Σκοτάδι Άγνωστο

Να μη θυμάσαι

Χώμα κόκκινο
και ξεραμένο
Οι ενοχές
Σ’ ένα λειβάδι άσπαρτο για χρόνια
Σκέψεις,
σαν να σκάβουν βράχια
με τα νύχια.
Από παιδί θυμάμαι τη μοναξιά
Πιο καλά κι από σένα
Έτσι έμαθα να επιβιώνω
ακόμα και σε κάτι λούκια, καταραμένα
Μιλάω γι αυτά
που κρύβετε πίσω απ’ τα τζάμια της βιτρίνας
Γι’ αυτά που δεν ακούγονται
Ιστορίες
για το καθημερινό σφυροκόπημα
Στα κεφάλια Εκείνων
που κάθε φορά
αντιλαμβάνονται την ύπαρξη του χάους.
Μετέωρα βήματα
προς κάθε κατεύθυνση
Λες κι έχει νόημα η πυξίδα
άμα τύχει και χαθείς
Αν τύχει και μονάχος
σε απέραντη έρημο μπορεί να βρεθείς
Να μη θυμάσαι τίποτα
Αν θες ένα δρόμο να βρεις
Πέρα απ τα νεκροταφεία των αναμνήσεων
Μακριά απ τις νεκρές φωνές
Πεθαμένων ιδεών
εικόνων και φωτογραφιών
Τίποτα…
Μονάχα το τσακισμένο μυαλό
Φλογισμένη ψυχή
Και τα φθαρμένα παπούτσια
Έχουμε λιώσει τους δρόμους
πάνω κάτω
Ίσως κάποτε βρεθούμε.

Ρουτίνα

Δε γράφω για να πάρω το βραβείο ή κάποιο έπαθλο.
Ακόμα κι αν το άξιζα δε θα μου το δίνανε.
Να ‘σαι σίγουρο γι’ αυτό.
Γράφω μήπως κατά τύχη δεις πουθενά κανένα στίχο μου κι ακούσεις το παράπονο μου.
Γράφω για να υπάρχει κάτι για να βρεις, αν ποτέ αποφασίσεις να με ψάξεις.
Γράφω για να τρώει το κτήνος, μην αρχίσει πάλι να μασάει την ψυχή μου.
Γράφω για να πω όλα εκείνα που κατάπια από ντροπή ή απο θυμό. το ίδιο κάνει.
Γράφω για σένα/ για μένα.
Γράφω για την Αθήνα.
Γράφω για τ’ αδέρφια μου.
Για όλα τα αδέρφια μου.
Αυτά που φύγανε/ αυτά που μείνανε..
Γράφω για την αθωότητα μας πριν ακόμα την ενοχοποιήσουνε -έτσι- να υπάρχει μια φωνή στο σύμπαν κάπου που να την υποστηρίζει.
Γράφω για να σε υποστηρίξω.
Γράφω για να μάθω με πολλούς τρόπους ν’ αγαπάω.
Γράφω επειδή δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω.

Ένα καλτ Αθηναϊκό πλάνο

Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε τίποτα μπροστά μου
που να δείχνει έστω και λίγη δράση.
Τα αμάξια παρκαρισμένα το ένα πάνω απ’ το άλλο,
Τα προποτζίδικα γεμάτα από φιλόδοξους μπαρμπάδες
και στερημένους πιτσιρικάδες,
τυποποιημένα ποιήματα σε φέιγ βολάν με κορδέλες,
αγκαλιές και χάχανα έξω από μεγάλα εστιατόρια,
μέσα άχνα…
Τα περίπτερα δε δίνουν παρά μόνο εισιτήρια και τσίχλες.
Σταματήστε να βιντεοσκοπείτε το κενό που έχετε μέσα σας!
φώναξα στον αέρα…
δεν ακούστηκε τίποτα κι έτσι όλα καλά.
Βαρέθηκα.. πάω να πιω τίποτα.
Σ’ ένα αθηναϊκό μπαρ μέσα
τσιγάρα δεν έχω
η μπύρα ζεστή και τα φυστίκια μπαγιατέψανε.
Όλα στη θέση τους μοιάζουνε να είναι.

Άτιτλο

Βρόμικα ρούχα, ρετάλια
κρεμασμένα σε σκελετούς πάνω
που περιφέρονται σε τάφους
από κρύσταλλο και νέον.
Τα μάτια δε βλέπουν. Μόνο κοιτάνε.
Στεγνώσανε πια.
Μόνο το στόμα παραμένει υγρό. Γεμάτο σάλια.
Φτύσε. Γλύψε. Κατάπιε.
Επανέλαβε.
Ο κόσμος είναι δικός τους
Αφού για μας δε γυρνάει
Μόνο εμείς γυρίζουμε σ’ αυτόν.
Ζαλάδα, ημικρανίες
αυνανισμός και υστερία.
Μη φωνάζεις μόνο κι όλα καλά θα πάνε.
Τα βράδια με σιωπηλά γαμήσια
εκτονώνουν την πίκρα.
Πνιχτά βογγητά με τα μάτια ανοιχτά
Τα χέρια βουλώνουν το στόμα
κι οι μεντεσέδες βροντάνε στο ρυθμό του θανάτου.
Τελειωμένη υπόθεση. Στο πλάι θα κλαίνε
Κι εγώ να γελάω. Υστερικά να γελάω
ώσπου να μου ρθει εμετός.
Σκάω στα γέλια με την ψυχή στο στόμα.

Χορεύοντας και τραγουδώντας θα πάμε στην κόλαση

Μετά από ένα γερό πιώμα
θα μαζέψω όλες μου τις ενοχές και τα ψέματά μου
έτσι κοφτερά που είναι
και θα ξεσκίσω τη σάρκα μου,
έτσι σκέφτηκα όταν ξύπνησα
ύστερα από έναν κουραστικό ύπνο.
Πόσες ώρες να κοιμόμουνα άραγε…
λες να’ γινε τίποτα συνταρακτικό όσο έλειπα στον λήθαργο;
Μπα! τα συνηθισμένα, αυτή η ίδια βαρεμάρα
που μοιάζει με έρημο.
Ανοίγω το παράθυρο.
Μποτιλιάρισμα κόρνες πανικός κι αδιαφορία,
πόσο ανυπόφορη μπορεί να γίνει η πραγματικότητα…
προτιμώ να ζω στην κοσμάρα μου
και να με αποκαλούν αντικοινωνικό εγωιστικό παράσιτο,
παρά να’ μαι σαν ένας απ’ τους εκατομμύρια εκεί έξω
να γελάω σα χάνος, να υποκρίνομαι, να κάνω πως με νοιάζει
για να έχω μια θέση στη γαμημένη σας εταιρία
που φτιάξατε για κοινωνία.
Όχι, εγώ και το σινάφι μου
είμαστε αποκομμένοι απ’ τους ελεεινούς σας ψυχαναγκασμούς,
έχουμε τους δικούς μας, έχουμε κι άλλα όμως δε μπορώ να τα πω στη γλώσσα σας
Περπατάμε στην πόλη τη νύχτα
γιατί τη μέρα είναι λίγο επικίνδυνα… μπορεί να χτυπήσει κανείς.
Ζούμε όπως και όποτε θέλουμε
μονάχα καμιά φορά πεθαίνουμε…
αλλά ντάξει κι ο θάνατος μες στη ζωή είναι
Αν δεν παραδώθηκες ποτέ στο πάθος
αν δεν ένιωσες τη φωτιά μέσα σου να σου καίει τα σωθικά
είσαι απλά ένας ξένος.
Ο δρόμος μας έχει καταπιεί και μας έχει πετάξει αμέτρητες φορές.
Μας έχει αγκαλιάσει και κατασπαράξει άλλες τόσες,
μα εμείς εκεί να προχωράμε τσακισμένοι, ερωτευμένοι, ονειροπόλοι
γεμάτοι φωτιά και πάθη
χορεύοντας και τραγουδώντας προς την κόλαση.
Βάλε να πιούμε… έχουμε δρόμο ακόμα

Αρέσει σε %d bloggers: