την γάμησε για τα καλά. Μην τα πολυλογώ, του φοράει χειροπέδες μπροστά μας και λέει στον φίλο μου «Πάρε τον φίλο σου και φύγετε από εδώ. Και να κόψεις τις μαλακίες που πίνεις, ακούς;». «Μαλάκα πάμε γρήγορα να φύγουμε από αυτή τη κωλογειτονιά, φθηνά την γλιτώσαμε» του λέω με ανακούφιση και χαρά· ήμουν χαμογελαστός κι ας είχα φάει shock. Ανεβαίνουμε προς τον πολιτισμό. Νιώθω το σώμα μου σαν να έχω κάνει το καλύτερο σεξ, να έχω δεχθεί τα καλύτερα χάδια και να έχω αποκοιμηθεί και ξυπνήσει αγκαλίτσα, χωρίς ξυπνητήρι, το μεσημέρι. Γλύκα. Σχολιάζουμε πως παραλίγο να γαμηθούμε για τα καλά, αλλά δεν μας ένοιαζε και πολύ γιατί ήμασταν πολύ μαστουρωμένοι για ανησυχίες. Αυτά σου κάνει άραγε η ηρωίνη; Είσαι στο χείλος της καταστροφής και δεν σου καίγεται καρφί; Μου λέει πως σήμερα «γράφτηκε λογοτεχνία». Του λέω κρίμα για το «φιλαράκι» του, αλλά εκείνος δεν φάνηκε να ανησυχεί ιδιαίτερα. Μου είπε ότι ο τύπος μάλλον θα την γλιτώσει, αλλά εκείνος για την πρέζα λυπάται. Χάσαμε έτσι 10 ευρά.
Δεν έμαθα το μάθημα μου. Του λέω «πάμε αλλού να ξαναπάρουμε» ένα τάλιρο αυτή τη φορά. Άλλο που δεν ήθελε κι αυτός, απλά περίμενε να το προτείνω εγώ. Πάμε προς Α.Τ Ομόνοιας. Βλέπουμε μια παρέα να κάθεται σε κάτι πεζούλια και ρωτάμε μία πρεζού αν ξέρει κανέναν· μας πάει 5 βήματα πιο κάτω σε έναν τύπο που σπρώχνει. Κάθεται με μια παρέα τεσσάρων αχρείων πάνω σε ένα χαρτόνι και κάτι κάνουν. Με κοιτάνε κάπως, παραήμουν καθαρός. Γίνεται τσακ μπαμ η δουλειά. Κάνουμε κυριολεκτικά πέντε βήματα πιο δίπλα και λέει «έλα να το πιούμε εδώ». Ήμασταν μπροστά στον δρόμο αλλά είχε σκοτάδι. Ήταν σαν ένα στερέωμα στο ύψος του στήθους μας που βόλευε. Του λέω να πάμε κάπου πιο κυριλέ καλύτερα· είχα φάει overload από τόση σήψη και παρακμή που έβλεπα. Ήθελα να νιώθω ότι δεν θα με ελέγξουν οι μπάτσοι μόνο και μόνο εξαιτίας της περιοχής στην οποία με πέτυχαν. Επιμένει λίγο ακόμη, και εφόσον βλέπω ότι θα το πιούμε όλο με την μία και θα τελειώνουμε, πείθομαι τελικά. Κάνει δύο μεγάλες και χοντρές γραμμές με όλο όσο μας είχαν βγάλει — με το πάσο μου το οποίο στη συνέχεια έγλειψα για να πάρω ο,τι είχε κολλήσει πάνω. Τις κοιτάω και τον ξαναρωτάω μην πεθάνουμε. Γελάει πάλι. Ρουφάμε και κάνουμε να γυρίσουμε προς τα πίσω. Η πρεζού μας ζητάει να της βγάλουμε λίγο ζ ως χατίρι που μας βοήθησε, αλλά ατύχησε, μόλις μας είχε τελειώσει. Του γκρινιάζει λίγο αλλά μας αφήνει. Τώρα είμαστε νόμιμοι, έφυγε ένα βάρος απ’ την πλάτη μου. Θέλω να πιω μπύρα και να κάνω ένα τσιγάρο, γιατί πάντα θέλω να κάνω ένα τσιγάρο με ο,τι δοκιμάζω, αλλά ακούγεται πως δεν είναι ασφαλές με πρέζα. Ο φίλος μου λέει δεν παίζει πρόβλημα και μου εξηγεί ότι το ένα εντείνει τις επιδράσεις του άλλου, οπότε, μαστουρωμένος καθώς ήμουν, αρχίζω να αλλάζω λίγο γνώμη· λέει δεν παίζει πρόβλημα με μία μόνο μπύρα γιατί έχει πολύ λίγο αλκοόλη. Φοβάμαι πάλι μην πεθάνω, οπότε το σκέφτομαι λίγο. Πείθομαι εύκολα. Παίρνουμε μια μπύρα από το περίπτερο και ανάβουμε τσιγάρο στο δρόμο.
Κάνουμε να πάμε προς το Μουσείο δίπλα στο παλιό Πολυτεχνείο, οπού είχαμε ξεχάσει μία, πρεζοφίλη του, που είχε πιστέψει πως μπορεί να πάρει δάνειο online για να μπορεί να συνεχίσει να πίνει ντρόγκια, αφού έχασε την δουλειά της. Είχε να κοιμηθεί 2-3 μέρες απ’ το σίσα. Κρατούσε και ένα βρώμικο αδέσποτο σκυλί στην αγκαλιά της, ωστόσο πολύ γλυκό και χαριτωμένο πλάσμα. Εγώ θα προτιμούσα να είμαι μόνος μου με τον φίλο μου που είχα τόσο καιρό να δω, αλλά εκείνη ήταν τόσο χαμένη στον κόσμο της, όπου καμία φορά ήταν σαν να μην υπάρχει. Μέχρι να φτάσουμε στο Μουσείο να την συναντήσουμε με πιάνει ακραία αναγούλα. Το ήξερα ότι είναι συχνή παρενέργεια αλλά μέχρι τότε δεν είχα νιώσει τίποτα και νόμιζα ότι την είχα βγάλει καθαρή. Μάλλον το ‘χα παρακάνει για πρώτη φορά, ίσως έπρεπε να πιω λιγότερο. Φτάνουμε και καθόμαστε εκεί μπροστά. Βάζω την ζακέτα μου για μαξιλάρι και ξαπλώνω ανάσκελα στο πεζοδρόμιο χωρίς να με νοιάζει τίποτα, όσο εκείνοι κάθονται από πάνω στο σκαλάκι. Θέλω να ξεράσω αλλά δεν μπορώ. Μετά από κάνα δεκάλεπτο, επιτέλους ξερνάω. Η αναγούλα πήγαινε και ερχότανε ανά διαστήματα, οπότε ταλαντευόμουν μεταξύ έντονης ηδονής και έντονης δυσφορίας· αλλά δεν έφυγε ποτέ ανεπιστρεπτί από εκείνη την ώρα και μετά. Μέχρι την ώρα που με έπιασε αναγούλα, ήταν Παράδεισος, από εκείνη τη στιγμή και μετά μου το χάλασε τόσο, που είπα «δεν αξίζει τελικά όλο το πακέτο».
Μου στέλνει η έτσι. Έχει ορεξούλες, γιατί τα χει πιει. Δεν θέλει *καθόλου* να κάνω ναρκωτικά. Είναι κάθετη σε αυτό. Τι να της πω; Να μας το χαλάσω; Γράφω για λίγο τον φίλο μου και καυλαντίζω με μηνύματα όσο ηδονίζομαι και αναγουλιάζω. Έχω άρση αναστολών, έχει κι εκείνη. Τέλεια χημεία, πολλή καύλα. Δεν θέλω να μας το χαλάσω. Συνειδητοποιώ ότι τα — απαράμιλλα — χάδια της μου προκαλούν παρόμοια αίσθηση στο σώμα, ίσως όχι τόσο έντονη, αλλά χωρίς κανένα αρνητικό τίμημα. Νιώθω τόσο τυχερός που την έχω στην ζωή μου. Κάπως συγκινούμαι. Αφήνω το κινητό γιατί νιώθω ενοχές που γράφω τον φίλο μου, όσο η φίλη του έχει πάει σε ένα ATM να δει αν δούλεψε το δάνειο — κάτι που φυσικά δε συνέβη. Η δεύτερη γραμμή μαζί με την μπύρα μου τα έχουν βάλει πλεον για τα καλά. Του λέω να σηκωθούμε να πάμε να βρούμε την φίλη του — της οποίας το κινητό είναι κλειστό από μπαταρία. Σκέφτηκα ότι ένας περίπατος θα μου έκανε καλό. Παρατηρώ ότι έχω αρχίσει και ψιλοφέρομαι κανονικά σαν να πάσχω από κάποια βαθιά άγνωστη, πνευματική αναπηρία.. Παραπατάω, μιλάω πιο αργά, περίεργα, συνειρμικά και χωρίς πολλή συνοχή. Του μιλάω για εκείνη. «Νομίζω έχω αρχίσει και ερωτεύομαι». Πάμε προς Σύνταγμα να σπάσουμε. Παίρνω κάτι να φάω — αναγουλιάζω ξανά επειδή έφαγα — και παίρνω το λεωφορείο. Ένας πιτσιρικάς με κοιτάει σαν κάτι να έχει καταλάβει. Το παίζω ότι είμαι κουρασμένος υιοθετώντας τη σχετική γλώσσα του σώματος. Αλλά δεν ήμουν κουρασμένος, ήμουν ναρκωμένος. Κατεβαίνω και μπαίνω σπίτι. Η μάνα μου ήταν ξύπνια, αλλά μπόρεσα να το παίξω για τα 5-10 δευτερόλεπτα που αλληλεπιδράσαμε. Λέω στην έτσι τι έχω πιει. Δε χαίρεται.
Προσπαθώ πολύ, αλλά παραείμαι ζαμπόν και αναγουλιασμένος για να ανταποκριθώ και να το συνεχίσω. Ευτυχώς μου δείχνει κατανόηση. Πέφτω στο κρεβάτι φοβούμενος ότι δεν θα με πάρει ο ύπνος από την αναγούλα. Με παίρνει σε ένα λεπτό. Ξυπνάω την επόμενη μέρα και πάω στην θεία μου που μας κάνει το τραπέζι· κύριος σαν να μην τρέχει τίποτα. Το σώμα μου ένιωθε ακόμη μία κάποια ηδονή, αλλά ίσως να ήταν κι από τον ύπνο. Τέλος…. ;
1Ιντερνετική Εγκυκλοπαίδεια με θέμα της την ενημέρωση και ασφαλή χρήση ψυχοδραστικών ουσιών.
επιμέλεια: Pantelis Krintz
σημείωση επιμελητή: διαφωνώ κάθετα με τη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών και επίσης σιγά μην αγοράσατε πρέζα αγαπητοί φοιτητοπόζεροι.