Μαρίνα Κ.Χ.

τόποι εξαρχείων | μέρες αυγούστου του 19

στο σκαλοπάτι
ένα ζευγάρι, που εμφανώς
έχει μόλις κάνει χρήση οπιούχου αναλγητικού
του κρατάει το χέρι
και εκείνος
με το άλλο το ελεύθερο
χαϊδεύει τον πήχη της
με συγκινητική αργοπορία στην κίνησή του
τα μάτια της
προσπαθούν να εντοπίσουν αστέρια
τα μάτια του
συγκεντρωμένα στα χέρια
σαν να ναι το δέρμα της
αχαρτογράφητος γειτονικός πλανήτης
κοιτάζω τον άγνωστο άντρα που διασχίζει
μαζί μου τον δρόμο
κλαίει
ποιος από τους δύο μας
να ξεκίνησε πρώτος

οι μισοί μου φίλοι
λείπουν επίσκεψη στη θάλασσα
η γειτονία είναι άδεια
γεμάτη τροχοκίνητες βαλίτσες
και στο πάρκο
παίζει ένα προσφυγόπουλο
με τους γονείς του
περασμένες δώδεκα το βράδυ

έχω μόλις σχολάσει
ο πυρετός σημαίνει
χρειάζομαι ζακέτα στο σαραντάρι
πηγαινοέρχονται μηνύματα
θέλεις να περάσω, μπορείς μόνη σου
θέλω ζεστό φαγητό
και μια ταινία
την ησυχία
του άδειου σπιτιού

ακούγονται
τζιτζίκια
μακάριος ήχος
του καλοκαιριού

Εγκαύματα

Σαν σήμερα, (δηλαδή στην τετάρτη δημοτικού) συνειδητοποιήσαμε την σχέση του σωματικού πόνου και της ευχαρίστησης. Λίγα χρόνια πριν, την πρώτη μέρα της πρώτης δημοτικού, ο Α. και εγώ κινδυνέψαμε με αποβολή. Του πέταγα χαλίκια στο πρόσωπο ενώ είχαμε συμφωνήσει μόνο στο σώμα γιατί την προηγούμενη χρονιά η Γ. είχε ζηλέψει το παιχνίδι με τα χαλίκια και σφήνωσε ένα στο ρουθούνι της. Εξήγησα στη δασκάλα ότι εμείς δεν θέλαμε την Γ. στο παιχνίδι, άρα ο κανόνας για το πρόσωπο ισχύει μόνο όταν είναι μπροστά εκείνη και ότι ο Α. κλέβει αν τον επικαλείται συνέχεια, μόνο και μόνο γιατί κρυώνει και τα χαλίκια πέφτουν στο μπουφάν του, άρα δεν πονάει. Δεν το δέχτηκε, είπε καθόλου χαλίκια, ακόμα και αν εγώ φορέσω μπουφάν. Ο Α. είπε πως αυτό δεν γίνεται τα χαλίκια είναι παιχνίδι πάρα πολλά χρόνια τώρα, από τότε που κατεβήκαμε από τα καρότσια και δεν θα σταματήσει. Οι μαμάδες είπαν άστα να χτυπήσουν, τότε θυμώσαμε στ’ αληθινά. Δεν έχουμε χτυπήσει πότε, μόνο στα γόνατα και όχι από τα χαλίκια, στις πλάκες χτυπάμε όταν πέφτουμε, αλλά αυτό δεν πειράζει γιατί βάζουμε πευκοβελόνες και ράβουμε τα γόνατα μεταξύ τους.

Η δασκάλα επέμενε, χαλίκια τέλος. Βρήκαμε τους άλλους τρεις, χαλίκια ή δασκάλα; Πέντε παιδιά, όλα και όλα σε μια τάξη, κανένας δεν ήθελε να μας διδάξει.

Στην τετάρτη μάθαμε γιατί: είναι ντροπή να μας αρέσει που πονάμε η μία τον άλλον.

Μπήκαμε τιμωρία, όλη η τάξη -και οι πέντε- θα χάναμε τα διαλείμματα μιας εβδομάδας. Ξεριζώσαμε ένα ένα τα πλήκτρα της γραφομηχανής, τα κολλήσαμε στο τοίχο σχηματίζοντας «χωρίς εμάς δεν γυρνάει η μπάλα», συγκεντρώσαμε κουκουναριές, τις γεμίσαμε μινέρβες και τις πετάγαμε στο γεμάτο προαύλιο, στο τέλος ξύσαμε όλες τις ξυλομπογιές και τα μολύβια τα δέσαμε στα δάχτυλα μας και στοχεύαμε μόνο πρόσωπο. Η δασκάλα μας βρήκε όλα πληγωμένα, με ανοιγμένες μύτες και χαμογελαστά. Βγήκαμε διάλειμμα στη μισή μέρα.

Ούτε μισή βδομάδα αργότερα, η βαριά σιδερένια πόρτα ανοίγει στη μέση το κεφάλι ενός. Η δασκάλα το παραλαμβάνει γεμισμένο με πευκοβελόνες και χαμομήλι. Κανένα δεν μαρτυρά- όλα μαζί, όλα μαζί και οι πέντε. Αναπαριστούμε το έγκλημα, ο ένας κάθεται και οκτώ χέρια ρίχνουν την πόρτα, και οι πέντε και οι πέντε μετά τον ράψαμε και οι πέντε δεν θέλουμε να καθαρίσετε το αίμα . Το κόκκινο του αίματος πάνω στο άσπρο του μαρμάρου, είναι η καινούρια μας σημαία. Φτιάχνουμε στεφάνι από λουλούδια στο ποτισμένο σημείο, ξύνουμε κόκκινες ξυλομπογιές και αναπαριστούμε το σημάδι σε κάθε τοίχο, εκείνο που βάζει το καλύτερο γκολ κερδίζει μια σημαία στο κούτελο του- ζωγραφιά. Πάλι τιμωρία.

Ξύνουμε ξυλομπογιές ξανά, από την αρχή γρατζουνισμένα. Βάζουμε φωτιά στον κάδο σκουπιδιών και στα βιβλία ορθογραφίας. Δεν μας βγάζουν στο προαύλιο, βάζουν επιτηρητή. Βγαίνει ματωμένος, η γκρι ξυλομπογιά κρέμεται στο σακάκι του. Τον ξαναστέλνουν και μας αφαιρούν τις ξυλομπογιές. Απαγορεύονται οι ξυλομπογιές.

Τρώμε έναν έναν κάθε μαρκαδόρο. Απαγορεύονται οι μαρκαδόροι.
Πάνω που είχαμε νικήσει.

Σταματάμε να τρώμε χρώματα, αλλά συνεχίζουμε να γεμίζουμε μελανιές.

 

Ο κύριος Καθένας

Ονοματεπώνυμο: Καθένας
Έτος Γέννησης: ~ 10,000 π.Χ.
Οικογενειακή Κατάσταση: Άγαμος – τέκνα διάφορα ανά τόπους
Αίτημα: Ήσυχος θάνατος

Προσχολική Ηλικία:
Μόλις τεσσάρων χρονών αντιστάθηκε στο κίνημα ζωγραφικής τοίχων σπηλαίων πάρα την μαζική απήχηση που είχε. Τα άμεσα αντανακλαστικά του επέτρεψαν να ετοιμάσει φέιγ-βολάν καταδίκης της καινούριας ζωγραφικής μόδας μόλις με την εμφάνιση των δύο πρώτων απεικονίσεων. Τα «όχι στην καταστροφή του σπηλαιικού τοπίου μας» και «δεν θα γίνεται μεσολιθικοί πότε, παλαιολιθικοί- παλαιολιθικοί» ήταν δύο από τα πιο ηχηρά μηνύματα του κινήματος που δημιούργησε. Οι ζωγραφιές όμως συνεχώς εξαπλώνονταν, αλλά ο κύριος Καθένας δεν έχασε την ευκαιρία. Με όπλο την οξυδέρκειά του κατάφερε μέσα σε πέντε χρόνια να μετατρέψει τον βανδαλισμό των σπιτιών σε θρησκευτικό κίνημα.

Πρώτα Σχολικά – Προεφηβικά χρόνια:
Δέκα χρόνων είχε ήδη καταφέρει να αποκόψει τους δεσμούς των ανθρώπων με το φυσικό περιβάλλον, να τους αποβάλει το αίσθημα της κοινότητας, ενώ ταυτόχρονα διοικούσε μέσω της επικοινωνίας που, στο μεταξύ, είχε αποκτήσει με τον Θεό, τριάντα κοινότητες. Το μόνο πρόβλημα εκείνης της περιόδου, κάποιοι αμετανόητοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, το έλυσε με την δημιουργία του πρώτου στρατού. Γιατί ο κύριος Καθένας ήταν αυτούς που έμαθε στους ανθρώπους να σκοτώνουν μαζικά αγνώστους τους για συμφέροντα τρίτων.

Εφηβεία:
Μόλις δεκατεσσάρων, ήρθε σε ρήξη με την ηδονιστική ζωή των Βαβυλωνίων όταν αυτή έγινε κτήμα όλων των κατοίκων. Στην ηλικία των δεκαπέντε χρόνων μετακόμισε στην Αίγυπτο όπου βασιζόμενος στην κίνηση του ποταμού Νείλου – από πάνω προς τα κάτω – έπεισε τους κατοίκους για την δύναμη της ιεραρχικής κοινωνίας. Τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα με τον κύριο Καθένα να ανεβοκατεβάζει Φαραώ και να αναστατώνει το επιτελείο τους.

Πρώτη Ενήλικη Ζωή:
Όταν οι Πέρσες δόμησαν μια κοινωνία στα πρότυπα της Βασιλείας, αποφάσισε να γυρίσει στην πάτρια γη. Όμως, όπως αποδείχτηκε, ο λαός της Περσίας είχε βρει καινούριο τρόπο έκφρασης, την τέχνη. Τότε ήταν που ο κύριο Καθένας σε ηλικία 20 ετών μίσησε δια παντός την τέχνη. Την ίδια περίοδο στάθηκε αρκετά εγκρατής και δεν πλησίασε τις ελληνικές πόλεις – εκτός από κάποια αναγκαστικά διπλωματικά ταξίδια στην Μακεδονία. Οι Έλληνες είχαν ολισθήσει χειρότερα από όλους τους προηγούμενους εφαρμόζοντας την φιλοσοφία και την – θου κύριε φυλακή το στόματι του κύριου Καθένα – την Δημοκρατία.

Η ώριμη ηλικία των τριάντα χρονών ταυτίζεται με την εξασθένιση της Περσικής Αυτοκρατορίας, αποφασίζει λοιπόν να μετοικήσει στην Ιταλία όπου μια φυλή βοσκών έμοιαζε να ζει σε άριστες συνθήκες. Τους βοήθησε μάλιστα να πολεμήσουν τους Έλληνες. Με την νίκη όμως οι Ρωμαίοι έδειξαν για άλλη μια φορά την αχαριστία της ανθρώπινης φυλής, αφού μαγεύτηκαν από τους ηττημένους. Τα χρόνια έγιναν δύσκολα για τον κύριο Καθένα, μοναδικό του αποκούμπι η γραφειοκρατία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την στιγμή όμως που τα πράγματα έδειχναν να αποκτούν έναν ρυθμό, από την παλιά γνώριμη γη της ανατολικής Μεσογείου ξεπήδησε ένα νέο ανάρμοστο κίνημα ανθρώπων που πίστευαν ότι ο Θεός μπορεί να τους μοιάζει. Η πίστη τους ήταν τόσο βαθιά όπου παρά τα σκληρά βασανιστήρια και τις ταπεινώσεις επέμεναν. Η διπλωματία του όμως κατάφερε να τον βγάλει από την δύσκολη θέση όταν ανακάλυψε κενά στις διατυπώσεις για την εξουσία που είχαν τα κείμενα τους και τα εκμεταλλεύτηκε.

Μέση Ηλικία:

Ήταν πλέον σαράντα χρόνων και έβλεπε τους κόπους του να ανταμείβονται. Αν και δεν είχε καταφέρει να αποβάλει την τέχνη από τις συνήθειες των ανθρώπων, είχε καταφέρει με αυτή να εκφράζεται μόνο ο φόβος του Θεού. Σε ολόκληρη την Μεσόγειο άνθρωποι τριών διαφορετικών θρησκειών ζωγράφιζαν, έγραφαν και έπαιζαν μουσική μόνο για να υμνήσουν την απόλυτη εξουσία του Υπερδύναμου. Η πεποίθηση του ότι οι χωρικοί στα βόρεια της ηπείρου μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι επιβεβαιώθηκε μετά την θρησκευτική στρατολόγηση τους. Τους προτίμησε μάλιστα από τους Άραβες της αντίστοιχης περιόδου, αφού οι δεύτεροι δεν σταματούσαν να εξασκούν το μυαλό τους, αν και παραδεχόταν ότι ο τρόπος που διαχειριζόντουσαν τις εμπορικές τους σχέσεις ήταν σαφώς καλύτερος.

Τότε πίστεψε ότι μπορεί να πεθάνει ήσυχος. Όμως ένα κίνημα στην Ευρώπη, το όποιο – τι έκπληξη – ξεκίνησε από τις τέχνες, αμφισβητούσε ότι με κόπο είχε φτιάξει. Τρομοκρατημένος πίστεψε ότι ήταν λάθος που είχε επιτρέψει τα ταξίδια στους ανθρώπους, παρά τις οικονομική τους χρησιμότητα. Θεώρησε ότι αυτά έβαλαν αέρα στα κεφάλια τους και τώρα δεν αναγνώριζαν τον Θεό. Δεν κάθισε όμως με σταυρωμένα τα χέρια, γρήγορα χρησιμοποίησε την κατάσταση προς το συμφέρον του. Έμαθε μάλιστα από τα λάθη του δίνοντας πλέον στους ανθρώπους ψίχουλα ελευθερίας. Χωρίς να του στοιχίσει πολύ, αφού πλέον είχε κατορθώσει όλο ο κόσμος να του ανήκει.

Η αχαριστία των ανθρώπων όμως, δεν είχε τέλος. Πάνω που ολόκληρη η γη είχε ρυθμιστεί να δουλεύει όπως πρέπει – φαντασίωση που ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν είχε – οι άνθρωποι άρχισαν πάλι να απορρίπτουν ό,τι τους έδινε. Το κακό το βρήκε από εκεί που δεν το περίμενε. Άνθρωποι των άλλων ηπείρων που είχε τόσο πολύ υποβαθμίσει ξεκίνησαν την αντίσταση τους, αυτό δεν άργησε να εξαπλωθεί παντού.

Γεράματα:
Ο εικοστός αιώνας έφερε στον ογδοντάχρονο πλέον κύριο Καθένα πολλαπλά μέτωπα. Σε κάθε γωνιά της γης άνθρωποι των αμφισβητούσαν. Για να τους δείξει το πραγματικό του πρόσωπο επέβαλε δύο παγκόσμιας κλίμακας πολέμους. Μάλιστα στον δεύτερο πίστεψε ότι θα καταφέρει να στρέψει ηγέτη τους τον πολυαγαπημένο του πνευματικό του γιο. Τα δάκρυα του για την ήττα και τον χαμό του μπορούμε ακόμα να τα δούμε.

Ο κύριος Καθένας λύγισε, μπήκε στον κάθε άνθρωπο και ζει μέσα μας. Μην αντιστέκεστε άλλο, επιτηρείστε τους εαυτούς σας. Επιτρέψτε στον κύριο Καθένα να πεθάνει ήσυχος γνωρίζοντας ότι το έργο του πέτυχε.

Αυτό το κείμενο είναι μια έκκληση σε όλους εσάς.

Αρέσει σε %d bloggers: