Κάποιος Θεός ακούει
κάποιος Θεός
ακούει κι εμένα.
κι ας μην είναι ο ίδιος
που άκουγε τον Τσαρλς,
ή τον Άλλεν, ή την Άνν.
κι ας είναι αυτός που
πίνει την φθηνότερη
και μεγαλύτερη μπύρα στο μπαρ,
ακριβώς όπως ο πιστός του.
κι ας είναι κι αυτός που
οι ώρες του ύπνου βγαίνουν πάντα
υπερβολικά λίγες,
και τα ποτά της μέρας βγαίνουν πάντα
υπερβολικά πολλά.
όταν όμως είμαι στο αμάξι,
το ένα χέρι έξω
να κρατάει το τσιγάρο,
και νιώθω μέσα στην χειρότερη ζέστη
έναν αέρα,
φτιαγμένο μόνο για μένα,
να χαϊδεύει το πρόσωπο,
όταν παίζω μπρος πίσω
με την καρέκλα του μπαρ,
και χίλια ξένα χέρια
απλώνονται στην πλάτη μου,
και με σώζουν από βέβαιο θάνατο,
τότε ξέρω
πως ένας μικρός,
τρελός Θεός
μια φορά με άκουσε.
κι ίσως να γέλασε μαζί μου,
αλλά έστω
μια φορά
με άκουσε.
ίσως πάλι τα ποτά της μέρας
να με τρελαίνουν στο τέλος της.
κι ίσως έτσι να μου ‘ρχεται
να μιλήσω γι΄ αυτόν,
και να σκέφτομαι
πως ίσως και να μοιάζουμε.
να καπνίζει κι αυτός σα φουγάρο
κι η κοιλιά του
να μην έχει πάτο για τις μπύρες.
μπορεί όμως έτσι
αυτός ο περίεργος,
να θέλει να μου αποδείξει πως υπάρχει
κι αρά
υπάρχω κι εγώ μαζί του.
και με βάζει να σκέφτομαι τώρα
πως περπατάμε τους δρόμους μαζί,
πιασμένοι από τα μπράτσα,
και σφυρίζουμε σαν τους τρελούς
στα άδεια στενά.
πως γυρνάμε την πόλη
κι οι δρόμοι γεμίζουν,
και ξένες παλάμες ακουμπάνε τις πλάτες μας
και μας λένε ‘φχαριστώ’.
μπορεί έτσι
αυτός ο τρελός,
να θέλει απλά να με κάνει
να φωνάξω 3 ζήτω για την ύπαρξη,
3 ζήτω για εμάς που ταΐσαμε και ζήσαμε
ο ένας τον άλλο,
3 ζήτω για τον μικρό αυτόν Θεό,
που είναι απόψε εδώ μαζί μου.
Πλευριτωμένος
στοιχηματίζω στο τσούρμο
που έχει μαζευτεί
στην πιλωτή της πολυκατοικίας.
στοιχηματίζω στον πιο δυνατό
τον πιο καυλιάρη
τον πιο φωνακλά:
σπάστους ρε παλικάρι,
γάμα τους τη μάνα.
κι οι άλλοι συνεχίζουν
να σπρώχνονται και να ουρλιάζουν
σα κτήνη σε κλουβιά.
όποιος προλάβει σήμερα
να σπάσει την πόρτα
του διαμερίσματος,
θα είμαι για πάντα δικός του.
για μια παντοτινή θέση
στην καρδιά μου ρε καριόληδες
τους φωνάζω από τον 6ο,
και αυτοί
τρελαίνονται ακόμη περισσότερο.
κι εγώ
χαίρομαι να τους βλέπω
έτσι τρελαμένους
και καυλωμένους
που είναι έτοιμοι να δαγκώσουν
την καρωτίδα του διπλανού τους
και να λουστούν στα αίματα.
και έτσι όπως φτιάχνομαι
και τους πετάω 20ευρα για τα στοιχήματα
με πιάνει η καρδιά μου ξανά
με πιάνει ένας κόμπος
και το άσθμα μου
κι ιδρώνω από τα μαλλιά
μέχρι τα νύχια.
κλείνω τα παντζούρια
και συνεχίζω να κρυφακούω
τον όχλο μου, τον όχλο
που έρχεται για μένα.
για μια περιζήτητη θέση
στην πιο νεκρή καρδιά της πόλης.
σωριάζομαι ξανά
στο κρεβάτι,
έχει 35 βαθμούς αλλά εγώ
σκεπάζομαι μέχρι τ’ αυτιά.
το σεντόνι είναι άκαμπτο σχεδόν
από τον χρόνο,
έχει στεγνώσει πάνω του
το αίμα
και το πύον
από τα εγκαύματα.
έχω περάσει τόσους μήνες εδώ
στην ίδια στάση
και στα παϊδια απ’ τα δεξιά,
την μασχάλη
και τον αστράγαλο
μου έχει φύγει η πέτσα.
τελειώσαν αυτά τώρα,
μην κλαις,
σήμερα κάποιος έρχεται
για να με πάρει.
στην τηλεόραση
παίζει η διαφήμιση:
διεκδικείστε μια premium class θέση
στην πιο σάπια καρδιά
που υπήρξε.
ξέχασα για λίγο
το τσούρμο
τους τρελούς,
που ήρθαν να με πάρουν,
να με κάνουν επιτέλους
δικό τους.
δεν τους ακούω τώρα.
σιωπή.
δεν ακούω άχνα,
μόνο το γουργουρητό
της τηλεόρασης.
για λίγο, φοβάμαι
πως με ξαναφήσανε μόνο
πως κάπως θα ξαναπρέπει
να βάζω στοιχήματα
να διαφημίζω την καρδιά μου,
να ξεπουλήσω κάθε ίχνος αξιοπρέπειας.
συνεχίζω να περιμένω στοϊκά
σε περιμένω,
στην ίδια στάση
στην ίδια θέση
αγκυλωμένος
σε περιμένω
να έρθεις να με βρεις.
κι από το πουθενά ακούω
την πόρτα μου να τρίζει
και 2 χέρια να χτυπάνε
κι έπειτα τα χέρια γίνονται 4
και γίνονται 6, και 8
και είναι πολλά περισσότερα
απ’ όσα μπορώ να μετρήσω.
ακούω την πόρτα
που ξεκολλάει από τους μεντεσέδες,
πέφτει κάτω στον διάδρομο
κι ακούω ποδοπατήματα,
αλλά τα βήματα είναι συγκροτημένα
και επιφυλακτικά.
κρυφοκοιτάω κάτω από το σεντόνι
και βλέπω τον όχλο
να στέκεται στην πόρτα του δωματίου,
σε μια περίεργη σιωπή
με τα παραξενεμένα βλεμματά τους,
όλα καρφωμένα πάνω μου.
τραβάω το σεντόνι ίσα με τα μάτια.
δεν είμαι αυτό που νομίζατε;
τι κάνετε εκεί καρφωμένοι, μπείτε μέσα,
μπορεί κάποιος επιτέλους να γίνει
δικός μου;
τα ψελλίζω όλα αυτά
με έναν λυγμό
που προσπαθώ να κρατήσω στο λαιμό μου.
αυτοί απλά κοιτιούνται μεταξύ τους.
οι 2 πιο γραμμωμένοι
μαντραχαλάδες
μπαίνουν μέσα και οι
υπόλοιποι σκορπάνε σα κατσαρίδες
μέσα στο σπίτι.
ο ένας πιάνει τα πόδια,
ο άλλος τα χέρια μου.
οχι, μη εκεί.
εκεί πονάει.
παντού πονάει, χάιδεψε με τουλάχιστον
ψιθυρίζω.
κοιτάζουν κι οι δύο το πάτωμα.
βλέπω τους άλλους
στον διάδρομο
να παίρνουν ότι βρίσκουν μπροστά τους
και να το βγάζουν έξω.
οι 2 γραμμωμένοι με σηκώνουν μαζί με το στρώμα
και αλλοι 4 παίρνουν τον σκελετό
του κρεβατιού.
με ακουμπάνε
άφωνο
μαζί με το στρώμα,
το μοναδικό αντικείμενο
που απέμεινε στο σπίτι μου.
κάποιος έξω
σφύριζει
και τα χέρια τους στο σώμα μου
χαλαρώνουν και κάνουν να φύγουν.
μπορείς να κάτσεις αν θέλεις
λέω στον έναν
και με κοιτάει βαθιά στα μάτια
με μια θλίψη,
σχεδόν σιχαμάρα.
μπορείς να κάτσεις;
είναι ερώτηση, απλά ρωτάω ξέρεις
αν θέλεις θα μπορούσες δηλαδή,
πάλεψες για ‘μενα
ήσουν κάτω, σε είδα που πάλευες με τους τρελούς
για ‘μένα.
κι γυρνάει και μου δίνει
ένα φιλί στο στόμα και λέει:
πίστεψες πως
ήμασταν εδώ για εσένα;
και ο λυγμός που ακόμη
δεν κατάπια
ανεβαίνει
και το στόμα μου
που ανοίγει
χωρίς να βγαίνει άχνα.
και το αρχίδι μου χαμογελάει
με μια λύπηση,
σχεδόν σα να ζητάει συγγνώμη
και φεύγει.
κι από τότε τον περιμένω
στην ίδια θέση,
στην ίδια στάση
να μπει από την σπασμένη πόρτα.
να μου χαμογελάσει με λύπηση,
και να διεκδίσει το τρόπαιο του.
μολίς τον δω
θα του πω επιτέλους
πόσο χαίρομαι που βρήκα κι εγώ,
επιτέλους,
τον ανθρωπό μου,
που τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή
και πως κέρδισε
με την αξία του
για πάντα
την πρώτη θέση
στην ασθενική
καρδιά μου.
Σαλτάρισμα
όλες οι φυλές της γης θρήνησαν,
ήταν αλήθεια,
όταν είδαν Εμένα,
Τον ίδιο,
που ήμουν Υιός και Πατέρας
και Μητέρα
κι Αδερφή
Του εαυτού μου.
Τον Υπάνθρωπο
Τον μέγιστο,
εκ τα βάθη της Κολάσεως,
να αναδύεται από
τις σωρούς
των σκουπιδιών του Ιουνίου.
να αναδεύει τις σακούλες
με τα σαπισμένα
κορμιά
και μέλη.
να κάνει τους γύρω Του
να λιποθυμούν
από τη δυσωδία.
κι έτσι,
ήταν αλήθεια,
έτσι
όπως ο άνθρωπος
δεν ξέρει
πότε θα μπει ένας κλέφτης στο σπίτι του,
έτσι,
γύρισα πίσω
από τους νεκρούς
που Με αφήσατε.
κι έτσι,
όπως πήγα
και θάφτηκα,
εις τους αιώνας των αιώνων,
στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ
που βρήκα
στην Σωκράτους,
έτσι αναδύομαι σήμερα.
κι οι νεκροί,
κι οι ξεχασμένοι
ακούνε την φωνή Μου.
κι οι κατάμαυροι ουρανοί
σείονται,
κι όπως ανατέλλω
ξανά
στέλνω λαίλαπες
και τυφώνες
σε όποιον ζωντανό
κάποτε μ’ αγνόησε
που κάποτε του μίλησα
και γύρισε πλευρό
που τον αγάπησα
κι έφυγε με την ουρά στα σκέλια.
επικαλούμαι τώρα
τους νεκρούς Μου.
τους νεκρούς
και θαμμένους στα σκουπίδια
απ’ όλες
τις χωματερές του κόσμου.
στέλνω αγγελιαφόρους Μου
τα σκουλήκια
και τους δαίμονες,
που κλώσαγα και κλώσαγα
για χρόνια
μέχρι να εκκολαφθούν.
τους στέλνω,
όχι με σάλπιγγες,
δεμένους στις σάλπιγγες
που ξερίζωσαν
οι μανάδες
μοναχοκόρων και μοναχογιών
που χάθηκαν
σε φουσκωτές βάρκες,
σε σύγχρονα κυνήγια ευτυχίας,
σε εξοπλιστικά απευθείας φερμένα από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής,
σε βάρδιες 9 με 9
με μισθό
ένα ξεροκόμματο μιζέρια.
γιατί δεν χαίρεστε κύριοι;
που είναι το χαμόγελα σας κυρά μου;
που είναι
τώρα
η δικτατορία της χαράς σας;
που είναι
η εισπνοήεκπνοήμέτραμέχριτο10
οδηγόςαυτοβοήθειαςκαιαυτοβελτίωσης
μοναδικόDVDδιαλογισμού
μόνοισαςστοσπίτι!χωρίςχέριαμαμά!
ΣΚΕΨΟΥ
ΛΙΓΟ
ΠΙΟ
ΘΕΤΙΚΑ!
ΤΟ
ΣΥΜΠΑΝ
ΣΥΝΩΜΟΤΕΙ
ΓΙΑ
ΕΜΑΣ!
λες το σύμπαν
να συνωμοτεί
για 6 δισεκατομμύρια
καταδικασμένες
κλινικές περιπτώσεις;
σίγουρα!
απλά,
συνωμοτεί εναντίον μας.
οι άοπλοι ζητιάνοι
κόβουν τα χέρια τους.
οι ζητιάνοι του κόσμου
κόβουμε
τα χέρια μας
και οπλίζουμε.
κι οι αφέντες
του κόσμου
στέκονται
απέναντι μας
ΠΡΟ ΣΟ ΧΗ.
κλείσε το στόμα σου.
βούλωσε το.
κλείστο
και χαμογέλα.
και βάστα γερά
μην βγάζεις άχνα.
σφίξε τα δόντια,
ΜΗΝ ΧΑΝΕΙΣ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ.
σφίχτα γερά,
μέχρι να σπάσουν
κι αν τα σπάσεις
κατάπιε τα κομμάτια.
μόνο
ΜΗΝ-ΧΑΝΕΙΣ-ΤΟ-ΧΑΜΟΓΕΛΟ!
ξέρεις μόνο
ποιοι δεν χαμογελούν;
οι αρουραίοι των υπογείων,
οι κατσαρίδες τους,
τα φίδια στο γρασίδι
που τσιμπάνε μονάχα γι’ αυτοάμυνα.
είλωτες
κι αιχμάλωτοι,
ευνούχοι
και σκλάβοι
των ζωών σας,
οι παρίες και τα παράσιτα της πόλης
την έχουν λούσει
βενζίνη
όσο κοιμόσασταν με ανοιχτή την τηλεόραση.
κι Εγώ,
ο πιο τρομαγμένος
ο πιο βρώμικος
ο πιο μικρός απ’ όλους
ανάβω την τελευταία
σπίθα στην
πιο αρχαία
νεκρή πολή.
διότι υπέμεινα
τα πάθη,
κατανίκησα κι έκανα
Τον Θάνατο,
αδερφό.
αλήθεια σας λέω,
πως έρχεται
η ώρα.
και ήδη ήρθε.