Όπως κι εγώ
Απ’ όταν ένιωσα
Πρώτη φορά στη ζωή μου
Σα στυμμένη λεμονόκουπα
-Δεν πάει πολύς καιρός-
Έκοψα τελείως το στυμμένο λεμόνι
Εγώ που χωρίς λεμόνι δεν έπινα το ποτό μου
Που το αγαπημένο μου γλυκό ήταν η λεμονόπιτα
Που σε όλα τα φαγητά πάντα το παράκανα
Ποιά εγώ πλέον να νιώθω απέχθεια
Και όχι μόνο αυτό αλλά
Τόση αηδία και αποστροφή νιώθω προς τα στυμμένα λεμόνια
Που δεν μπορώ ούτε και να σερβίρω ποτά με στυμμένο λεμόνι ή φαγητά με λεμόνι
Έτσι οι πελάτες μου πίνουν με το ζόρι
Τα ποτά τους σκέτα
Και τρώνε τη μπριζόλα στεγνή
Όπως κι εγώ
Που από ξυνή έγινα σκέτη
Άδεια
Μα ακόμα και στις στυμμένες λεμονόκουπες
Τα κουκούτσια παραμένουν στη θέση τους
Πρόσεχε λοιπόν
Μη σου κάτσουν
Στο λαιμό
onoffuckoff
On-off
Φλέρτ δίχως τέλος
μα με το γάντι
“Τι όμορφη που είσαι”
“Είσαι κι εσύ τι όμορφος”
“Σεξουαλικότητα στο φουλ”
“Τι γυναικάρα που ‘σαι”
Καλοριφέρ το καλοκαίρι
Αιρκοντίσιον στο κρύο, χειμώνα με -2 βαθμούς Κελσίου
Μου στρίβεις τσιγάρο
Που ‘σαι
βγάζω απ’ την τσέπη
Σπιρτόκουτο
Να πάρουμε επιτέλους φόκο εδώ μέσα
Ανάβω
Ότι κι αν πεις
έτσι κι αλλιώς
Θα πω το αντίθετο
Οπότε
Έλα να το χορέψουμε κι αυτό το τραγούδι
Δικό μας είναι γαμώ το Χριστό μου
Λες μ’ αγαπάς, κι εγώ
“σ’ αγαπάω”
Και για να μη με πληγώσεις
Δεν θες να πονάω
“Ας μείνουμε φίλοι”
“Σε εκτιμάω πολύ”
“Δεν θέλω να πάθεις ότι και με τον άλλον”
“Δε μπορώ να στο κάνω αυτό”
Άντε μου και γαμήσου
Και αλλά κλισέ
Πλήγωσε με
Λέει πως μέσα μου ξέρω
Ότι δεν θέλω να μπορέσω
Μπορεί
Μα δεν γαμιέται
Ζήστο πρώτα και μετά ας μην το θέλεις
Γάμησέ με
Δεν είμαι λούτρινο να σκιστούν οι ραφές μου
Σκίσε με
Δεν είμαι καν πορσελάνη να σπάσω
Σπάσε με
Τα δάκρυα πίσω απ’ τα μάτια
Πονούν πιο πολύ
απ’ όταν τρέχουν στα μάγουλα
Κλάψε
μαζί μου, νερά να κυλήσουν
ποτάμια
Οι κόρες μου σχίζονται μες στις δικές σου
Σκίσε με -αυτό στο ξανάπα
Αυτό δεν είναι ακόμα ένα ποίημα
Που ‘σαι
Εστίασε εδώ
σου μιλάω
Αυτό ρε τσογλάνι θα στο ραπάρω
Fuck off
Μεγάλη Τετάρτη
Οι παλιές αγάπες πάνε στην κόλαση
μωρό μου
λέει μια φίλη
πως είσαι ο διάβολος κι είμαι ο Θεός
λέει ένας φίλος πως είμαι ένα αστέρι που λάμπει
Οι φίλοι πάντα λένε κλισέ
Κλίνω
στις αντιφάσεις μου
μαζί σου
πέφτω
στις λάσπες
δε μπορώ να δω
τον ουρανό, τ αστέρια, το φως
μόνο δυο χέρια να σφίγγουν
πέλματα γυμνά να σέρνονται σε χαλίκια
δάκρυα να τρέχουν σε διεσταλμένα από αντίχειρες μάγουλα
κι ανίκανη να ξεστομίσω το «απεταξάμην»
γίνομαι σώμα σε σταυρό
διακορευμένο από καρφιά
ταινία του Παζολίνι
η αυτοτιμωρία μου
άγγελος
που θέλησε να κατέβει στα έγκατα της γης
βαθιά
να ξεπλυθούν οι αμαρτίες
να ελευθερωθούν οι δούλοι
να βγουν απ’ τα καζάνια οι κολασμένοι
μα δεν τα κατάφερα
ν’ αντισταθώ
υποτάσσομαι
στην αμαρτία
στην δουλεία
στην ενοχή μου
κι έτσι σε κάθε επ-ανάληψη
τρέμω σαν το ψάρι
που εν αφθονία τάισε τόσους πτωχούς
προσέρχομαι, πόρνη,
Μεγάλη Τετάρτη,
με μύρα και δάκρυα στα πόδια σου
τα πλένω
σαν άλλοτε,
ερωμένη
σε βλέπω αναστημένο
μα σε άρση
και δεν αναστενάζω πια
δεν είσαι Μεσσίας
δεν είμαι έρμαιο
ερήμην να με καθαιρέσεις
δεν είμαι είλωτας
ούτε κι αμνός για θυσία
αν πρέπει να μπει κάποιου το κεφάλι στην αγχόνη
ας μπει το δικό σου
κάνω εμετό
Κι αίρομαι μόνη
Υποσημειώσεις
Κάθε μήνυμα έχει τουλάχιστον έναν πομπό1 και έχει για προορισμό του, τουλάχιστον έναν δέκτη2. Κάθε μήνυμα φτάνει στον προορισμό3 του ακόμα κι αν ο πομπός άλλαξε γνώμη ή αν ο δέκτης άλλαξε πομπό. Άσε εμένα, να κρατώ το «δέκτρια 2.4.5.», να πιστεύω πως, και ο κάθε προορισμός φτάνει στους ταξιδιώτες του, και πως αυτή είναι μια σιωπηρή συμφωνία4. Γράφω εγώ λοιπόν τις υποσημειώσεις, κι αφήνω σε εσένα τις συντομογραφίες που -σαφώς- τις γνωρίζεις καλύτερα! [Με τον πομπό να σημαίνει: πηγή που εκπέμπει σε οποιαδήποτε μορφή ένα μήνυμα με προορισμό έναν δέκτη ή (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) ότι παράγει μήνυμα, σήμα, πληροφορία. Με τον δέκτη να σημαίνει: (στο θηλυκό: δέκτρια), αυτός που δέχεται, λαμβάνει κάτι: 1.(τεχνικός όρος) συσκευή που λαμβάνει ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά σήματα, όπως το ραδιόφωνο, ο ραδιοενισχυτής, η τηλεόραση, ή 2 (γλωσσολογία) που προσλαμβάνει και κατανοεί ένα γλωσσικό ή άλλου είδους μήνυμα, ή 3 (ιατρική) αυτός που δέχεται όργανο για μεταμόσχευση, ή 4 (ανατομία) υποδοχέας στο νευρικό σύστημα, ή 5 (τηλεπικοινωνίες ,δίκτυο υπολογιστών) ότι δέχεται και επεξεργάζεται σήμα, μήνυμα, πληροφορία, δεδομένα, κλπ. Με τον προορισμό να σημαίνει: ο τόπος για τον οποίο προορίζεται ένας ταξιδιώτης ή ο τελικός σκοπός για τον οποίο υπάρχει ένας άνθρωπος ή ένα αντικείμενο Με τη συμφωνία να σημαίνει: την κοινή απόφαση, γραπτή ή προφορική, μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, για να τηρήσουν ορισμένους κανόνες ή όπως στην φυσική την διατήρηση μεταξύ κυμάτων, σταθερής διαφοράς φάσης]Οικειότητα
Στο μυαλό μου
η οικειότητα
έχει μυρωδιά κι αμηχανία
είναι οξεία
δεν είναι δημόσια
και σίγουρα δεν είναι καθώς πρέπει
δεν έχει καθαριότητα αλλά έχει βρωμιά
κι έχει μια άγρια ομορφιά
σαν να περπάτησε ξυπόλητη
την λεωφόρο
από την μία άκρη της πόλης ως την άλλη
θέλω να διασχίσω αυτόν τον δρόμο
να καούν τα πέλματά μου
να μπορώ να είμαι εγώ
ακόμα και με εσένα χωρίς
κι όταν σου λέω «ρε»
ή όταν σε βρίζω
ή όταν σε προσβάλλω με το γάντι
κι αντιδράς από μακριά
με μια συγκατάβαση πια
και με μεγάλη δόση μαύρου χιούμορ
κι όταν με βάζεις στην θέση μου
κι όταν καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω με έναν στίχο του Άσιμου
ή του Καρβέλα
κι αυτό ρε μαλάκα
οικειότητα είναι
Ένα βράδυ σ’ ένα αμάξι στην Αγίου Μελετίου-παρκαρισμένο
Οδηγώ προς το σπίτι με τρίχες στο στόμα
και μύξες υγρές
και απολαμβάνω αυτήν την αηδία μου
που μυρίζει αλκοόλ αλλά από τα βάθη του στόματός σου
Είναι πια μέρα
Πριν λίγο – το βράδυ
βρισκόμουν σ’ ένα αμάξι στην Αγίου Μελετίου -παρκαρισμένο
Στο αμάξι μου
Οι περαστικοί περνούσαν απ’ έξω ενώ, εσύ έγλειφες τον λαιμό μου
(Ίσως να ήταν αυτοί οι Ρώσοι που παίζουν πιο πάνω την ρουλέτα)
ωστόσο πριν το χαρακτηρίσει κάποιος σοφτ πορν
εγώ οφείλω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου
Αύριο θα ‘χω για ‘σενα λίγα δάκρυα στα μάτια
και δυο λάμες στα χέρια να στις καρφώσω με όλη μου την δύναμη στην πλάτη
αλλά μόνο αν το ζητήσεις
θα ορμήσω επάνω σου και θα δαγκώσω αυτά τα δάχτυλα
και το τέλος σου θα μοιάζει με δυστοπία,
αλλά στο μυαλό του Χάνιμπαλ Λέκτερ
Ξέρεις εγώ έχω κοιμηθεί με το τέρας
έχω πατήσει ξυπόλυτη πάνω σε αυτά τα κάθετα καρφιά
έχω πλύνει με τα χέρια μου τις αμαρτίες μια πουτάνας
έχω καρφώσει ένα γυαλί στην καρδιά ενός λουλουδιού κι είδα να στάζει γαλάζιο το αίμα του κάποτε ήπια από το Άγιο Δισκοπότηρο το σώμα Μου
κι από ένα χάρτινο ποτήρι αυτά που οι άλλοι πετούν
κι έτσι έμαθα τα μυστικά όλου του κόσμου
πλύθηκα μέσα στη λάσπη ενός ρέματος
και τάισα το αίμα μου σε κάποιον που το καταβρόχθισε λαίμαργα
με μια από τις φίλες μου σκοτώσαμε
και γι’ αυτήν την ιστορία οι δημοσιογράφοι πια, θα πλήρωναν αδρά
Εγώ
έχω βάλει ένα όπλο σε έναν κρόταφο
σε ένα χαντάκι πεταμένη παραλίγο να με φάνε οι λύκοι
όμως πρόλαβα και τους έφαγα εγώ πρώτη
κι έχω κάνει κι άλλα πραγματικά επικίνδυνα πράγματα
έτσι απλά και χωρίς άγχος
σαν να πρόκειται για μια ευτυχισμένη στιγμή σε κάποια ρομαντική κομεντί
Ξέρεις σαν αυτές στα μυαλά των πραγματικά αθώων κοριτσιών
με τα γοβάκια και τις τουτού φούστες,
τις ηρωίδες στα μιούζικαλ που το πιο κακό τους όνειρο
είναι ένας πρίγκηπας για πάντα κλεισμένος εκεί μέσα
Αυτό το σενάριο αντέχεται !
Όμως για σπλάτερ αμφιβάλλω αν το ‘χες
ένα βράδυ σ’ ένα αμάξι στην Αγίου Μελετίου – παρκαρισμένο
με το τραγούδι να λέει «Πρέπει να υπάρχει ένας διάβολος ανάμεσά μας»
(που μ’ αυτό ένας τυφλός προσπάθησε κάποτε να με σοδομίσει μα εγώ του έφαγα τα αυτιά)
και με τους περαστικούς να περνάνε απ’ έξω
καθώς εσύ θα ικετεύεις για την καρωτίδα σου!
Αντικείμενα
Το αφρόλουτρο μυρίζει σύκο
θα ξεκινήσω να τρώω
απ’ το πόδι,
χιλιάδες πόδια απόσταση
φτιάχνουν ουτοπίες
για ‘σενα και για ‘μενα,
πάντα κάτι χάνεις σε κάθε ταξίδι,
απλώς σε κάποια άλλη εκδοχή
είναι τραίνο ή πλοίο,
άλλοτε το ίδιο το ταξίδι
μα
αυτήν τη φορά
ολόκληρο αυτό το σύμπαν: εμείς,
θα μείνει στο συρτάρι
τώρα γνωρίζεις ότι όλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον σου -εγώ δεν στο κρύβω-
κι έχω χάσει ήδη χρόνια, λεφτά, την καλή μου διάθεση
κατούρησα πριν φύγω τρεις φορές
μια στη λεκάνη
μια στο κρεβάτι
μια πάνω μου
πήρα μαζί μου έναν δίσκο,
ένα δικό μου βιβλίο
κι ένα καινούριο κινητό:
έσπασα 4 μέσα σε 3 χρόνια,
καλά το δικό σου -τι ωραίο το χέρι σου-
καλά τα δικά μου -κι οι κλείδες μου από κάτω-
του ξένου ανθρώπου τι μου ‘φταίγε;
με τι να το παρομοιάσω να μην ντρέπομαι;
ωστόσο, οτιδήποτε δικό σου ζωντανό θέλω να το πειράξω -δεν στο κρύβω-
τα παιδιά σου, την μάνα σου, τα παιδικά σου χρόνια,
τις Κυριακές σου, το πάρκο σου,
κάθε φορά που μπαίνει το κτελ στην Αθήνα
έφτασε πάλι η ώρα να φύγω
κι είναι το αναπάντεχο που με ταράζει
εντούτοις ξέρω πολύ καλή ορθογραφία
το αναμμένο γράφεται με δύο μι και όμικρον αναμένω μ’ ένα μι και ωμέγα -και διόρθωσέ με αν κάνω λάθος-
σου αφιερώνω αυτούς τους στίχους
κι αυτό το λογοπαίγνιο
ελπίζω να ‘χεις ο,τι θες από υλικά αγαθά
αφρόλουτρο, κινητό, ουροσυλλέκτη
τα αντικείμενα -γνώμη μου-
είναι ανώτερα των εννοιών που τα περιβάλλουν
x3
Με χειρουργικά γάντια
κυκλοφορώ ένδοιά-μεσα
καθαρίζω
τασάκια, πάτωμα, ποτήρια
πλένω
λάσπη, σκατά, και βλέννη
μαζεύω οτιδήποτε πετιέται
κωλόχαρτο, καπότες, σωληνάκια
απ’ την τελευταία γραμμή
ως την γραμμή για το σπίτι
τρεις φορές πάντα
να πλυθώ
να ντυθώ
και να φύγω
ξεκινώ από μένα
για να καταλήξω σ’ εκείνον
το φρικιό
τον αντικανονικό
τον πεθαμένο
μ’ ένα ταξί που πληρώνω
με λεφτά που μου χρωστάνε
ξεκινώ από μένα
για να καταλήξω σ’ εκείνον
με τα μαύρα μάτια
την άσπρη καρδιά
το διάφανο αίμα
μα δεν αξίζουν
οι φθηνές μου εικόνες
σε έναν ακριβό άνθρωπο
επί τρία.
Ευθείες Καμπύλες
Παράλληλες ευθείες γραμμές
Τις νύχτες μόνο
κώδικες στο σύστημα του εγκεφάλου:
Με λέει «οξυδερκή»
Τον λέω «τσακάλι»
Κανένας μας δεν είναι απλώς ευφυής
και την πατήσαμε
-πάλι δεν το ζήσαμε-
έψαξα στον πέμπτο
ένα αυτός, εκατό εγώ, εκατό αυτός; εγώ
κανένα
κλειδί, ευτυχώς δεν υπάρχει
δεν θα πάμε με πτώση
πέσαμε μια φορά
έξω
Εγώ νόμισα ήταν για μένα
Αυτός νόμισε ήταν γι’ άλλον
Δίνω δυο μέρες
Δίνει δυο μήνες
Γράφει βρώμικους ήχους για ρίμες
Γράφω σάπια ποίηση – με ψευδώνυμο
Μα είναι το ουίσκι ακριβό
η εποχή μας φθηνή
το σπίτι μου γκαρσονιέρα
Είναι Δευτέρα
κι έχω τόσο κουραστεί
που πέθανα και περιμένω
τις νάρκες του πάρκου να σκάσουν
αυτή η σπίθα να γίνει φωτιά
αυτό είναι timing
το κέντρο μικρό
εμείς λίγοι
κι ο ένας για τον άλλον
Κι αναμετάξυ μας
στην ίδια «φάση»
Τρίτη απόγευμα μόνο
Και σκέψου πόσους αντέχει μια πλατεία
Που και οι ευθείες μας καμπυλώθηκαν
Μα και δε θα συναντηθούμε ποτέ
Χρόνος υπάρχει
Σωστό ή λάθος
Σίγουρα πάντως δεν θέλω
Να βρίσκομαι άλλο
Σ’ αυτήν την θέση.
Ιστορία για ένα έντομο κι ένα πτηνό
Το καλοκαίρι νιώθω σαν κατσαρίδα
που οσφραίνεται με δυσκολία,
για να βρει το φαγητό της, να τραφεί και να ζήσει
και δε ξέρω καν
αν η κατσαρίδα έχει όσφρηση
μόνο την βλέπω ν’ ακολουθεί για ώρα αυτήν τη γραμμή
που για την ίδια, μπορεί και να μην υπάρχει καν, κι εγώ να είμαι εκείνη που της την όρισα
επειδή εκεί
για ‘μένα -με την ανθρώπινη όσφρησή μου- μυρίζει κάτι σαν σάπια ντομάτα.
Ωστόσο, η δική μου γραμμή
που αυτή σίγουρα δεν υπάρχει
και ακόμα πιο σίγουρα την όρισα -από- μόνη μου,
μυρίζει νύχτα σε ημιαστικό τοπίο, με λίγα δέντρα και ίσως υγρασία.
Εκεί είναι που τώρα εγώ, οσφραίνομαι με την ίδια δυσκολία
για να βρω το φαγητό μου, να τραφώ και να ζήσω
-όμως με την ανθρώπινη όσφρησή μου.
Τώρα της μοιάζω
κι εσύ με φοβάσαι
όμως να ξέρεις
υπάρχουν μεγαλύτερα πλάσματα,
πιο άσχημα και πιο επικίνδυνα από ‘μενα κι εκείνη που
μόλις
έγινε το φαγητό ενός πτηνού, μπρος στα μάτια μου
κι αυτό είναι ένας σπαραγμός μες στον σπαραγμό
ακριβώς σαν τον δικό μας.
Τα πτηνά
είστε πιο μεγάλα, πιο άσχημα και πιο επικίνδυνα από κάθε έντομο σαν εκείνη
κι εμένα
που νόμισα πως επειδή με φοβάσαι
θα σε φάω ολόκληρο
και να που τελικά, πιάστηκα στην παγίδα μου,
κι έγινα εγώ το φαγητό σου
κι ούτε καν για να χορτάσεις- σιγά το γεύμα!
για λίγες ώρες μόνο
για το ποιος υπερισχύει στα παιχνίδια της φύσης
και για το τι τελικά, ορίζεται.
Μα
το αστείο είναι
που ενώ με κατάπιες
με φοβάσαι ακόμα.
Κι αλήθεια αναρρωτιέμαι
αν θα κάτσεις ν’ αναλύσεις αυτήν την ιστορία, γι’ αυτό το έντομο κι αυτό το πτηνό
Ή αν όλα όσα γράφτηκαν από πριν,
ματαιώνονται κι αυτά
τώρα που δεν θα ξαναγράψω για σένα